13.11.16

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ - Μεθυσμένη πολιτεία

Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

               Αχ και να κίναγε εκείνος ο θίασος με τη Ρένα και τ’ αμάραντα μοσχοβόλα κίτρα του στήθους της και να μας γιάτρευε τη μοναξιά. Να μας ακολουθούσαν τα βήματά της και να λευτερωνόμαστε ζεσταμένοι στους μπαξέδες του κορμιού της.  Να πατούσαμε στο κεφάλι ως εράσμιοι σύντροφοί της, τις πολιτικές οχιές που γλιστράνε  στα στρωσίδια μας και ζητάνε τη θανή μας. Να μοιραστούμε τα υπάρχοντά της, πάθη, φωτιά, κόλαση και να κάνουμε ψεύτικη βεβαίωση το απραγματοποίητο όνειρο ν’ ανασάνουμε το άρωμά της και να την κατακτήσουμε σαν λουλούδι. Να ψαύσουμε με τα χέρια μας τις καμπυλότητες  της αργυρήλατης σάρκα της μπας και αναστηθούμε από το λασπόλακκο που μας έριξαν οι κίτρινες φθίσεις.
                Γιατί στον κόσμο της φθίσης που ζούμε τη Ρένα χρειαζόμαστε και το θίασο του Σωτήρη Πατατζή να λαχταρίσουμε μια καλύτερη ζωή, ν’ αναβλύσει μέσα μας το ζην το ατελεύτητο. Αλλά και να βεβαιωθούμε πως ο κόσμος μας είναι ένας ερειπιώνας, ένας ναός με σπασμένα περιστύλια, ένα οζαινώδες έλκος γεμάτο σκώληκες.
               Αντί να βλέπουμε στο γυαλί, ευρωχάφτες της ψειρού σε ισόβια και χατζάρες τούρκικες, καλύτερα να διαβάζουμε όσα μας λέει τω βασιλεί συγγραφέα:   Μια φορά κι ένα καιρό από την είσοδο της πολιτείας δεν μπήκαν λύκοι  τροϊκανοί αλλά ένας περιπλανώμενος θίασος με πότες ανθρώπους του φέγγους του υποκριτή και βασανισμένους απ’ τη φτώχεια και την ανέχεια. Ανάμεσά τους κι ένα λουλούδι αρωματικό η Ρένα που αναστατώνει μέχρι τρέλας τους ανθρώπους της και τους ξυπνάει τον ζερζεβούλη των παθών και του ανίκητου έρωτα.
               Ονειρεύονται, κυλάει το παγωμένο αίμα στις φλέβες τους, οι ματιές τους μαγεύουν, οι χλωμές και αρρωστημένες τους καρδιές αρχίζουν πάλι το ρυθμικό ντουκ, ντουκ.  Μαθαίνουν το << γνώθι >> τους, παίρνουν και δίνουν αρωμάδα στο διπλανό τους, συνειδητοποιούν τη φθορά τους, τη μιζέρια και τη μοναξιά τους, νιώθουν την αξία της αγράμπελης και του σπάρτου και χτίζουν τη δικιά τους πολιτεία τη << Μεθυσμένη πολιτεία >> τυλιγμένη στη ζεστή αντηλιά. 
                 Στη δική μας κοιμισμένη πολιτεία κανένας θίασος. Κανένας ανέραστος γυμνασιάρχης δεν ονειρεύεται να παντρευτεί τη Ρένα, ούτε και θεολόγος να τη δει τσίτσιδη στον ύπνο του.  Κανένας << Μπες >>  να την ποτίσει γάλα από την κατσίκα του, τρώγοντας με τα μάτια του το καμπυλόγραμμο κορμί της. Ούτε  κι ένας Παμεινώντας στο τρίτο του ούζο να φτύνει και να διώχνει τα πολιτικά βουβάλια που κοπρίζουν τους δρόμους της.   
         Στην αποδεκατισμένη πολιτεία μας βογκούν του κόσμου τα στοιχειά. Έμποροι ξερνούν χολές κατεβάζοντας ρολά, δανειολήπτες χαράζουν τις φλέβες τους για να πουλήσουν το αίμα τους, άνεργοι άντρες αποχωρίζονται τους όρχεις τους, {τι άντρες είναι χωρίς δουλειά;} συνταξιούχοι πένητες ξεκολλώνουν τις μουστάκες τους και στέλνουν τον Κολοκοτρώνη στο ανάθεμα που βρόντηξε το καριοφίλι και έδιωξε τον Τούρκο τον καλό. 
        Και ζούμε βίο σκότους με τη χύτρα μας να βράζει τοξικά δηλητήρια της Ευρωπαϊκής Τίγρης. Τις μέρες μας διπλωμένες από τον τσαλακωμένο μας καιρό. Στο βλέμμα μας να πληθαίνει το δάκρυ, τις λαχτάρες μας ταριχευμένες στους χαραγμένους αριθμούς των χαρατσιών. Κλεισμένοι στην καμαρούλα μας δίχως ηλεκτρικό, νερό και ζεστασιά. Με το πρωινό μας στέρφο, το βράδυ μας γύρω από ένα ξινισμένο γιαουρτάκι. Κι όλο το χρόνο μας μ’ ένα σχοινάκι ολόγυρα στο λαιμό που μας σφίγγει. Μας γίνεται θηλιά και μας πνίγει. Κι όλο μας πνίγει κι όλο μας σφίγγει. Κι όλο… όλο… όλο… μέχρι πότε; Άγιε Σώσιε βάλε το χέρι σου!   

ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΑ ΝΕΑ και ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Αρχειοθήκη ιστολογίου