Του Παν. Αντωνόπουλου
Με τα δάκρυα παγωμένα στις κόχες των ματιών,
τις γραμμές τού πόνου κόκκινες στο σώμα μας, εκείνα τα αμνημόνευτα χρόνια της
νιότης μας, αφήναμε το φως που έμπαινε χλωμό απ’ τα ανοιχτά παράθυρα και τρέχαμε
να συναντήσουμε το θρόνο μιας νύφης φύσης. Κι έτσι ζεστά που μας αγκάλιαζε και
γιάτρευε τις μοναχικές καρδούλες μας, σκόρπιζαν οι ωχρές έγνοιες μας, κοιμόνταν
οι συμφορές, το χώμα στη χούφτα μας έπαιρνε την όψη του χρυσού.
Αναβάτες στους δυο μας πήγασους, τον
Κίτσο και το Ντορή κάναμε τρέξιμο φτερωτό, φτάναμε στο φως των άστρων. Μ’ ένα
σάλτο βρισκόμαστε στη ράχη τους. Εκείνα χλιμίντριζαν, χτυπούσαν τα δυο
μπροστινά πόδια στο χώμα, χάιδευαν με τις ουρές τους τα θρεμμένα καπούλια τους και περίμεναν το σύνθημα.
Με του πτερνίσματος το πρόσταγμα κινούσαν, γίνονταν απειλή, τον άνεμο χτυπούσαν
σαν δαίμονες πυρροί.
Εντυπωσιακός ο στολισμός τους, φροντισμένα τα φανταχτερά μπιχλιμπίδια που έντυναν τα
γυμνασμένα τους μέλη. Πολύχρωμες χάντρες στο μέτωπο, καμπανίτσες πλεχτές στα χάμουρα
κι ένα κόκκινο χαϊμαλί στο στήθος για να τα φυλάει. Σαμάρια από ξύλο πελεκητό, κιλίμια
του αργαλειού, δερμάτινα καπίστρια και λουριά. Σκάλες σφυρηλατημένες στο χέρι,
κολιτσάκια φτιαγμένα στη φωτιά του σιδερά.
--- Καθίστε πάνω σαν ιππότες ευγενείς και όχι σαν ασιάτες πολεμιστές!
Δώστε το χάδι σας, αυτό ζητούν. Την υπεροψία σας τη μισούν! Θυμηθείτε πως έχετε
κάνει κατάληψη στη ράχη τους! μας έλεγε ο
πατέρας και τους απέδιδε χάδι στοργικό περνώντας το χέρι του στις λευκές τους
χαίτες.
Ο πατέρας είχε λόξα μεγάλη με το
πετάλωμα. Το λιωμένο πέταλο δεν το ήθελε
σε πόδι αλόγου. Έτρεμε μη χαλάσει η οπλή, έπαιρνε όψη δράκοντα σαν έβλεπε το άλογο κουτσό. Τότε
η ψυχοφθόρος οργή του ξεσπούσε άτεγκτη και ανελέητη επί της κεφαλής μας.
Και η ιππασία μάς άρεσε πολύ. Μας έτερπε
και μας συγκινούσε στο έπακρον. Πετούσαμε στον έβδομο ουρανό καλιασμένοι πάνω τους
πιάνοντας τα καπίστρια. Ζητωκραυγάζαμε όταν προσπερνούσαμε όνους και πόλους και
εκβάλαμε αναστεναγμούς όταν έφιπποι εμείς συναντούσαμε πεζοπορούσες κορασίδες.
Οι κοιλιές τους ήταν χορτασμένες, η βρώμη και το τριφύλλι δεν τους
έλειπε και ο ντορβάς τους φουσκωμένος. Τα καλοκαίρια τα ζεστά τούς παρείχαμε
δροσιά στον ίσκιο του πουρναριού, ξύστρισμα, περιποίηση και γυάλισμα των οπλών.
Κουρά στις χαίτες και στις ουρές.
Η φωνή τού πατέρα πάντα από ενδιαφέρον, μας ρωτούσε γελώντας:
--- Τα ταίσατε;
Παύαμε
το ξύστρισμα, κοιτάζαμε τις σφιχτοδεμένες σάρκες τους και του λέγαμε:
--- Ναι! Κοίτα τις κοιλιές τους πως
είναι πρησμένες!
Έσκυβε, στηριζόταν στα δυο άλογα, κοίταζε πέταλα και καρφιά, ψηλάφιζε με
τα δάχτυλα τα καπούλια τους, τα χάιδευε στις χαίτες και έριχνε το βλέμμα του
στη δημοσιά που στο τέλος της χανόταν η πηγή τού Αϊ- Γιάννη. Έσφιγγε ελαφρά τα
χείλη, σκεφτόταν κάτι και ρωτούσε με αστεϊσμό:
--- Τα
ποτίσατε;
---
Όχι ακόμη! Σε λίγο!
---
Καβαλάτε τα κι άστε σιγά – σιγά! Κοντεύει μεσημέρι θα διψάνε! μας παρότρυνε με
ανθισμένο λόγο και πιάνοντας τα χαλινάρια τους μας τα έδινε. Σκαρφαλώναμε στις
ράχες τους και ξεκινούσαμε. Εκείνος έπαιρνε θέση στον όχθο και περίμενε τον
καλπασμό τής επιστροφής μας. Χρόνια το έκανε αυτό να μας θαυμάζει να τρέχουμε
πάνω στα άλογα και καμάρωνε που έβλεπε μια τόση ζωντανή παράσταση από τους καβαλάρηδες
γιους του και τους δυο πήγασους.
Όταν
ξεδιψούσαν τα άλογα, τα βάζαμε στη γραμμή και τους ρίχναμε μια βιτσιά στα
καπούλια. Ξεκινούσαν σαν σίφουνες και κάλπαζαν με ασύγκριτη ορμή. Κολλημένοι
πάνω τους νιώθαμε τη δυνατή ριπή τού ανέμου να μας ανοίγει τα φτερά και νομίζαμε πως πετάμε!
Στο
τέρμα, ο πατέρας ερχόταν κοντά και χάιδευε τα δυο καταπονημένα ζώα που
ξεφυσούσαν φουσκωμένα και μου έλεγε, έχων σκοπό να με πειράξει:
---
Τα θαλάσσωσες στην αρχή γι’ αυτό ήρθες δεύτερος. Ο Ντορής τού αδερφού σου
ξεκίνησε σαν αστραπή ενώ ο δικός σου ο Κίτσος κόλλησε.
Ψιθυριστά και γλυκά και του ‘λεγα:
---
Δεν τα ‘παμε; Μία του και μία μου! Δε θα ‘ρχομαι εγώ πάντα πρώτος! Χτες ήρθα!
Έδειχνε δύσπιστος στα λόγια μου
και μου
απαντούσε για να με ειρωνευτεί:
--- Τα λες να δικαιολογηθείς!
Δεν είναι έτσι. Φταις που ήρθες στην
ουρά γιατί δεν ακούς τις ορμήνιες μου!
Τον κοιτούσα βαθιά μέσα στα ωχρά του μάτια και του ψιθύριζα:
--- Ποιες ορμήνιες σου;
--- Αυτές που σου έχω πει και τις ξεχνάς. Να μην κρατάς το άλογο στην
αρχή! Να το αφήνεις ελεύθερο να φεύγει σαν πουλί απ’ το κλουβί. Να μη σου γυρνά
μπρος πίσω χορεύοντας στα πόδια του! Σου τρώει χρόνο έτσι!
---
Κάποιο καρφί θα το’ χει πληγώσει! δικαιολογιόμουν και πηδούσα κάτω να του
κοιτάξω την οπλή.
---
Πάψε, ντε! Όλο τα ίδια λες! με απόπαιρνε κι έσκαγε τα γέλια για να προσθέσει με
τα μάτια του γεμάτους κυματισμούς:
---
Πρώτος ή δεύτερος δεν έχει σημασία! Η κούρσα σας ήταν λαμπρή, ευχή μου να
τρέχετε και οι τέσσερις, πολλούς χρόνους ακόμη!
Στον ίσκιο τού πουρναριού μετά πιάναμε μαζί του γλυκιά κουβέντα για λιμάνια,
παλικαράδες και κόσμους τριμμένους στον τροχό του καιρού.
= = =
Ζήσαμε μαζί με τούτους τους δυο πήγασους δέκα και παραπάνω χρόνια.
Γίναμε έφηβοι όταν τους αποχωριστήκαμε πηγαίνοντας στην πόλη για σπουδές και
δουλειά. Στο γυρισμό μας τους αναζητήσαμε. Όταν δεν τους είδαμε στο στάβλο, στο
χωράφι, στο πράσινο τριφύλλι και στην πηγή, το βλέμμα μας λεπίδι έσκισε την
καρδιά τού πατέρα. Ένα βράδυ μας ζύγωσε και κάτω από το φως του ωχρού φεγγαριού
μάς είπε τρίβοντας στη χούφτα του ένα σβώλο χώμα:
--- Πάνε τα άλογα μην τα
ψάχνετε! Δεν υπάρχουν! Τα ‘φαγε ο χρόνος. γέρασαν και ψόφησαν! Στο ρέμα είναι τα κόκαλά τους!
--- Τόση ήταν η γιορτή τους; είπα.
Ο αδελφός αμίλητος σφούγγισε ένα δάκρυ με
την κηλίδα του πόνου στο μάγουλό του.
Ο γέροντας σηκώθηκε και έφυγε για την αποθήκη. Γύρισε μ’ ένα πέταλο στο
χέρι. Μας το ‘δωσε λέγοντας με πόνο αψύ:
--- Να, ότι απόμεινε! Είναι του Ντορή! Ο χρόνος τ’ αφάνισε, τους ρήμαξε
νιότη και σφρίγος. Ψόφησαν και τα δυο μες στη γαλήνη του μεσημεριού και με τον ήλιο πάνω τους να
φτιάχνει κύκλους χρυσούς.
Μιλούσε
κι έτρεμε. Η φωνή του άκομψη και σβηστή, τα μάτια του υγρά και θολά.
Με τον αδερφό κινήσαμε για το δάσος. Κι εκεί αμίλητοι για πολλή ώρα ακούγαμε τις καρδιές μας που πήδαγαν άταχτες μες
στα στήθη μας.