Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Τελεσίδικη η απόφαση του επιθεωρητή. Του σκουριασμένου κρίκου της
μίζερης Δημοτικής Εκπαίδευσης. << Εκεί θα πας κι αν δε σου αρέσει
φύγε. Δε θα μου κηρύξεις τώρα ανταρτοπόλεμο σε ποιο χωριό θα σε στείλω!
>>
Η Ελλάδα τότε στην επαρχία θύμιζε Βενεζουέλα. Οι χαβαλέδες του ελληνικού κοινοβουλίου την είχαν ξεχάσει και το μόνο που τους έκαιγε ήταν οι εκλογές βίας και νοθείας κάθε τετραετίας.
Μπήκα σε φορτηγό κλούβα από την πόλη να πάω στο χωριό κι έκανα δώδεκα ώρες. Είχαμε τέσσερις βλάβες, κοιμόμαστε στα καφενεία ώσπου να ‘ρθει το ανταλλακτικό, η διαδρομή γεμάτη από εικόνες της κόλασης. Τους βοσκούς τους νομίζαμε για ληστές και τους κυνηγούς για ενόπλους κάποιας συμμορίας.
Σχολείο ερείπιο, πόρτες και παράθυρα σάπια, το κρύο να μπαίνει από τις χαραμάδες και να γίνεται μαχαίρι.
Με τάιζε η γειτόνισσα με ξερό άρτο, μπανιαριζόμουν σπανίως, αφόδευα
στο λόγγο σε τούρκικη τουαλέτα με τα κουνούπια γύρω μου σύννεφο. Γλίτωσα
σε εκείνο το κολαστήριο χάρη σ’ έναν αριστερό που μόλις είχε
αποφυλακιστεί και στο βιβλίο που μου έδωσε το << Μαουτχάουζεν
>> του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Το διάβαζα και το ξαναδιάβαζα τα βράδια
και σταματούσα το πρωί. Η φρίκη που έζησε ο συγγραφέας στο στρατόπεδο
συγκέντρωσης του Μαουτχάουζεν, η Μέδουσα που αντίκρισε όταν τον
κατέβασαν οι φρουροί του στον πάτο του πηγαδιού, η συντροφιά του με
πεθαμένους και τόσα άλλα που δεν τον λύγισαν αλλά τον έκαναν να ζήσει,
μ’ έκαναν και μένα να του μοιάσω και να ζήσω, να γλιτώσω από το κώνειο
που μου προσέφερε η Μέγαιρα πατρίς μου να πιω.
Όταν το έκλεινα δεν ξεχνούσα να επιστρέφω στην αρχή και
να διαβάζω δυο αποσπάσματα που είχε αντιγράψει και γράψει ιδιόχειρα
ένας αναγνώστης, του συγγραφέα το ένα, του Πρίμο Λέβι το άλλο και που
έλεγαν: <<… την τελευταία βδομάδα του Απρίλη είδαμε σωρούς χαρτιά
να καίγονται κοντά στη μεριά που ήταν τα εργαστήρια. Καίγανε τα αρχεία.
Εξαφανίζανε τους καταλόγους των ντουφεκισμένων, των σκοτωμένων με το
γκάζι, των πνιγμένων στο Γαλάζιο Δούναβη, των φαγωμένων από σκυλιά, των
ξεπνοϊσμένων από βασανιστήρια… >>
<<… ο φασισμός ήταν ακόμη παρών, αλλά κρυμμένος μέσα στο κουκούλι του. Προετοίμαζε την αλλαγή του για να εμφανιστεί ξανά με καινούριο πρόσωπο, μη αναγνωρίσιμο, πιο αξιοσέβαστο, προσαρμοσμένο στις καινούριες συνθήκες ενός κόσμου ο οποίος έβγαινε από την καταστροφή που ο ίδιος ο φασισμός είχε προκαλέσει… >>