Δεν πιάνει τόπο στην ελληνική αγορά εργασίας η πανεπιστημιακή εκπαίδευση σύμφωνα με τα τελευταία ευρήματα της ετήσιας έκθεσης του ΟΟΣΑ «Εducation at a Glance». Στόχος της έρευνας είναι η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών συστημάτων ανά τον κόσμο καθώς και των εργασιακών προοπτικών που αυτά δημιουργούν.
Πρώτο από τα αρνητικά στοιχεία της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι το ποσοστό ανεργίας αποφοίτων ΑΕΙ σε σύγκριση με αυτό των αποφοίτων λυκείου. Συγκεκριμένα, για την Ελλάδα τα ποσοστά αυτά εξισώνονται καθιστώντας το ελληνικό πτυχίο πανεπιστημίου αχρείαστο στη μάχη εξεύρεσης εργασίας. Βέβαια, αυτό που η έρευνα παραλείπει είναι το αν οι απασχολούμενοι απόφοιτοι ΑΕΙ και λυκείου έχουν και τις ίδιες απολαβές. Εκτός αυτού αξίζει να σημειωθεί ότι τα ποσοστά ανεργίας στην Ελλάδα είναι κάτω του μέσου όρου του ΟΟΣΑ και στις δύο κατηγορίες.
Ένα άλλο γνωστό «φαινόμενο» της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που επιβεβαιώνεται από την έρευνα είναι αυτό του «αιώνιου φοιτητή». Συγκεκριμένα, οι Έλληνες είναι οι πιο αργοί στην ολοκλήρωση των σπουδών τους με το ποσοστό αυτών που αποφοιτούν στην κανονική διάρκεια του πτυχίου να βρίσκεται κάτω του 20%.
Εκτός από την επιβεβαίωση των γνωστών προβλημάτων, η έκθεση φέρνει στο φως και άλλα λιγότερο γνωστά χαρακτηριστικά των ελληνικών ΑΕΙ. Ας σημειωθεί ότι τα ελληνικά πανεπιστήμια είναι τα μόνα μαζί με της Δανίας και της Φινλανδίας –δύο από τα πλέον επιτυχημένα συστήματα- που έχουν ιδιωτική χρηματοδότηση κάτω του 5%. Αυτό σίγουρα αφήνει στα ιδρύματα μεγαλύτερη ευελιξία σε σχέση με άλλα που έχουν ισχυρότερους δεσμούς με τις επιχειρήσεις. Από την άλλη όμως το ελληνικό κράτος είναι και μέσα στα 5 εκείνα που η χρηματοδότησή τους είναι κατευθυνόμενη και δεν βρίσκεται στην ευχέρεια των ιδρυμάτων. Σε συνδυασμό με το ότι πάνω από το 70% της χρηματοδότησης αυτής αφιερώνεται σε λειτουργικά έξοδα και αμοιβές προσωπικού, οι προοπτικές ανάπτυξης είναι περιορισμένες.
Στα θετικά πάντως, η Ελλάδα κατατάσσεται μαζί με τις Αυστραλία, Δανία, Φινλανδία, Ισλανδία, Σουηδία, Νορβηγία, Πολωνία και Σλοβενία στις λίγες χώρες που πάνω από 30% των ατόμων ηλικίας 20-29 σπουδάζουν. Το γεγονός αυτό δεν δείχνει μόνο την ευκολία πρόσβασης αλλά και το πώς οι Έλληνες αξιολογούν την πανεπιστημιακή εκπαίδευση.
Από τη μεριά των εκπαιδευτικών το βασικό συμπέρασμα είναι οι χαμηλές αμοιβές τους. Ένας καθηγητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με 15ετή υπηρεσία στην Ελλάδα παίρνει σχεδόν το ένα τρίτο απ’ ό,τι ένας συνάδελφός του στο Λουξεμβούργο και περίπου τα μισά από κάποιον στην Ελβετία , την Ν. Κορέα ή την Ιαπωνία. Τουλάχιστον, κατά μέσο όρο, οι Έλληνες εκπαιδευτικοί διδάσκουν από τις λιγότερες ώρες: 559 ετησίως σε αντίθεση με τους Αμερικάνους που διδάσκουν 1.080.
Καταλήγοντας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, εδώ η Ελλάδα παρουσιάζει καλύτερη εικόνα. Άνω του 30% η διαφορά στους αποφοίτους λυκείου των ηλικιακών γκρουπ 25-34 και 55-64. Η έρευνα συμπληρώνει πως, εφόσον η εκπαίδευση ευνοεί την απασχόληση, τέτοιες συνθήκες βοηθούν στη μείωση του κόστους της υπογεννητικότητας και της γήρανσης του πληθυσμού. Επιπλέον, η Ελλάδα είναι πια πρώτη μαζί με τη Γερμανία σε ποσοστά αποφοίτησης λυκείου που ξεπερνούν το 90%. Αυτό αποτελεί ίσως το πιο αισιόδοξο στοιχείο κοινωνικής προόδου αν κανείς το συγκρίνει με το 80% του 1995.
Δυστυχώς όμως, τα επιτεύγματα των ελληνικών σχολείων δεν εντυπωσιάζουν. Στον διαγωνισμό ΡΙSΑ οι Έλληνες 15χρονοι σκόραραν 473 βαθμούς, κάτω της βάσης των 500 και συγκεκριμένα 31οι στους 36. Εξίσου ανησυχητικό όμως είναι και το γεγονός ότι ανάμεσα στους Έλληνες μαθητές που πήραν μέρος, το 80% όσων τα πήγαν σχετικά καλά προέρχονταν από ανώτερες κοινωνικοοικονομικές τάξεις. Με άλλα λόγια, μπορεί όλοι πια να έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση μα η ποιότητά της κοστίζει.
www.tvxs.gr