Σε παράταση της προθεσμίας για την καταβολή των νέων τελών κυκλοφορίας των οχημάτων για το 2010, τα οποία οριστικοποιήθηκαν χθες, προσανατολίζεται η κυβέρνηση.
Συγκεκριμένα, η προμήθεια του ειδικού αυτοκόλλητου σήματος θα γίνει μέχρι το τέλος Ιανουαρίου, αντί τις 31ης Δεκεμβρίου όπως ίσχυε μέχρι και πέρυσι.
Τα νέα τέλη κυκλοφορίας χωρίζονται σε τέσσερις κατηγορίες ανάλογα με την παλαιότητα του οχήματος (κλάσεις Α, Β, Γ και Δ), όπως προέβλεπε και η ρύθμιση Σουφλιά. Ωστόσο, η νέα κυβέρνηση μειώνει περισσότερο το ύψος των τελών που θα πληρώσουν οι κάτοχοι οχημάτων έως 1.400 κ.εκ. και αυξάνει πιο πολύ τα τέλη για τα οχήματα άνω των 2.000 κ.εκ. Υπενθυμίζεται ότι οι ιδιοκτήτες αυτοκινήτων άνω των 1.929 κ.εκ., εκτός από τα νέα τέλη κυκλοφορίας, θα κληθούν να πληρώσουν και το ειδικό ετήσιο τέλος, το οποίο κυμαίνεται από 150 έως 650 ευρώ, ανάλογα με τον κυβισμό του αυτοκινήτου.
Στο μεταξύ, όσον αφορά το θέμα της απόσυρσης των οχημάτων, το βέβαιο είναι ότι θα μειωθεί το μπόνους των 1.000 ευρώ που προέβλεπε η ρύθμιση Σουφλιά.
Ειδικότερα για την Αττική (ίσως και για τη Θεσσαλονίκη), θα προβλέπεται ότι αντί του ποσού των 1.000 ευρώ, τώρα θα δίδονται μόνο 500 ευρώ, ενώ στον αγοραστή του νέου οχήματος (πιθανότατα έως 1.400 κ.εκ.) θα χορηγούνται και δύο ετήσιες κάρτες απεριορίστων διαδρομών για τις αστικές συγκοινωνίες. Μέχρι χθες δεν είχε αποσαφηνιστεί εάν το ποσό των 1.000 ευρώ θα δίδεται κανονικά σε όσους αποσύρουν οχήματα και αγοράζουν καινούργια εκτός της Αττικής.
Στοπ στα πανωτόκια σε στεγαστικά, καταναλωτικά δάνεια και κάρτες βάζει νομοσχέδιο που ετοιμάζει η κυβέρνηση για την προστασία του καταναλωτή από καταχρηστικές πρακτικές των τραπεζών.
Το νομοσχέδιο, το οποίο επεξεργάζεται το υπουργείο Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και πρόκειται να κατατεθεί στη Βουλή έως τα Χριστούγεννα, θα απαγορεύει στις τράπεζες να προχωρούν σε ανατοκισμό των χρεών των δανειοληπτών από πιστωτικές κάρτες, καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια, όταν καθυστερούν την αποπληρωμή τους. Σήμερα οι τράπεζες από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης πληρωμής της δόσης του δανείου προχωρούν στην επιβολή τόκου υπερημερίας (2%) και στη συνέχεια ανά τακτά χρονικά διαστήματα και εφόσον δεν εξυπηρετείται το δάνειο προχωρούν σε ανατοκισμό. Δηλαδή, κεφαλαιοποιούν τους τόκους, επί των οποίων συνεχίζουν να τρέχουν οι συμβατικοί τόκοι και οι τόκοι υπερημερίας.
Πρόκειται για πρακτική που έχει οδηγήσει σε υπερχρέωση χιλιάδες δανειολήπτες που βρέθηκαν ξαφνικά να χρωστούν στις τράπεζες υπέρογκα ποσά, πολύ μεγαλύτερα από την αρχική οφειλή που δεν εξυπηρετούσαν. Ακόμη και οι δύο νόμοι της προηγούμενης κυβέρνησης που αφορούσαν ρυθμίσεις χρεών από πανωτόκια δεν αντιμετώπισαν το πρόβλημα.
Το νομοσχέδιο βρίσκεται στις άμεσες προτεραιότητες της υπουργού Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας κ. Λούκας Κατσέλη και, όπως λένε κύκλοι του υπουργείου, θα συμπληρώνει το νομοσχέδιο που ήδη έχει τεθεί σε δημόσια διαβούλευση για την υπερχρέωση των νοικοκυριών. Οι ίδιοι κύκλοι προσέθεταν ότι «δεν είναι δυνατόν οι απαιτήσεις των δανειστών να οδηγούν σε εξόντωση τους δανειολήπτες».
Στοπ στον ανατοκισμό
Ήδη, στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. απαγορεύεται ο ανατοκισμός (δηλαδή οι τόκοι επί των τόκων). Σύμφωνα με πληροφορίες, πρόθεση είναι στο νομοσχέδιο να συμπεριληφθεί ρύθμιση με την οποία θα απαγορεύεται οι συνολικές όφειλες δανειοληπτών καταναλωτικών δανείων, πιστωτικών καρτών και στεγαστικών δανείων πρώτης κατοικίας να υπερβούν το διπλάσιο του ύψους του δανείου. Σκοπός του υπουργείου, όπως διευκρινίζεται, δεν είναι η ρύθμιση παλαιών χρεών από πανωτόκια. Οι οφειλές που έχουν καταβληθεί και μπορεί να υπερβαίνουν το διπλάσιο της ληξιπρόθεσμης οφειλής του δανειολήπτη δεν θα μπορούν να διεκδικηθούν από τον δανειολήπτη.
Επιτόκια με διαφάνεια
Το υπουργείο Οικονομίας εξετάζει επίσης ρύθμιση με στόχο τη διαφάνεια στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται το κυμαινόμενο επιτόκιο από τις τράπεζες. Οι τελευταίες θα υποχρεούνται να μειώνουν το κυμαινόμενο επιτόκιο σε δάνεια και κάρτες όταν μειώνεται το επιτόκιο βάσης (παρεμβατικά επιτόκια της ΕΚΤ ή διατραπεζικό επιτόκιο Εuribor), κάτι που δεν συμβαίνει σήμερα σε καταναλωτικά δάνεια και κάρτες. Σήμερα, οι όροι που περιλαμβάνονται στις δανειακές συμβάσεις των τραπεζών θέτουν στην πλειοψηφία τους αόριστα κριτήρια, με αποτέλεσμα να μη μειώνουν τα επιτόκια σε κατηγορίες δανείων, ακόμα και αν τα επιτόκια βάσης έχουν μειωθεί.
Χαρακτηριστικό είναι ότι τα επιτόκια δανεισμού για κάρτες και καταναλωτικά δάνεια στην Ελλάδα παρουσιάζουν μεγάλες αποκλίσεις σε σχέση με τον μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης. Για παράδειγμα, τον Αύγουστο το μέσο επιτόκιο καταναλωτικών δανείων στην Ελλάδα ήταν 8,36% ενώ στην Ε.Ε. 7,96% και των πιστωτικών καρτών ήταν, αντίστοιχα, 14,46% και 9,93%. Με τη συγκεκριμένη διάταξη το υπουργείο Οικονομίας θα επιχειρήσει να εξασφαλίσει ότι οι τράπεζες θα μειώνουν τα επιτόκια δανείων όταν το κόστος του χρήματος ακολουθεί πτωτική πορεία λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τις συνθήκες της χρηματαγοράς και το κόστος του χρήματος για την ίδια την τράπεζα. Όπως λένε πηγές του υπουργείου Οικονομίας, η ρύθμιση θα έχει ευέλικτο και μη μόνιμο χαρακτήρα, και σε καμία περίπτωση τα χαρακτηριστικά ενός αυστηρού πλαφόν, καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο με δεδομένους τους όρους ελεύθερης αγοράς με τους οποίους διαμορφώνονται τα τραπεζικά επιτόκια διεθνώς. Για τον λόγο αυτό, στα σχέδια του υπουργείου είναι να θεσπισθεί ένας ο μηχανισμός καθορισμού των επι τοκίων με συγκεκριμένα κριτήρια, τα οποία είναι υπό εξέταση.
Επίσης, εξετάζεται η δυνατότητα υποχρέωσης των τραπεζών να ενημερώνουν εγγράφως τους οφειλέτες τους για οποιαδήποτε τροποποίηση του κυμαινόμενου επιτοκίου του δανείου τους, ενώ τυχόν παράλειψη της τράπεζας να προχωρήσει σε μείωση επιτοκίου όταν συντρέχουν οι σχετικοί λόγοι θα δίνει στον δανειολήπτη τη δυνατότητα να αξιώνει δικαστικώς τη μείωσή του, καθώς και αποζημίωση.
Οι καταγγελίες συμβάσεων
Με το νομοσχέδιο προωθείται επίσης διάταξη που θα θέτει συγκεκριμένες προϋποθέσεις στις τράπεζες όταν προχωρούν σε καταγγελίες συμβάσεων καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων. Στις σκέψεις του υπουργείου Οικονομίας είναι στις περιπτώσεις των καταναλωτικών δανείων η καταγγελία από την τράπεζα, δηλαδή η απαίτηση του ποσού από τον δανειολήπτη, να γίνεται όταν υπάρχει καθυστέρηση καταβολής των δόσεων τουλάχιστον για 4 μήνες, ενώ για τα στεγαστικά τουλάχιστον 8 μήνες. Σήμερα η τράπεζα έχει το δικαίωμα να καταγγέλλει μια σύμβαση από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης. Και στις δύο περιπτώσεις θα πρέπει να έχει προηγηθεί έγγραφη ενημέρωση του δανειολήπτη. Η διάταξη αυτή έχει σκοπό την προστασία των καταναλωτών που αντιμετωπίζουν πρόσκαιρη αδυναμία πληρωμών, ενώ οι προϋποθέσεις αλλά και ο χρόνος θα οριστικοποιηθούν έπειτα από δημόσια διαβούλευση με τις τράπεζες και άλλους φορείς.
Δικαίωμα υπαναχώρησης
Ακόμη, οι δανειολήπτες θα έχουν το δικαίωμα της υπαναχώρησης εντός προθεσμίας 14 ημερών από συμβάσεις καταναλωτικής πίστης στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει εμπράγματη εξασφάλιση για την τράπεζα (δηλαδή εγγραφή υποθήκης ή προσημείωση). Έτσι, δίδεται πρόσθετο χρονικό περιθώριο για επαναξιολόγηση της σύμβασης. Κάτι ανάλογο ισχύει σήμερα στις συμβάσεις ασφαλιστικών προϊόντων.
ΤΑ ΝΕΑ