Σε σύνολο 596.964 φοιτητών και σπουδαστών της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης οι 303.026 είναι εγγεγραμμένοι πέραν των κανονικών εξαμήνων φοίτησης. Με λίγα λόγια, σε κάθε 10 «ενεργούς» φοιτητές ΑΕΙ- ΤΕΙ αντιστοιχούν άλλοι 10 που έχουν καθυστερήσει τις σπουδές τους [...]
Oι εγγεγραμμένοι φοιτητές των Πανεπιστημίων και των ΤΕΙ της χώρας μας είναι 596.964 σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία (ΕΣΥΕ). Οι 367.034 φοιτούν στα Πανεπιστήμια και οι 229.930 στα ΤΕΙ. Ωστόσο από το σύνολο αυτό περίπου το 51% χαρακτηρίζονται ως «μη ενεργοί», καθώς βρίσκονται πέραν των κανονικών χρόνων φοίτησης, είτε έχουν καθυστερήσει να πάρουν το πτυχίο τους είτε έχουν εγκαταλείψει οριστικά τις σπουδές τους...
Το ζήτημα της καθυστέρησης των σπουδών είναι βεβαίως σοβαρό γιατί οι αριθμοί είναι συντριπτικοί. Ωστόσο τα πράγματα γίνονται ανησυχητικά αν κανείς «φωτίσει» μια πλευρά η οποία μένει συνήθως αθέατη, καθώς δεν καταγράφεται πουθενά. Αναφερόμαστε στην οριστική εγκατάλειψη των σπουδών, που όλα δείχνουν ότι αφορά σημαντικό τμήμα του φοιτητικού πληθυσμού.
Την περίοδο 2002/03- 2005/06 κατά μέσο όρο ο συνολικός αριθμός των εισακτέων στα Πανεπιστήμια ήταν περίπου 40.000 ετησίως. Τέσσερα χρόνια αργότερα, την περίοδο 2006- 2008, ο αριθμός των πτυχιούχων ήταν κατά μέσο όρο 33.000 ετησίως. Αυτό σημαίνει ότι περίπου 7.000 φοιτητές εγκαταλείπουν κάθε χρόνο τις σπουδές τους οριστικά. Ουσιαστικά περίπου το 17% όσων πετυχαίνουν την εισαγωγή τους κάθε χρόνο στα ΑΕΙ δεν αποφοιτούν ποτέ.
Καθόλου καλύτερα, βέβαια, δεν είναι τα πράγματα στα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΤΕΙ). Εδώ οι αναλογίες είναι εκρηκτικές. Ενώ ο αριθμός των εισακτέων την περίοδο 2002/03-2005/06 ήταν κατά μέσο όρο 40.000 ετησίως, τέσσερα χρόνια αργότερα, την περίοδο 2006- 2009, ο αριθμός των πτυχιούχων ήταν κατά μέσο όρο 18.000 ετησίως.
Η ανισότητα των ευκαιριών
Επειδή η ισότητα ή η ανισότητα των ευκαιριών στην εκπαίδευση σε καμιά περίπτωση δεν περιορίζεται μόνο στην πρόσβαση στο πανεπιστήμιο και επειδή η παράταση, καθυστέρηση ή εγκατάλειψη των σπουδών αφορά, όπως είδαμε παραπάνω, ένα μεγάλο μέρος του φοιτητικού πληθυσμού, με αυξητικές μάλιστα τάσεις, είναι αναγκαίο να ανιχνεύσουμε σε ποιο κοινωνικοοικονομικό «έδαφος» λιπαίνεται το φαινόμενο αυτό. Αναφερόμαστε δηλαδή στις αιτίες οι οποίες σε καμιά περίπτωση δεν αποτυπώνονται στα στατιστικά στοιχεία της ΕΣΥΕ, ενώ παράλληλα παραβλέπονται από τα «ρεπορτάζ» εκείνα που επικεντρώνουν στους «τεμπέληδες φοιτητές- βαρίδια για την ελληνική Τριτοβάθμια Εκπαίδευση».
Να σημειώσουμε, κατ΄ αρχήν, ότι η καθυστέρηση ή εγκατάλειψη των σπουδών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης δεν είναι ίσα κατανεμημένη στα τμήματα ΑΕΙ- ΤΕΙ. Σύμφωνα με τον πανεπιστημιακό Γιώργο Σταμέλο, ο οποίος μελέτησε «τη ροή του Ελληνικού Εκπαιδευτικού Συστήματος», τα μεγαλύτερα ποσοστά των λεγόμενων «μη ενεργών» φοιτητών παρουσιάζονται σε σχολές με λαϊκότερη κοινωνική σύνθεση και αμφίβολες επαγγελματικές προοπτικές (π.χ. στο Πάντειο, στα περισσότερα ΤΕΙ, σε πολλές θεωρητικές σχολές κ.λπ.). Πραγματικά αν εξετάσουμε την κοινωνική σύνθεση του φοιτητικού πληθυσμού θα διαπιστώσουμε ότι σε εκείνες τις σχολές στις οποίες παρουσιάζονται μεγάλα ποσοστά καθυστέρησης ή εγκατάλειψης των σπουδών υπάρχει μια υπεραντιπροσώπευση των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων, ενώ αντίθετα στις υπόλοιπες σχολές (π.χ. ΕΜΠ, Ιατρική κ.λπ.) υπάρχει μια υπεραντιπροσώπευση των ευνοημένων κοινωνικών στρωμάτων.
Εργάζονται οι 40 στους 100
ΕΡΕΥΝΑ που έγινε το 2008 για λογαριασμό του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου «ανέβαζε» το ποσοστό των φοιτητών που εργάζονταν μόνιμα ή περιστασιακά στο 42,4%. Σύμφωνα πάλι με στοιχεία μεγάλης εταιρείας ευρέσεως εργασίας, το 40% των ανθρώπων που προσπαθούν να βρουν δουλειά είναι φοιτητές. Σε έρευνα δική μας σε 300 φοιτητές του Παντείου Πανεπιστημίου (ΜάρτιοςΜάιος 2009) το 13% δήλωσε ότι εργάζεται σχεδόν μόνιμα με την εισαγωγή του στο Πανεπιστήμιο, ενώ περίπου 37% δήλωσε ότι εργάζεται περιστασιακά «για να καλύψει τα έξοδά του- να μην επιβαρύνει την οικογένεια που δεν μπορεί να αντεπεξέλθει».
Η αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους σπουδών- που ξεπερνάει για τον φοιτητή που σπουδάζει εκτός περιοχής κατοικίας τις 8.000-9.000 ευρώ ετησίως - σε συνδυασμό με την ανεύρεση εργασίας παράλληλα με την όχι πάντα επιτυχή προσπάθεια παρακολούθησης των μαθημάτων, αλλά και ο σχετικός ρόλος του πτυχίου των παραπάνω σχολών στη μελλοντική επαγγελματική πορεία των αποφοίτων σε συνδυασμό με την εσωτερίκευση των αμφίβολων επαγγελματικών προοπτικών, είναι πολύ πιθανό να εκκολάπτουν την καθυστέρηση ή την εγκατάλειψη των σπουδών για εκείνο το μέρος του φοιτητικού πληθυσμού για το οποίο αφενός οι παρατεταμένες σπουδές κοστίζουν ακριβά, αφετέρου η είσοδος στην παραγωγή και η πρόωρη επαγγελματοποίηση μετατρέπεται σε αναπόφευκτη στρατηγική επιβίωσης ανατρέποντας έτσι την προοπτική ολοκλήρωσης των σπουδών.