Ο Άρειος Πάγος με την υπ΄ αριθμ. 26/2010 απόφασή του, δεχόμενος την εισήγηση του αρεοπαγίτη Δ. Τίγγα, απέρριψε αίτηση της Αγροτικής Τράπεζας που ζητούσε να αναιρεθεί απόφαση του Εφετείου με την οποία είχε δικαιωθεί αγρότης που είχε πάρει δάνειο από την εν λόγω Τράπεζα. Η απόφαση του Αρείου Πάγου ερμηνεύοντας την ισχύουσα νομοθεσία καθορίζει ευνοϊκό τρόπο υπολογισμού των δανειακών ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων των αγροτών προς την Αγροτική Τράπεζα.
Η δικαστική απόφαση αναφέρει ότι «προκειμένου για οφειλές κατά κύριο επάγγελμα αγροτών, οι οποίες είναι σχετικές με την επαγγελματική τους δραστηριότητα και έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000, τότε το συνολικό ύψος τους υπολογίζεται στο διπλάσιο του συνολικού κεφαλαίου που έχει ληφθεί με ένα ή περισσότερα δάνεια, τα οποία συνυπολογίζονται και δεν γίνεται ιδιαίτερος υπολογισμός της οφειλής για το καθένα χωριστά»...
Να σημειωθεί ότι ο Ν. 3259/2004 καθορίζει τον τρόπο εξόφλησης των ληξιπρόθεσμων χρεών των αγροτών και η Αγροτική Τράπεζα συνυπολογίζει αθροιστικά το σύνολο των δανείων που είχε ο κάθε αγρότης και όχι χωριστά το καθένα, όπως έκρινε ο ¨Άρειος Πάγος. Με το νόμο αυτό επανακαθορίστηκαν τα δάνεια των αγροτών.
Η αρεοπαγιτική απόφαση απέρριψε ως αβάσιμο τον αναιρετικό ισχυρισμό της Τράπεζας ότι το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 39 του Ν. 3259/2004 και δέχθηκε ότι για τις περισσότερες της μιας δανειακές υποχρεώσεις των αγροτών προς την εν λόγω Τράπεζα από αγροτικά δάνεια, υπαγόμενα στις ρυθμίσεις του Ν. 3259/2004, εσφαλμένως υπολογίσθηκε ως ανώτατο όριο το σύνολο του κεφαλαίου όλων των δανείων, ενώ έπρεπε να γίνει ιδιαίτερος για τον καθένα από αυτά υπολογισμός.