Ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Αθαν. Κατσιρώδης, σε εγκύκλιό του προς τους εισαγγελείς Εφετών της χώρας αναφέρει ότι οι προανακριτικές έρευνες σε βάρος αστυνομικών ύστερα από καταγγελίες πολιτών για κακομεταχείριση δεν πρέπει να γίνονται από αστυνομικούς, αλλά από εισαγγελικούς λειτουργούς.
Ειδικότερα, στην εγκύκλιο αναφέρεται:
«Κατά καιρούς διάφοροι κρατούμενοι σε Αστυνομικά Τμήματα καταγγέλλουν τους αστυνομικούς ότι παραβαίνουν τα καθήκοντά τους στα πλαίσια της αστυνομικής προανακριτικής διαδικασίας». Επίσης, «μερικές φορές καταγγέλλουν ότι αστυνομικοί τους κακομεταχειρίζονται προκειμένου να τους εξαναγκάσουν να ομολογήσουν διάφορα εγκλήματα για τα οποία έχουν προσαχθεί στα αστυνομικά καταστήματα ή στα πλαίσια υπερβάλλοντος ζήλου κατά την σύλληψή τους». Οι καταγγελίες αυτές συνήθως ερευνώνται από άλλους αστυνομικούς που υπηρετούν στο ίδιο αστυνομικό κατάστημα, αναφέρει ο Κατσιρώδης και συνεχίζει: «Η τακτική αυτή πρέπει να αποφεύγεται γιατί είναι αντίθετη με την αρχή της αμεροληψίας που διέπει το δικονομικό μας σύστημα σε όλα της τα στάδια. Η αρχή αυτή κατοχυρώνεται επίσης τόσο από το α. 6 παρ. 1α της ΕΣΔΑ όσο και από το α. 14 παρ. 1 εδαφ. δ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα το οποίο έχει κυρωθεί με τον Ν. 2462/1997».
Στη συνέχεια, ο αντεισαγγελέας Α.Π. αναφέρει: «Σε περιπτώσεις τέτοιων καταγγελιών σε βάρος αστυνομικών πρέπει να ενημερώνεται άμεσα ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών ο οποίος θα μεριμνά ώστε αυτές να ερευνώνται ανάλογα με την βαρύτητά τους είτε από τον ίδιο ή από κάποιον αντεισαγγελέα Πρωτοδικών είτε από άλλες δικαστικές ανακριτικές αρχές όπως είναι οι Πταισματοδίκες και οι Ειρηνοδίκες.
Η άποψή μας αυτή δεν σημαίνει ότι περιορίζεται η αρμοδιότητα του Τμήματος Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ. να ερευνά αντίστοιχες καταγγελίες επειδή η υπηρεσία αυτή επεμβαίνει μεθοδικά για καταγγελίες σε βάρος αστυνομικών που δεν υπηρετούν σ' αυτή».
Η εγκύκλιος αυτή κοινοποιήθηκε και στους Αστυνομικούς Διευθυντές.