Στο εσωτερικό του ξενοδοχείου Maxim’s, στο κέντρο του Γιοχάνεσμπουργκ, η νύχτα έχει ήδη έρθει. Οι πελάτες κάθονται στο μπαρ, τα κορίτσια χαριεντίζονται με τους επισκέπτες, τα κορμιά λικνίζονται με τη μουσική house που παίζει το cd player. Υστερα έρχεται το τέταρτο των slows. Νομίζει κανείς ότι είναι Σάββατο βράδυ. Αλλά είναι Δευτέρα, και είναι μεσημέρι. Η “Beauty” εργάστηκε σ’αυτόν τον οίκο ανοχής πάνω από δέκα χρόνια. Στα 38 της χρόνια, έχει αφήσει πια αυτή τη δουλειά και συμβουλεύει τις πόρνες της γειτονιάς για το AIDS. Όταν βλέπει όμως τον τραπεζικό της λογαριασμό να αδειάζει, και συμβαίνει το ίδιο και με το ψυγείο της, θυμάται τα παλιά. Μερικά βράδυα την εβδομάδα επιστρέφει στο Maxim’s, παραγγέλνει μια μπύρα και ονειρεύεται την εποχή που οι άντρες έρχονταν να της μιλήσουν. Οι «καινούργιες», με μίνι και ντεκολτέ, τη σπρώχνουν ή, στην καλύτερη περίπτωση, τη χαιρετούν από μακρυά. Οι άντρες δεν την κοιτάζουν πια.
Στο Maxim’s εργάζονται περισσότερα από 200 κορίτσια, που νοικιάζουν τα δωμάτια των 15 τετραγωνικών. Μόνο στη συνοικία Hillbrow υπάρχουν πάνω από 25 οίκοι ανοχής. Ολοι παράνομοι. Ολοι προστατευμένοι από μια διεφθαρμένη αστυνομία.
Την εποχή του απαρτχάιντ, το κέντρο του Γιοχάνεσμπουργκ ήταν μια σικ περιοχή. Μετά το 1990, οι Μαύροι έλαβαν άδεια να εγκατασταθούν στην πόλη και οι Λευκοί έφυγαν, εγκαταλείποντας τα όμορφα κτίρια της βικτωριανής εποχής. Τα ξενοδοχεία των τεσσάρων αστέρων κατελήφθησαν και πολλά μετατράπηκαν σιγά-σιγά σε οίκους ανοχής, υπό τον έλεγχο της ρωσικής και νιγηριανής Μαφίας.
Στο Maxim’s, τίποτα δεν θυμίζει την παλιά ρεσεψιόν. Η αίθουσα του πρωινού έχει μετατραπεί σε μπουατ. Η Beauty πρωτοήρθε εδώ το 1998. Μια παιδική της φίλη ήρθε και τη βρήκε στο χωριό της και της υποσχέθηκε ότι στην οικονομική πρωτεύουσα της χώρας μπορούσαν να βγάλουν πολλά λεφτά. Ο γιος της ήταν 4 μηνών. Επρεπε να τον ταϊσει. Ο πατέρας του είχε εξαφανιστεί. «Δεν είχα ποτέ φορέσει τακούνια ούτε μίνι», λέει στην απεσταλμένη της Λιμπερασιόν. «Δεν είχα δει ποτέ στη ζωή μου προφυλακτικό. Καταλαβαίνετε τη σκηνή. Ερχόμουν κατευθείαν από το χωριό μου…»
Η Beauty θυμάται τον πρώτο της πελάτη, έναν ταξιτζή που έμεινε στο κρεβάτι της όλη τη μέρα. «Ηταν πολύ όμορφος. Μου έδωσε 600 ραντ (60 ευρώ) και σκέφτηκα ότι με τα χρήματα αυτά μπορούσα να γυρίσω στο χωριό μου. Αλλά οι φίλες μου μου είπαν ότι θα ήταν έτσι κάθε μέρα. Κι έτσι έμεινα».
Η Yolande βγάζει ως και 40.000 ραντ (4.000 ευρώ) τον μήνα, και με τα χρήματα αυτά μένει σε μια καλή γειτονιά της Πρετόρια. Πληρώνεται 600 ραντ την ώρα και δέχεται τους πελάτες στο σπίτι της. Το τηλέφωνό της δεν σταματά να κτυπά. «Κατάγομαι από μια οικογένεια υπερσυντηρητικών αφρικάνερ. Ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν 16 χρονών. Δεν είχαμε τίποτα. Η μητέρα μου δεν είχε δουλέψει ποτέ. Ημασταν οι πιο φτωχοί από τους φτωχούς». Τον πρώτο της πελάτη δεν τον θυμάται, είχε πιει πολύ. Πριν από αυτόν δεν είχε γνωρίσει παρά έναν άνδρα, τον πατέρα του παιδιού της. «Ο ιδιοκτήτης του κλαμπ όπου δούλευα μας υποχρέωνε να κοιμόμαστε με όλους τους πελάτες, ακόμη και τους μαύρους. Ηταν φοβερό».
Εκείνο το μεσημέρι της Δευτέρας σταμάτησε μπροστά στο Maxim’s ένα περιπολικό. Τρεις ένστολοι χαιρέτισαν τους φύλακες και χώθηκαν στο ξενοδοχείο. Σύμφωνα με τα κορίτσια, μία με δύο φορές τον χρόνο οι αστυνομικοί τους ζητούν από 250 ραντ στην καθεμιά για να μην τις ενοχλούν. Αν δεν έχουν αρκετά χρήματα, τις κτυπούν ή τις βιάζουν. Η Beauty αγωνίζεται εδώ και τρία χρόνια για να γίνει νόμιμο το επάγγελμα, αλλά χωρίς επιτυχία. Μέχρι πριν από λίγους μήνες ήλπιζε ότι το Μουντιάλ θα συνέβαλλε στην αλλαγή της νομοθεσίας. Ότι τουλάχιστον η κυβέρνηση θα θέσπιζε κάποιες «κόκκινες συνοικίες», όπου οι γυναίκες θα μπορούσαν να συναντούν τους φιλάθλους με ασφάλεια. Αλλά τίποτα τέτοιο δεν συνέβη. Και δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς τους τουρίστες να επισκέπτονται την πιο επικίνδυνη περιοχή της χώρας, γεμάτη με εμπόρους ναρκωτικών, για να κοιμηθούν με μια πόρνη.
«Όλα τα κορίτσια μιλούν γι’αυτό το καταραμένο παγκόσμιο κύπελλο», λέει η Beauty. «Θα δείτε όμως πως όταν τελειώσει, δεν θα έχει αλλάξει τίποτα γι’αυτές».
(Πηγή: Liberation)