Η οικονομική κρίση οδηγεί το τελευταίο διάστημα πολλούς νέους στην Εκκλησία, όχι για προσευχή και εξομολόγηση αλλά για... πρόσληψη, αφού οι κληρικοί είναι δημόσιοι υπάλληλοι, κάτι που εξασφαλίζει τουλάχιστον τη μονιμότητα και έναν μικρό μισθό. Ομως, η ιεροσύνη δεν δημιουργήθηκε για την πάταξη της ανεργίας και επιπλέον πριν εκδηλώσετε την επιθυμία να γίνετε παπάδες, ρωτήστε τη... γυναίκα σας! Πράγματι, τους τελευταίους μήνες σε κάποιες μητροπόλεις παρατηρείται κινητικότητα από αρκετούς νέους οι οποίοι ζητούν να πληροφορηθούν τα «πώς και τι» της ιεροσύνης. Δηλαδή, αν μπορούν να γίνουν ιερείς, τι πρέπει να κάνουν και πόσος είναι ο μισθός. «Προ ημερών ήρθαν δύο νέα παιδιά, 27-28 ετών, πτυχιούχοι πανεπιστημιακών σχολών, και ζητούσαν πληροφορίες για το πώς μπορούν να γίνουν ιερείς και τι μισθό θα παίρνουν» μας λέει ιερέας και συνεχίζει: «Τα παιδιά δεν μου έκρυψαν ότι ο λόγος είναι κυρίως οικονομικός, αφού αναζητούν δουλειά επί τρία χρόνια χωρίς αποτέλεσμα». Από τη στιγμή που κάποιος θα χτυπήσει την πόρτα της Εκκλησίας για να διακονήσει από τη θέση του ιερέα την Ορθόδοξη πίστη, θα πρέπει να τηρεί κάποιες προϋποθέσεις. Ο υποψήφιος ιερέας πρέπει να διαθέτει σύνεση, αυτοθυσία, κλίση προς την ιεροσύνη, σεμνότητα, επαρκή μόρφωση, διδακτική ικανότητα αλλά και σωματική και πνευματική υγεία για να μπορέσει να ανταποκριθεί στα πολλαπλά ιερατικά καθήκοντά του. Πολύ βασικό είναι να έχει τη συμμαρτυρία του πνευματικού του, δηλαδή συστάσεις από τον ιερέα της ενορίας του, να έχει λευκό ποινικό μητρώο, να έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές υποχρεώσεις του και, αν είναι έγγαμος, να έχει γραπτή συγκατάθεση της συζύγου του, της μέλλουσας πρεσβυτέρας, η οποία δεν πρέπει να έχει άλλον γάμο στο ενεργητικό της. «Υπήρχε περίπτωση νεαρού που επιθυμούσε να γίνει ιερέας, αλλά η σύζυγός του δεν ήθελε ούτε να το ακούσει. Η επιμονή του νεαρού είχε αποτέλεσμα το διαζύγιο» μας εκμυστηρεύεται ιερέας. Επίσης, δεν θα πρέπει ο υποψήφιος να είναι διαζευγμένος ή παντρεμένος δύο φορές και φυσικά να μην έχει τελέσει πολιτικό γάμο. Σε ό,τι αφορά την ηλικία, υπάρχει κανονισμός αλλά δεν τηρείται από καμία μητρόπολη. Αυτές είναι οι προϋποθέσεις που πρέπει να έχει υπ’ όψιν του ο υποψήφιος. Θα πρέπει να συναντηθεί αρκετές φορές με τον μητροπολίτη, με τον οποίο θα συζητήσει για τους λόγους που επιθυμεί να γίνει ιερέας. Στη συνέντευξη, για να χρησιμοποιήσουμε κοσμικό όρο, θα κριθεί αν το όνειρο του υποψηφίου γίνει πραγματικότητα. Αν ο δεσπότης αντιληφθεί ότι ο λόγος είναι καθαρά οικονομικός, τότε ο υποψήφιος -που θα πρέπει να είναι πάνω από είκοσι ετών- δεν έχει μέλλον στον Οίκο του Θεού. Αν όμως ο δεσπότης διακρίνει ότι ο υποψήφιος έχει τη φλόγα της ιεροσύνης μέσα του, τότε ορίζει ημέρα χειροτονίας σε διάκονο. Αμέσως αποστέλλονται τα χαρτιά του στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, γίνεται δεκτός ο διορισμός του ως δημόσιος υπάλληλος στη συγκεκριμένη μητρόπολη και από τη στιγμή εκείνη αρχίζει να «τρέχει» ο μισθός. Ο βασικός μισθός είναι περίπου 650 ευρώ, ενώ με δύο παιδιά μπορεί να φτάσει στα 800 ευρώ. Ετσι, και οι διάκονοι, οι κληρικοί του πρώτου βαθμού της ιεροσύνης, ανήκουν στη γενιά των 600 ή των 800 ευρώ, αλλά με την παρούσα κρίση «κάτι είναι κι αυτά». Να σημειωθεί ότι στην Εκκλησία της Κύπρου ο μισθός του διακόνου ανέρχεται στα 2.000 ευρώ!
Ο μισθός του ιερέα
Πότε όμως ο διάκονος θα γίνει ιερέας; Πότε δηλαδή θα αποκτήσει τον δεύτερο βαθμό της ιεροσύνης; Αυτό εξαρτάται από το πόσο γρήγορα μαθαίνει. Ο διάκονος βρίσκεται δίπλα στον δεσπότη και στους ιερείς της μητροπόλεως. Μαθαίνει, ακούει, παρακολουθεί, συμμετέχει, διαβάζει. «Τα πρώτα βήματα είναι δύσκολα, αλλά όλοι οι ιερείς και πάνω από όλους ο δεσπότης βοηθούν τον νέο κληρικό και τον στηρίζουν» τονίζουν οι ιερείς, οι οποίοι και κρίνουν τα πρώτα βήματά τους στην ιεροσύνη. Επειτα από διάστημα όχι λιγότερο του έτους, ο διάκονος χειροτονείται ιερέας. Ο μισθός του αυξάνεται κατά τι και συνήθως για ιερέα με δύο παιδιά κυμαίνεται περίπου στα 1.100 ευρώ. Τα πράγματα είναι δυσκολότερα για τον άγαμο. Ο άγαμος υποψήφιος θα πρέπει να μείνει τρία χρόνια δόκιμος μοναχός σε μοναστήρι της μητροπόλεως και αυτό σημαίνει πως δεν πληρώνεται. Υστερα από τρία χρόνια και εφόσον κριθεί ικανός περνά στον δεύτερο βαθμό της ιεροσύνης, ενώ μπορεί να φτάσει στον τρίτο βαθμό, αυτόν του επισκόπου.
Espresso