Ετερόφυλα ζευγάρια που αλλάζουν τακτικά ερωτικούς συντρόφους και κάνουν ομαδικό σεξ σε οργανωμένες συναντήσεις, έχουν υψηλότερα ποσοστά εκδήλωσης σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων σε σύγκριση με άντρες και γυναίκες που εκδίδονται.Αυτό αποκάλυψε έρευνα Ολλανδών επιστημόνων από το Πανεπιστήμιο του Μάαστριχτ, και δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό έντυπο, BritishMedicalJournalΣύμφωνα με την έρευνα, τα άτομα που έχουν την συγκεκριμένη ερωτική συμπεριφορά, και είναι άνω των 45 ετών, είναι ιδιαίτερα ευάλωτα, ενώ έως και σήμερα δεν έχουν λάβει της προσοχής των φορέων υγείας. Οι επιστήμονες κρούουν των κώδωνα του κινδύνου, καθώς οι πρόχειρες εκτιμήσεις θέλουν τον πληθυσμό των ατόμων που ανταλλάσσουν οργανωμένα ερωτικούς συντρόφους να ανέρχονται σε εκατομμύρια, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός αυτός να λειτουργεί σαν γέφυρα μετάδοσης σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων προς τον υπόλοιπο πληθυσμό του πλανήτη. Η ολλανδική μελέτη ανέλυσε τον αριθμό των ασθενών που αναζήτησε θεραπεία το 2007 και 2008 σε τρεις κλινικές σεξουαλικής υγείας στο Νότιο Λιμπουργκ της Ολλανδίας. Συνολικά, τα συνδυαστικά ποσοστά χλαμυδίων και γονόρροιας ήταν λίγο πάνω από το 10% μεταξύ των ετερόφυλων ατόμων, 14% για τους ομοφυλόφιλους άνδρες και μόλις κάτω του 5% για τις γυναίκες πόρνες και 10,4% για τα άτομα που αντάλλασσαν ερωτικούς συντρόφους. Μάλιστα οι γυναίκες είχαν υψηλότερα ποσοστά λοιμώξεων από τους άνδρες.Ένα στα δέκα άτομα άνω των 45 ετών που αντάλλασσε ερωτικούς συντρόφους είχε χλαμύδια και ένας στους 20 είχε γονόρροια. Σύμφωνα με την Δρ. Νιέκαμπ, επικεφαλή της έρευνας, άλλες ομάδες υψηλού κινδύνου όπως οι ομοφυλόφιλοι και οι ιερόδουλες, είναι εύκολα εντοπίσιμες από τους φορείς υγείας για παροχή πληροφόρησης και θεραπείας, σε αντίθεση με τα ετερόφυλα ζευγάρια που ανταλλάσουν ερωτικούς συντρόφους και είναι δύσκολο να εντοπιστούν.