16.8.10

"Είχε καρκίνο και περίμενε 3 μήνες για το ραντεβού στο γιατρό"

Η φτώχεια γεννά την αρρώστια, ενώ ο πλούτος προστατεύει και προάγει την υγεία !!
"Ο πατέρας μου είχε καρκίνο στο νεφρό και περίμενε δύο και τρεις μήνες για να δει γιατρό. Αυτή είναι η μοίρα των ασφαλισμένων του ΙΚΑ" Σειρά ερευνών επιβεβαιώνουν ότι η ποιότητα της υγείας και της περίθαλψης επηρεάζεται καθοριστικά από την εισοδηματική και την κοινωνική κατάσταση του καθενός. «Η σχέση της οικονομίας με την υγεία είναι πολλαπλά τεκμηριωμένη. Η φτώχεια γεννά την αρρώστια, ενώ ο πλούτος προστατεύει και προάγει την υγεία», σημειώνει ο αναπληρωτής καθηγητής της Ιατρικής κ. Γιάννης Τούντας.
«Σε παγκόσμιο επίπεδο, υπάρχει σαφής αντιστοιχία ανάμεσα στην οικονομία κάθε χώρας και στην υγεία του πληθυσμού της. Μέχρι και τα 2/3 των διαφορών που παρουσιάζουν οι δείκτες υγείας από πληθυσμό σε πληθυσμό οφείλονται σε οικονομικούς λόγους. Η αύξηση του εισοδήματος οδηγεί σε βελτίωση της υγείας, μιας και παρέχει τη δυνατότητα για καλύτερη κατοικία, για πιο ασφαλές και υγιεινό περιβάλλον, για επαρκή διατροφή, καθώς και για πολλούς άλλους κοινωνικούς και υλικούς παράγοντες που σχετίζονται με την υγεία. Υψηλότερο εισόδημα σημαίνει επίσης περισσότερους πόρους για πρόληψη, περίθαλψη και άλλες κοινωνικές υπηρεσίες».
Η χώρα μας από τη δεύτερη θέση στην Ευρωπαϊκή Ενωση το 1991 ως προς το προσδόκιμο ζωής, κατρακύλησε στην 11η θέση το 2004. Οι κύριες αιτίες θανάτου στον ελληνικό πληθυσμό, με φθίνουσα σειρά, είναι τα νοσήματα του κυκλοφορικού συστήματος, ο καρκίνος, οι παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος και οι εξωτερικές αιτίες που προκα λούν τραύματα και δηλητηριάσεις. Το 2004, το 48% των θανάτων στην Ελλάδα οφειλόταν σε νοσήματα του κυκλοφορικού συστήματος, ενώ οι καρκίνοι ήταν υπεύθυνοι για το 25% των θανάτων, με τις υπόλοιπες αιτίες να ακολουθούν με αρκετά μικρότερα ποσοστά.
«Το ΕΣΥ έκλεισε την ψαλίδα μεταξύ πλουσίων και φτωχών στη δευτεροβάθμια, δηλαδή τη νοσοκομειακή, περίθαλψη αλλά η κοινωνική ανισότητα αντικατοπτρίζεται κυρίως στην πρωτοβάθμια βαθμίδα υγείας. Την πρόληψη, τη διάγνωση και τη φαρμακευτική αγωγή», τονίζει ο κ. Τούντας.
Οι χρόνιες νόσοι
Χρόνιες παθήσεις αντιμετωπίζει στην Ελλάδα το 24,8% των ανθρώπων που δηλώνουν φτωχοί έναντι 16,2% αυτών που δηλώνουν «μη φτωχοί». Σύμφωνα με τα αποτελέσματα δύο ερευνών του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, οι φτωχοί, όχι μόνο δεν κάνουν χρήση των προληπτικών υπηρεσιών Υγείας αλλά καταφεύγουν στα νοσοκομεία όταν η κατάστασή τους είναι ήδη επιβαρημένη. Γι΄ αυτό παρουσιάζουν τα υψηλότερα ποσοστά ημερών παραμονής σε νοσοκομεία και ποσοστά θανάτων εντός νοσοκομείων. Οι έρευνες με τίτλο «Κοινωνικές ανισότητες στην Υγεία και τις υπηρεσίες Υγείας στην Ελλάδα» (Μ. Χρυσάκης, Κ. Σουλιώτης) και «Φτώχεια και αποστέρηση στην Υγεία» (Μ. Χρυσάκης, Ε. Φαγιαδάκη, Ο. Παπαλιού, Η. Σιάτης) επισημαίνουν την ελλιπή χρήση των υπηρεσιών υγείας από συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες, που παράλληλα χαρακτηρίζονται από υψηλό κίνδυνο κοινωνικού αποκλεισμού, όπως οι μετανάστες, οι ηλικιωμένοι με πρόβλημα μετακίνησης, τα άτομα με αναπηρία και οι χρόνια πάσχοντες. Στα άτομα που ανήκουν σ΄ αυτές τις ομάδες, η ασθένεια έχει σαρωτικές συνέπειες. Επιδρά αρνητικά στο εισόδημα και στην ικανότητα προς εργασία, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος αποστέρησης που συντηρεί και αναπαράγει τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό.
ΤΑ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ χαμηλότερου εισοδήματος εμφανίζονται να πληρώνουν κατά κεφαλήν μεγαλύτερα ποσά απ΄ ό,τι τα νοικοκυριά μεσαίων εισοδημάτων (125,62% τα φτωχά νοικοκυριά και 84,54% τα μεσαία) για φάρμακα. Οπως σχολιάζουν οι κ.κ. Χρυσάκης και Σουλιώτης, «η κατάσταση σχετίζεται έως έναν βαθμό με την ελλιπή ασφαλιστική κάλυψη των φτωχότερων στρωμάτων του πληθυσμού, που αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα προβλήματα αποκλεισμού από τις υπηρεσίες του κοινωνικού κράτους. Από την άλλη πλευρά, η περιορισμένη δυνατότητα που έχουν τα εν λόγω νοικοκυριά να προσφύγουν στις δημόσιες και κυρίως ιδιωτικές υπηρεσίες περίθαλψης έχουν ως αποτέλεσμα να οδηγούνται στην “εύκολη” λύση του φαρμακείου, όπου χωρίς επιπλέον κόστος μπορούν να προμηθεύονται το μεγαλύτερο μέρος των φαρμάκων που έχουν ανάγκη».
«Είναι πασιφανές και γνωστό καθώς λέει και ο κόσμος: όπου φτωχός και η μοίρα του», υποστηρίζει η φαρμακοποιός κ. Ζωή Μπανάβα. «Τώρα με την κρίση έρχονται άνεργοι και συνταξιούχοι που δεν μπορούν να πληρώσουν τη συμμετοχή τους στα φάρμακα.
Τι θα γίνουν αυτοί οι άνθρωποι όταν τα Ταμεία τους καθυστερούν 6 και 7 μήνες να πληρώσουν; Δεν μπορούν να βασίζουν την υγεία τους στην ελεημοσύνη και δεν έχουν τα χρήματα τις περισσότερες φορές για να επισκεφτούν κάποιον γιατρό όταν αντιμετωπίσουν πρόβλημα. Αν τηλεφωνήσουν στο ΙΚΑ, θα πρέπει να περιμένουν τουλάχιστον δύο μήνες για να δουν κάποιον γιατρό!».
«Ερχονται οι συνταξιούχοι από τα ξημερώματα και κάθονται στην ουρά», λέει ο κ. Αρης Ξενόπουλος που περιμένει στο ΙΚΑ της Πλατείας Θεάτρου στο κέντρο της Αθήνας.
Εξω από το κτίριο μία πινακίδα προειδοποιεί τους ασφαλισμένους να μην έρχονται φορώντας κοσμήματα επειδή οι κλοπές είναι καθημερινές.
Η δαπάνη
Oπως σημειώνεται στην έρευνα των Μ. Χρυσάκη και Κ. Σουλιώτη, η μέση μηνιαία δαπάνη των ελληνικών νοικοκυριών για την αγορά υπηρεσιών Υγείας την τελευταία εικοσαετία αυξάνεται συνεχώς. Είναι χαρακτηριστικό ότι από 61,98 ευρώ το 1981-82 (σε σταθερές τιμές), έφτασε τα 94,58 ευρώ το 1998-99 (αύξηση 50%). Σήμερα, περίπου το 50% του συνόλου των δαπανών για την Υγεία είναι ιδιωτικές. Οπως διαπιστώνεται, το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που δαπανούν οι Ελληνες για αγορά υπηρεσιών και αγαθών Υγείας αφορά ιδιωτικές δαπάνες για υπηρεσίες ιατρών κάθε ειδικότητας εκτός νοσοκομείου (68,97% επί της συνολικής μέσης κατά κεφαλήν ιδιωτικής δαπάνης για Υγεία).
Τη μερίδα του λέοντος απορροφούν οι ιδιωτικές δαπάνες για την οδοντιατρική περίθαλψη (38,65%) και ακολουθούν οι δαπάνες για υπηρεσίες άλλων ιατρών (23,73%). Σημαντικά είναι τα ποσά που δαπανώνται για αγορά φαρμάκων (18,66% της συνολικής μέσης κατά κεφαλήν δαπάνης για αγορά υπηρεσιών και αγαθών Υγείας).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διαφοροποιήσεις των δαπανών Υγείας ανά εισοδηματικό κλιμάκιο, ανάλογα με το είδος των αγορών υπηρεσιών και αγαθών Υγείας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η υψηλότερη εισοδηματική κλίμακα δαπανά 171 φορές περισσότερα χρήματα για οδοντιατρικές υπηρεσίες συγκριτικά με τη χαμηλότερη (οι φτωχότεροι δαπανούν για οδοντιατρικές υπηρεσίες 2,51% της μέσης κατά κεφαλήν δαπάνης και οι ευπορότεροι το 430,43% πάνω από τον μέσο όρο). Για ιδιωτική νοσοκομειακή περίθαλψη, οι πλουσιότεροι δαπανούν 75 φορές περισσότερα χρήματα από τους πένητες (οι φτωχότεροι δαπανούν 5,74% και οι πλουσιότεροι 429,41% της μέσης κατά κεφαλήν δαπάνης.) Στις δαπάνες για φάρμακα, οι πλούσιοι δαπανούν όσα περίπου και οι φτωχοί (125,62% της μέσης καταναλωτικής δαπάνης οι φτωχότεροι και 153,61% οι πλουσιότεροι).


Κοινωνικό χάσμα και στην ενημέρωση
«Η ΥΓΕΙΑ είναι σαφώς θέμα μόρφωσης και παιδείας και αυτά τα διαθέτουν κυρίως τα υψηλότερα κοινωνικά στρώματα», υποστηρίζει ο βιοχημικός- κυτταρολόγος κ. Τόνι Σπύρος.
«Δεν είναι μόνο το εισόδημα αλλά και ο τρόπος ζωής. Η άσκηση και σωστή διατροφή είναι πολυτέλεια για τα φτωχότερα στρώματα». Τα άτομα με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο δηλώνουν σε μεγαλύτερα ποσοστά πολύ κακή και κακή υγεία. Αυτό συμβαίνει διότι τα άτομα με υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης έχουν καλύτερη πληροφόρηση και κατ΄ επέκταση καλύτερη πρόσβαση στις υπηρεσίες Υγείας. Επίσης, υιοθετούν πιο υγιεινό τρόπο ζωής, διότι έχουν μεγαλύτερη συναίσθηση των κινδύνων. Αξιοσημείωση διαφορά εμφανίζεται στην αδυναμία επίσκεψης των φτωχών σε ειδικό γιατρό εξαιτίας δυσκολίας πρόσβασης. Αυτό αποδίδεται κυρίως στην υπερσυγκέντρωση των ειδικών γιατρών στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Σύμφωνα με στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, τα ποσοστά γιατρών στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη είναι πολύ υψηλότερα από τις υπόλοιπες περιφέρειες της χώρας (61,9 ειδικοί γιατροί/ 10.000 κατοίκους στην Αθήνα και 58,6 στη Θεσσαλονίκη, έναντι 39,3 για το σύνολο της χώρας). Παράλληλα, σύμφωνα με την έρευνα της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας, διαπιστώνεται ότι τα άτομα με μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα μικρότερο των 440 ευρώ εμφανίζουν συχνότητα εισαγωγής σε νοσοκομείο τουλάχιστον μία φορά τον τελευταίο μήνα σε ποσοστό 9,4%. Αντιθέτως, όσο αυξάνεται το εισόδημα τόσο μειώνεται η συχνότητα εισαγωγής σε νοσοκομείο και σταθεροποιείται στο 4%, περίπου, για εισοδήματα άνω των 880 ευρώ μηνιαίως.
Κατά συνέπεια, το χαμηλό εισόδημα σχετίζεται άμεσα με χαμηλά επίπεδα υγείας και περιορισμένες δυνατότητες χρήσης υπηρεσιών Υγείας που συνεπάγονται αυξημένο κόστος για τον χρήστη. Αντιθέτως, η χρήση των δημόσιων υπηρεσιών Υγείας και των υποκατάστατών τους (π.χ. φαρμακεία) δεν φαίνεται να προσδιορίζεται άμεσα από το ύψος του εισοδήματος των ατόμων αλλά από την κατάσταση της υγείας τους.
ΤΑ ΝΕΑ