12.8.10

Το ΙΚΑ δεν αναγνωρίζει το «σύμφωνο συμβίωσης»

Μένει χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ο δεύτερος σύντροφος
Χωρίς ασφαλιστική κάλυψη, κυρίως ιατροφαρμακευτική περίθαλψη μένουν οι σύντροφοι ασφαλισμένων, που επέλεξαν αντί γάμου, να υπογράψουν σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης.Το ΙΚΑ με εγκύκλιο που εξέδωσε την προηγούμενη εβδομάδα, διευκρινίζει πως δεν καλύπτει ασφαλιστικά ως έμμεσα μέλη, συντρόφους ασφαλισμένων που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης. Αυτό επισημαίνεται άλλωστε, στη γνωμοδότηση του ΣΤ’ τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, καθώς κρίνεται
πως τα πρόσωπα που συνάπτουν σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης δεν θεωρούνται μέλη οικογένειας.
Το θέμα προέκυψε, όταν ασφαλισμένοι με αίτηση προς τη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων αλλά και το ΙΚΑ ζήτησαν πληροφορίες αλλά και χορήγηση βιβλιαρίου ασθενείας, ως προστατευόμενα μέλη σε οικογένεια που έχει δημιουργηθεί μετά από υπογραφή συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης.
Η αρμόδια διεύθυνση της Γ.Γ. Κοινωνικών Ασφαλίσεων υπέβαλε το ερώτημα στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους: «Εντάσσονται στα μέλη οικογένειας, όπως προσδιορίζονται από την ασφαλιστική νομοθεσία, κατ’ εφαρμογή του Αστικού Κώδικα, τα πρόσωπα που συνάπτουν σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης;».
Στη γνωμοδότηση επισημαίνεται πως δεδομένου ότι το Σύνταγμα δεν ορίζει την έννοια της οικογένειας (το δικαίωμα της οποίας προστατεύεται από το άρθρο 21 του Συντάγματος), το θέμα έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλαπλών συζητήσεων και οξύτατων αντιπαραθέσεων. Από τη μία υποστηρίζεται ότι στο άρθρο 21 δεν συμπεριλαμβάνονται οι ελεύθερες συμβιώσεις χωρίς τέκνα, άρα ούτε και οι βάσει συμφώνου ενώσεις, διότι όσοι τις επιλέγουν προφανώς δεν επιθυμούν την υπαγωγή τους σε νομικές ρυθμίσεις και δεσμεύσεις. Από την άλλη, και όσον αφορά το δικαίωμα του σεβασμού της οικογένειας (άρθρο 9 του Συντάγματος) ένα σημαντικό μέρος της θεωρίας υποστηρίζει ότι η οικογένεια θα πρέπει να ερμηνευθεί ευρέως, ως το σύνολο των προσώπων που συνδέονται μεταξύ τους με γάμο ή κοινή καταγωγή ασχέτως του βαθμού συγγένειας, ο οποίος συνδέει τα πρόσωπα και ασχέτως εάν συμβιούν.
Σύμφωνα λοιπόν με την εκδοχή αυτή, στην προστασία της οικογένειας περιλαμβάνονται και οι σχέσεις των καθ’ οιονδήποτε τρόπο συμβιούντων, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τις διέπει, άρα και αυτών που συνάπτουν σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης.
Σε διεθνές επίπεδο, στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών κατοχυρώνεται τόσο το ατομικό δικαίωμα του σεβασμού της οικογένειας όσο και το κοινωνικό δικαίωμα της προστασίας της οικογένειας.
Σύμφωνα με τη νομολογία, οι εφαρμοστέες αρχές είναι κάθε φορά σχετικές. Τα δικαστήρια έχουν κρίνει πως δεν είναι δυνατόν να συνταχθεί υποχρέωση του κράτους να θεσπίσει το ίδιο καθεστώς για τα ζευγάρια που συζούν εκτός γάμου και τους εντός γάμου συζύγους. Οι διαφορές που υπάρχουν μεταξύ συζύγων και συμβιούντων έχουν δημοκρατική νομιμοποίηση και βασίζονται σε μια αιτιολογία αντικειμενική και αιτιολογημένη: την προστασία της νόμιμης οικογένειας. Με δεδομένη την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, στη νομολογία του ευρωπαϊκού δικαστηρίου η οικογενειακή κατάστασης και οι παροχές που εξαρτώνται από αυτήν, είναι τομείς που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών.
Στη γνωμοδότηση αναφέρεται πως οι αρχές που διέπουν το Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης, βάσει του νόμου 3719 του 2008, είναι οι ίδιες που διέπουν το δίκαιο του γάμου, δηλαδή η αρχή της ισότητας των φύλων, η αρχή της μονογαμίας (στο Σύμφωνο η αρχή της επιλογής ενός μόνο συντρόφου), η αρχή της ελευθερίας της σύναψης της συμβίωσης, η αρχή της προστασίας του Συμφώνου.
Οι ρυθμίσεις αυτές βασίζονται στο δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής καθώς και στην έλλειψη του θεσμικού χαρακτήρα του γάμου. Ο νομοθετικός όμως, σχεδιασμός του συμφώνου βασίζεται στην παραδοχή ότι οι συμβιώσεις που υπάγονται σε αυτό παύουν να κινούνται σε ένα χώρο ελεύθερου δικαίου και υποβάλλονται σε ένα ελάχιστο νομοθετικό πλαίσιο. Τα μη ρυθμιζόμενα ζητήματα υπάγονται στη βούληση των μερών, εκτός από τις περιπτώσεις εκείνες που κρίθηκε αναγκαία η ρητή πρόβλεψη του νόμου.
Ο έλληνας νομοθέτης, έχει ρυθμίσει θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος όπως το θέμα της ίδρυσης της συγγένειας με τον πατέρα, το επώνυμο των παιδιών που γεννιούνται υπό καθεστώς συμβίωσης, τις περιουσιακές σχέσεις, το δικαίωμα διατροφής καθώς και το κληρονομικό δικαίωμα γονέων και τέκνων. Όμως είναι ξεκάθαρο ότι, μέσα από το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, αναδεικνύεται ιεραρχικά υπέρτερος ο γάμος.
Για το λόγο αυτό άλλωστε, θεωρεί το ΣΤ’ τμήμα του Νομικού Συμβουλίου, καταργήθηκε διάταξη που υπήρχε στο αρχικό σχέδιο νόμου, και η οποία προέβλεπε την ανάλογη εφαρμογή όλων των διατάξεων, μισθολογικών, φορολογικών και ασφαλιστικών, τόσο για τους συζύγους, όσο και για τα συμβαλλόμενα με σύμφωνο πρόσωπα. Άλλωστε, υπογραμμίζεται πως εάν οι δύο σύντροφοι επιθυμούσαν την εφαρμογή της περί γάμου νομοθεσίας, θα είχαν συνάψει γάμο.
Στη γνωμοδότηση αναφέρεται επίσης, πως και στο νόμο του 1951 «περί κοινωνικών ασφαλίσεων» τα μέλη της οικογένειας επί των οποίων επεκτείνεται η ασφαλιστική προστασία, ορίζονται ρητά και δεν περιλαμβάνονται σε αυτά οι σύντροφοι που έχουν συνάψει σύμφωνο. Πως θα μπορούσε άλλωστε, όταν τα ήθη και οι κοινωνικές συνθήκες της εποχής δεν επέτρεπαν ούτε σκέψεις για ελεύθερη συμβίωση.
Με βάσει όλα τα παραπάνω, το Νομικό Συμβούλιο κατέληξε πως εφόσον η αναλογική εφαρμογή των περί γάμου διατάξεων στους βάσει συμφώνου συμβιούντες συντρόφους δεν είναι δυνατή, έπεται ότι δεν είναι δυνατή και η επέκταση σε αυτούς της ασφαλιστικής νομοθεσίας. Capital.gr