ΤΗΣ ΡΟΥΛΑΣ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Ο αντίκτυπος από την κατάργηση φέτος του πανηγυριού της Υπαπαντής δεν λέει να σωπάσει, χαρακτηριστικό είναι το άρθρο της γνωστής φιλολόγου ,θεατρικής συγγραφέα και σεναριογράφου, Μεσσήνιας, διαμένων στην Αθήνα κας Ρούλας Γεωργακοπούλου που δημοσιεύθηκε χθες στα «Νέα» και αναδημοσιεύθηκε σήμερα και από την εφημερίδα «Θάρρος»: "Μέχρι πέρυσι δεν πέρναγε γιορτή της Υπαπαντής που να µην παραγγείλω στη µάνα µου να µου αγοράσει κάτι άχρηστο από το πανηγύρι. Πότε ένα ζευγάρι καλοκαιρινά σεντόνια, πότε κανένα πατάκι για το µπάνιο, πότε κανένα µαντίλι καλαµατιανό από εκείνα τα made in Romania. Φέτος δεν έχω τίποτα να προσθέσω στο προσωπικό µου «Μουσείο της Αθωότητας» κι αυτό γιατί, εξαιτίας της οικονοµικής κρίσης, οι συµπατριώτες µου οι Καλαµατιανοί αποφάσισαν να µην επιτρέψουν στους µικροπωλητές να στήσουν στις όχθες του Νέδοντα τις πολύχρωµες παράγκες τους. Οι τριάντα έξι, όλες κι όλες, ώρες πανηγυριού, φόβισαν τους εµπορικούς συλλόγους και έτσι η Παναγία η Υπαπαντή µε το ωραίο µπροκάρ της κάλυµµα λιτανεύτηκε «στεγνά» στους δρόµους της πόλης χωρίς ν’ ανάψει στη χάρη της ούτε ένα θυµίαµα ασετυλίνης από τους πάγκους των γυρολόγων.
Μπορώ να υποθέσω τους λόγους και τα επιχειρήµατα, µπορώ όµως και να υπολογίσω τη χασούρα. Μου την είχε κάποτε περιγράψει αποστοµωτικά και υπέροχα ο ∆ιονύσης Φωτόπουλος, όταν µε πλεονάζον νεανικό θράσος τού είχα ζητήσει τα ρέστα γιατί δεν έρχεται συχνά στην Καλαµάτα. «Γιατί βγάλανε τους ευκάλυπτους, τσιµεντώσανε το ποτάµι και το κάνανε πάρκιν», µου είχε πει και εγώ, παιδί τότε της προόδου και της αυτοσυντήρησης διαφώνησα µέσα µου οριζοντίως και καθέτως. Με τριάντα χρόνια καθυστέρηση, αναθεωρώ και συµµετέχω ολόψυχα στο ίδιο πένθος."
Ο αντίκτυπος από την κατάργηση φέτος του πανηγυριού της Υπαπαντής δεν λέει να σωπάσει, χαρακτηριστικό είναι το άρθρο της γνωστής φιλολόγου ,θεατρικής συγγραφέα και σεναριογράφου, Μεσσήνιας, διαμένων στην Αθήνα κας Ρούλας Γεωργακοπούλου που δημοσιεύθηκε χθες στα «Νέα» και αναδημοσιεύθηκε σήμερα και από την εφημερίδα «Θάρρος»: "Μέχρι πέρυσι δεν πέρναγε γιορτή της Υπαπαντής που να µην παραγγείλω στη µάνα µου να µου αγοράσει κάτι άχρηστο από το πανηγύρι. Πότε ένα ζευγάρι καλοκαιρινά σεντόνια, πότε κανένα πατάκι για το µπάνιο, πότε κανένα µαντίλι καλαµατιανό από εκείνα τα made in Romania. Φέτος δεν έχω τίποτα να προσθέσω στο προσωπικό µου «Μουσείο της Αθωότητας» κι αυτό γιατί, εξαιτίας της οικονοµικής κρίσης, οι συµπατριώτες µου οι Καλαµατιανοί αποφάσισαν να µην επιτρέψουν στους µικροπωλητές να στήσουν στις όχθες του Νέδοντα τις πολύχρωµες παράγκες τους. Οι τριάντα έξι, όλες κι όλες, ώρες πανηγυριού, φόβισαν τους εµπορικούς συλλόγους και έτσι η Παναγία η Υπαπαντή µε το ωραίο µπροκάρ της κάλυµµα λιτανεύτηκε «στεγνά» στους δρόµους της πόλης χωρίς ν’ ανάψει στη χάρη της ούτε ένα θυµίαµα ασετυλίνης από τους πάγκους των γυρολόγων.
Μπορώ να υποθέσω τους λόγους και τα επιχειρήµατα, µπορώ όµως και να υπολογίσω τη χασούρα. Μου την είχε κάποτε περιγράψει αποστοµωτικά και υπέροχα ο ∆ιονύσης Φωτόπουλος, όταν µε πλεονάζον νεανικό θράσος τού είχα ζητήσει τα ρέστα γιατί δεν έρχεται συχνά στην Καλαµάτα. «Γιατί βγάλανε τους ευκάλυπτους, τσιµεντώσανε το ποτάµι και το κάνανε πάρκιν», µου είχε πει και εγώ, παιδί τότε της προόδου και της αυτοσυντήρησης διαφώνησα µέσα µου οριζοντίως και καθέτως. Με τριάντα χρόνια καθυστέρηση, αναθεωρώ και συµµετέχω ολόψυχα στο ίδιο πένθος."