20.2.11

Εγώ φταίω που τους εμπιστεύτηκα και τους πίστεψα !

Από το politikokoraki
Φασούλι-φασούλι...αδειάζει το σακούλι.
Κάποτε μαζεύαμε...Ρώγα-ρώγα...Γεμίζαμε το σακούλι...
Κάτι από εθνική κυριαρχία και Δημοκρατία. Κάτι από Δικαιοσύνη.
Ενισχύαμε την Πρόοδο, την Ανθρωπιά, τους Θεσμούς.
Πλούτιζε η Πατρίδα, οι γέροντες, τα παιδιά.
Είχαμε και τις κόντρες μας, τις διαφορές μας. Υγεία και ζωντάνια, το λέγαμε...
Πράσινος εσύ, μπλε εγώ, κατακόκκινος ο άλλος. Χωριζόμασταν. Παίζαμε το παιγνίδι
άλλων. Παιγνίδι που δεν γνωρίζαμε.
Ανηφόρα ήταν και τότε. Δυσκολίες, προβλήματα, "θύματα".
Είχαμε καλές παρέες και πολλούς φίλους. Επένδυση...
Ερωτευόμασταν χωρίς να λογαριάσουμε το...νοίκι ή τον...Φπα ενός γαρύφαλλου.
Επισκεπτόμασταν τα γερόντια μας και τους πηγαίναμε ένα ελάχιστο δωράκι. Στερνή
απόδειξη αγάπης και σεβασμού.
"Να ξεφύγουμε ένα σαββατοκύριακο" λέγαμε."Τα παιδιά θέλουν θάλασσα". Αλλοθι!
Το αυτοκινητάκι μας και δρόμο. Όλη την Ελλάδα γύρναγε το άτιμο...
Το μεροκάματο το παλεύαμε δυνατά. Και το ΙΚΑ. Και τα φροντιστήρια. Τενεκές
να είσαι μια ξένη γλώσσα τη χρειάζεσαι...Good morning...
"Δεν θέλω να λείψει τίποτα στα παιδιά μου" λέγαμε. Θυμόμασταν τους εαυτούς
μας και τα καινούργια παπούτσια που μας αγόραζαν οι δικοί μας γονείς κάθε δεύτερη Ανάσταση. Το βούτυρο. Ένα ρούχο της προκοπής. Φανταχτερό. Ακριβό ρε αδερφέ.
Δικό μας...κι όχι χάρισμα της πονόψυχης πλούσιας γειτόνισσας...
"Διάβαζε, να ανοίξουν τα μάτια σου"...η άτεγκτη και μόνιμη εντολή και παρότρυνση
του πατέρα...Κι από κοντά ο κλώστης της μάνας...
Καλύτερα να μας άφηναν στην άγνοια και στη μαυρίλα της...
- Πέρασαν τα άτιμα...
Σήμερα μού λένε πως ξόδεψα τη Ζωή μου προετοιμάζοντας την καταστροφή των
παιδιών μου...Μού λένε πως ήρθε η ώρα να "ξοδέψω τις οικονομίες που έκανα"...
Πρέπει να "παραχωρήσω" κάτι από την εθνική κυριαρχία...τη Δημοκρατία...
Κάτι από τα "κεκτημένα" που βελτίωσαν τη Ζωή μου. Δυό τροχούς από το νέο ΙΧ.
Το φροντιστήριο. Τα αγγλικά. Το δώρο-αναγνώριση στη μάνα...
Εχω πολύ λίπος και πρέπει να αδυνατίσω...
΄Εχουν δίκιο.
Εγώ φταίω...
Οχι που ονειρεύτηκα ή δούλεψα ή ξόδεψα.
Φταίω που τους εμπιστεύτηκα. Τους πίστεψα.
Που τους εξουσιοδότησα εν λευκώ να με κυβερνήσουν...
Που τους επέτρεψα, χρόνια τώρα, να με εξαπατούν...
Να με βρίζουν, να με διασύρουν, να με θεωρούν αιώνιο θύμα...