6.4.11

Παράνομα φυτοφάρμακα στην Ελλάδα - Μας ..ταΐζουν Καρκίνο !!

Ξεκινούν από την Κίνα, τη Βουλγαρία και την Τουρκία και, ταξιδεύοντας λαθραία μέσω ξηράς και θαλάσσης, περνούν τα ελληνικά σύνορα και φτάνουν μέχρι το πιάτο μας. Ο λόγος για τα παράνομα φυτοφάρμακα, που το 2010 υπολογίζεται ότι αντιστοιχούσαν στο 15% της ελληνικής αγοράς προϊόντων φυτοπροστασίας, έναντι ποσοστού 10% το 2009 και 7% το 2008, σύμφωνα με όσα υποστήριξε, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η διευθύντρια του Ελληνικού Συνδέσμου Φυτοπροστασίας (ΕΣΥΦ), Φραντζέσκα Υδραίου.
Αν και μέχρι πριν από λίγα χρόνια, το πρόβλημα αφορούσε κυρίως την αγορά της βόρειας Ελλάδας, «σήμερα είναι πανελλαδικό», επισήμανε η κα Υδραίου.
Πάντως, το "αγκάθι" δεν είναι μόνο ελληνικό: σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου Προστασίας Καλλιεργειών (ΕCPA), που έχει στη διάθεσή του το ΑΠΕ-ΜΠΕ, το 5%-7% των προϊόντων φυτοπροστασίας στην Ευρώπη είναι παράνομα, ποσοστό που αυξάνεται κάθε χρόνο.
Το μέγεθος της "σκιώδους" αγοράς αυτού του είδους (παράνομα φυτοφάρμακα και "αντίγραφα") υπολογίζεται ότι ξεπερνά στην Ευρώπη τα 360-510 εκατ. ευρώ, με ορισμένες πλευρές να ανεβάζουν το πραγματικό ποσό στα 700 εκατ. ευρώ. Και αυτή η εκτίμηση ενδέχεται να είναι απλά "η κορυφή του παγόβουνου", όπως επισημαίνουν οι φορείς του κλάδου.
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις υπολογίζεται ότι χάνουν κάθε χρόνο φορολογικά έσοδα 21-30 εκατ. ευρώ, αν υπολογιστεί μέσος ΦΠΑ της τάξης του 6%. Σημαντικές είναι και οι επιπτώσεις για τη δημόσια υγεία (αγροτών και καταναλωτών) και το περιβάλλον, σε μια περίοδο που -λόγω και της οικονομικής κρίσης- τα παράνομα φυτοφάρμακα διατηρούν αυξημένη δημοτικότητα, χάρη στις χαμηλότερες μέχρι και 35-50% τιμές τους, σε σχέση με τα νόμιμα, εγκεκριμένα προϊόντα.
Κυκλώματα εκμεταλλεύονται το "παράθυρο" του παράλληλου εμπορίου
Πώς μπαίνουν τα παράνομα φυτοφάρμακα στην ελληνική αγορά; Σύμφωνα με την κα Υδραίου, ο κύριος όγκος των προϊόντων είναι προέλευσης Κίνας, τα οποία, αφού με διάφορους τρόπους εισαχθούν στην ΕΕ, κυκλοφορούν ανεμπόδιστα (παράνομες εισαγωγές εγκεκριμένων προϊόντων). Πολλές παράνομες εισαγωγές γίνονται επίσης από Τουρκία και Βουλγαρία.
«Το λαθρεμπόριο και η παράνομη διακίνηση επικίνδυνων φυτοφαρμάκων πραγματοποιούνται τόσο από τη χερσαία, όσο και από τη θαλάσσια οδό. Ωστόσο, ο μεγαλύτερος όγκος εισέρχεται στη χώρα από κυκλώματα, τα οποία εκμεταλλεύονται τα κενά της νομοθεσίας, "παρερμηνεύοντας" -για παράδειγμα- το παράλληλο εμπόριο (σ.σ. τη δυνατότητα νόμιμης αγοράς προϊόντων, σε χαμηλότερη τιμή, σε άλλο κράτος και μεταπώλησής τους στην Ελλάδα)», επισημαίνει.
Οι ήπιες ποινικές κυρώσεις, η ελλιπής ενημέρωση των τελωνειακών αρχών και το γεγονός ότι οι γεωργοί βρίσκονται υπό ολοένα αυξανόμενη πίεση για να παρέχουν τρόφιμα χαμηλού κόστους, λειτουργούν ως ακούσιοι "συνεργάτες" των κυκλωμάτων εμπορίας παράνομων φυτοφαρμάκων.
Επίσης, σύμφωνα με τη κα Υδραίου, η έντονα αυξητική τάση στα παράνομα φυτοφάρμακα οφείλεται και στην επικέντρωση των αρμόδιων αρχών περισσότερο στους κανονισμούς χρήσης των προϊόντων φυτοπροστασίας και λιγότερο στην παρακολούθηση και τον έλεγχο της αγοράς.
Παλαιότερα, υπήρχε μεγάλη ζήτηση από Βουλγαρία για κενές συσκευασίες χρησιμοποιημένων φυτοφαρμάκων σε καλή κατάσταση, με σκοπό να ξαναγεμιστούν και να χρησιμοποιηθούν περαιτέρω. «Πρόσφατες αναφορές για άδειες συσκευασίες δεν υπάρχουν, χωρίς όμως να αποκλείεται η συνέχιση του φαινομένου», σημειώνει η κα Υδραίου.
Πάντως, ο ΕΣΥΦ πραγματοποίησε πρόσφατα συνάντηση με εκπροσώπους του αντίστοιχου βουλγαρικού συνδέσμου και των αρχών της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, με στόχο τη μείωση του φαινομένου της παράνομης διακίνησης φυτοφαρμάκων, διαμέσου των συνόρων των δύο χωρών, ενώ προτάθηκε και η άμεση εμπλοκή του αντίστοιχου τουρκικού φορέα και των αρμόδιων αρχών της Τουρκίας.
Κόστος 200 εκατ. ευρώ και 10ετής "αναμονή" για την ανάπτυξη ενός και μόνο προϊόντος!
Η εκτεταμένη γραφειοκρατία στην αδειοδότηση των φυτοφαρμάκων αποτελεί, επίσης, μεγάλο "αγκάθι". Σύμφωνα με παλαιότερο κείμενο θέσεων του ECPA (2006), αλλά και με βάση την ετήσια έκθεση του ίδιου συνδέσμου για το 2009-2010, «χρειάζονται περίπου δέκα χρόνια για να αναπτυχθεί και να αδειοδοτηθεί ένα νέο προϊόν φυτοπροστασίας».
Την τελευταία δεκαετία, το κόστος έρευνας, ανάπτυξης και αδειοδότησης φυτοφαρμάκων έχει αυξηθεί, σύμφωνα με τον ECPA, κατά 68,4%, στα 120-200 εκατ. ευρώ ανά προϊόν, αναλόγως με τον αριθμό των κρατών όπου θα κυκλοφορήσει και των καλλιεργειών στις οποίες θα χρησιμοποιηθεί.
Εξαιτίας των αυξημένων ρυθμιστικών απαιτήσεων για τα φυτοφάρμακα και της ανάγκης εξεύρεσης φιλικών προς το περιβάλλον συστατικών, ο βαθμός επιτυχίας στην εξεύρεση δραστικών ουσιών διαρκώς μειώνεται.
Από τα 20.000 χημικά, που δοκιμάζονται στο εργαστήριο, μόνο ένα φτάνει μέχρι το χωράφι. Την ίδια στιγμή, «το γεγονός ότι οι εγκρίσεις φυτοπροστατευτικών προϊόντων δίνονται μόνο για συγκεκριμένη χρονική περίοδο, προκαλεί προσκόμματα σε μεγάλο αριθμό προϊόντων που περιμένουν την ανανέωση της αδειοδότησής τους», υπογραμμίζει ο ECPA. Ως αποτέλεσμα, οι διακινητές παράνομων φυτοφαρμάκων βρίσκουν την ευκαιρία να "τρυπώσουν" στις αγορές, εκμεταλλευόμενοι το διάστημα απουσίας των νόμιμων προϊόντων.
Έτσι, κάθε προϊόν που φαίνεται να έχει απήχηση στους παραγωγούς γίνεται αυτομάτως υποψήφιο προς αντιγραφή. Έντονη παράνομη δραστηριότητα παρατηρείται και σε προϊόντα που έχουν ανακληθεί στην ΕΕ και συχνά διακινούνται ως λιπάσματα.
Στις περισσότερες περιπτώσεις παράνομων φυτοφαρμάκων, οι δραστικές ουσίες που περιέχουν έχουν ανακληθεί βάσει κοινοτικών οδηγιών, ενώ σε άλλες είναι εντελώς διαφορετικές από αυτές που αναγράφονται στη συσκευασία.
Από τα σχολεία της Κίνας μέχρι τις ...πιπεριές της Αλμερίας
Οι επιπτώσεις που έχουν τα παράνομα φυτοφάρμακα είναι πολλές και αφορούν τόσο στη δημόσια υγεία, όσο και την καλή εμπορική φήμη μιας χώρας και τα δημόσια έσοδα. Ενδεικτικά αναφέρονται τα εξής:
-Το 1995, περισσότεροι από 500 Κινέζοι μαθητές αρρώστησαν σοβαρά, κατόπιν κατανάλωσης λαχανικών, πάνω στα οποία είχαν χρησιμοποιηθεί παράνομα φυτοφάρμακα.
-Το 2002, βρετανική έρευνα ανίχνευσε ίχνη οκτώ μη εγκεκριμένων και δυνητικά επικίνδυνων φυτοφαρμάκων σε φρούτα και λαχανικά, που πωλούντο στα σούπερ μάρκετ της Βρετανίας.
-Το 2004, στη Γαλλία, καταστράφηκαν, μερικώς ή ολοσχερώς, 350.000 τετραγωνικά μέτρα καλλιέργειας πατάτας, εξαιτίας χρήσης "πλαστών" φυτοφαρμάκων.
-Την ίδια χρονιά, εκατοντάδες εκτάρια καλλιεργειών καταστράφηκαν στην Ιταλία, την Ισπανία και τη Γαλλία, λόγω χρήσης "πλαστού" ζιζανιοκτόνου, που περιείχε ακατάλληλη δραστική ουσία
-Το 2006, στην Ιταλία, δείγματα ζιζανιοκτόνου αποδείχτηκε ότι περιείχαν το εντομοκτόνο μεθιδαθείο. Εξέταση του προϊόντος απέδειξε ότι η αρχική ετικέτα του προϊόντος είχε αφαιρεθεί και στη θέση της είχε τοποθετηθεί παρανόμως άλλη, προκειμένου ο πωλητής να εκμεταλλευτεί τη διαφορά τιμών. Ο διακινητής του προϊόντος δεν έλαβε υπόψη ότι η χρήση του συγκεκριμένου εντομοκτόνου απαιτεί σημαντικές πρόσθετες προφυλάξεις για την προστασία του χρήστη.
-Το 2007, υπολείμματα της δραστικής ουσίας "isophenol methyl", που δεν είχε εγκριθεί ποτέ στην ΕΕ, εντοπίστηκαν σε πιπεριές από την Αλμερία της Ισπανίας, με αποτέλεσμα τα προϊόντα της συγκεκριμένης περιοχής να αποκλειστούν για δύο χρόνια από τις αγορές της ΕΕ
-Σε δισεκατομμύρια κιλά υπολογίζονται οι ποσότητες φρούτων και λαχανικών, μολυσμένων με παράνομα φυτοφάρμακα, που καταλήγουν κάθε χρόνο στα ράφια των σούπερ μάρκετ των ΗΠΑ
-Στην Κίνα και την Ινδία, το ποσοστό των παράνομων φυτοφαρμάκων υπολογίζεται στο 30% και το 20% της αγοράς αντίστοιχα.
«Να επιβάλλονται αυστηρότερες κυρώσεις»
Σύμφωνα με την κα Υδραίου, για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, οι εισαγωγές πρέπει να συνδέονται με εγγραφές/εγκρίσεις/κοινοποιήσεις, τόσο για την ποσότητα, όσο και για την προέλευση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων, καθώς και να υπάρχει συνεχής παρακολούθηση και αυστηρή εφαρμογή ελέγχου της αλυσίδας τροφοδοσίας των προϊόντων αυτών.
Παράλληλα, επιβάλλεται να υπάρχουν αυστηρότερες διοικητικές και ποινικές κυρώσεις και να γίνεται σωστή ενημέρωση, των αγροτών και όλων των εμπλεκομένων στη γεωργία, για τις επιπτώσεις χρήσης παράνομων φυτοφαρμάκων.
Εν αναμονή των εξελίξεων, οι παράνομες εισαγωγές "υπεξαιρούν" σημαντικό κομμάτι των πωλήσεων των νόμιμων εταιριών του κλάδου, που το 2006 είδαν τον τζίρο τους να μειώνεται στα 155 εκατ. ευρώ, έναντι 185 εκατ. το 2005 και 199 εκατ. το 2004.