13.4.11

Καταδίκη της Johnson & Johnson για δωροδοκίες στην Ελλάδα

Πρόστιμο ύψους 70 εκ. δολαρίων επιδικάστηκε -σύμφωνα με τηλεγράφημα του αυστραλιανού πρακτορείου AAP- στον φαρμακευτικό κολοσσό Johnson & Johnson. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, η εταιρία δωροδοκούσε γιατρούς και διοικητές νοσοκομείων τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες για την υπογραφή συμβάσεων και την προώθηση των προϊόντων της από το 1998 ενώ πλήρωσε μίζες στο Ιράκ για να κερδίσει συμβάσεις για φάρμακα και προϊόντα για τεχνητές αρθρώσεις.
Θυγατρικές της Johnson & Johnson δωροδόκησαν γιατρούς και διοικητές νοσοκομείων στην Ελλάδα, την Πολωνία και τη Ρουμανία σύμφωνα με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στο Περιφερειακό Δικαστήριο στην Ουάσινγκτον. Η εταιρεία έκανε επίσης παράνομες πληρωμές σε Ιρακινούς αξιωματούχους για να κερδίσει τις συμβάσεις του προγράμματος oil-for-food του ΟΗΕ. Η J&J, με έδρα στο New Brunswick του New Jersey των ΗΠΑ, χρησιμοποιούσε μαύρα ταμεία και υπεράκτιες εταιρίες στη Νήσο του Μαν για τις δωροδοκίες.
Γιατροί του δημοσίου συστήματος υγείας και διαχειριστές που παρήγγειλαν προϊόντα της J&J, όπως χειρουργικά εμφυτεύματα ή συνταγογραφούμενα φάρμακα της εταιρείας, επιβραβεύτηκαν με διάφορους τρόπους, όπως με μετρητά και ταξίδια.
Η Johnson & Johnson, που κατέχει τη δεύτερη θέση σε πωλήσεις φαρμακευτικών προϊόντων στον κόσμο, συμφώνησε να καταβάλει 48,6 εκατομμύρια δολάρια για τη διευθέτηση των απαιτήσεων της Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και 21,4 εκατομμύρια δολάρια πρόστιμο για την ποινική δίωξη που άσκησε το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ. Στο πλαίσιο συμφωνίας με τη Δικαιοσύνη, η J & J συμφώνησε να υποβάλει έκθεση για την εξυγίανσή της και τα μέτρα συμμόρφωσής της κάθε έξι μήνες για τα επόμενα τρία χρόνια.
Η θυγατρική της Johnson & Johnson, DePuy International Ltd, υποχρεώθηκε να καταβάλει 4,8 εκατομμύρια λίρες Αγγλίας (7.900.000 δολάρια) για διευθέτηση αξιώσεων του Ηνωμένου Βασιλείου που συνδέονται με τη δωροδοκίες στην Ελλάδα αναφέρει σε ανακοίνωσή του το Serious Fraud Office (Αγγλία).
«Είμαστε βαθιά απογοητευμένοι από τις απαράδεκτες πράξεις που οδήγησαν σε αυτές τις παραβιάσεις», ανέφερε ο William C. Weldon, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Johnson & Johnson. «Από τότε έχουμε πραγματοποιήσει σημαντικές αλλαγές ώστε να συμμορφωθούμε και είμαστε αποφασισμένοι να κάνουμε ό, τι μπορούμε για να διασφαλίσουμε ότι δεν θα συμβούν ποτέ ξανά ανάλογες πράξεις.»
Σύμφωνα με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (SEC) η J & J διοχετεύεται πληρωμές σε Έλληνες χειρουργούς, μέσω ενός "πράκτορα", ο οποίος μετέφερε κεφάλαια από μια ιδιωτική εταιρεία που έχει συσταθεί στη Νήσο του Μαν. Το τμήμα εσωτερικού ελέγχου της εταιρείας ανακάλυψε τις πληρωμές στις αρχές του 2006 μετά από καταγγελία.
Από τις αρχές του 2010 η J&J έχει ανακαλέσει περισσότερα από 50 προϊόντα, ενώ τοποθέτησε νέο διευθυντή τεχνικού ελέγχου. Τον Φεβρουάριο αναδιοργάνωσε το τμήμα καταναλωτικών προϊόντων και ανακοίνωσε ότι ο επικεφαλής της DePuy Ορθοπεδικής μονάδας είχε παραιτηθεί.
Υπενθυμίζεται, ότι τον Δεκέμβριο του 2008, η Siemens AG, συμφώνησε να καταβάλει 800 εκατομμύρια δολάρια στις ΗΠΑ και 814 εκατομμύρια δολάρια στις γερμανικές αρχές για την ικανοποίηση απαιτήσεων αναφορικά με δωροδοκίες της εταιρίας για να συνάψει συμβάσεις με την κυβέρνηση του Ιράκ στον τομέα του προγράμματος oil-for-food των Ηνωμένων Εθνών καθώς και για έργα όπως των σιδηροδρομικών μεταφορών στη Βενεζουέλα, δικτύων κινητών τηλεφώνων στο Μπαγκλαντές, σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στο Ισραήλ και συστημάτων ελέγχου της κυκλοφορίας στη Ρωσία.
Τον Νοέμβριο του 2010, η Panalpina World Transport Holding Ltd, μια ελβετική εταιρεία εμπορευματικών μεταφορών, η Ολλανδική Royal Dutch Shell και πέντε εταιρίες πετρελαϊκών υπηρεσιών, συμφώνησαν να καταβάλουν 237 εκατομμύρια δολάρια για τη διευθέτηση αστικών και ποινικών κατηγοριών, για ότι κατέβαλαν «χιλιάδες δωροδοκίες» σε αξιωματούχους χωρών της Αφρικής, της Ασίας και της Νότιας Αμερικής για λογαριασμό πελατών τους στη βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Αρχές του 2011, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (SEC) ξεκίνησε μια έρευνα για το κατά πόσον οι επιχειρήσεις επενδύσεων έχουν κάνει «ακατάλληλες πληρωμές», όπως μίζες και πλούσια δώρα, για να πάρουν συμβόλαια από κρατικά επενδυτικά ταμεία.