Πριν από την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος, η Ελλάδα παρουσίαζε ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην κοινωνική του υποστήριξη (72%, στοιχεία Ευρωβαρόμετρου).
Το εν λόγω ποσοστό βρισκόταν, όχι μόνο πάνω από τον μέσο όρο των 15 χωρών-μελών (59%), αλλά και πάνω από τον μέσο όρο των χωρών της Ζώνης του Ευρώ (66%). Από το 1993, που το Ευρωβαρόμετρο άρχισε να αποτυπώνει εμπειρικά τις στάσεις των Ευρωπαίων πολιτών απέναντι στο ευρώ, έως και το 2004, η υποστήριξη προς το ενιαίο νόμισμα κυμάνθηκε στην Ελλάδα, κατά κανόνα, σε επίπεδα πάνω από 60%. Στις χώρες της Ευρωζώνης, η υποστήριξη προς το ενιαίο νόμισμα παρουσίασε μια θεαματική άνοδο, ακριβώς λίγο πριν από την εισαγωγή του στις έντεκα αρχικές χώρες-μέλη (1η Ιανουαρίου 1999). Είναι ενδιαφέρον, ότι αν και η εισαγωγή του στην Ελλάδα δεν πραγματοποιήθηκε εξαρχής, αλλά με καθυστέρηση δύο χρόνων (Ιανουάριος 2001), εντούτοις, η εγχώρια υποστήριξή του παρακολούθησε την ίδια ανοδική τάση με την αντίστοιχη των χωρών της Ευρωζώνης, προσεγγίζοντας το ανώτατο σημείο της το φθινόπωρο του 1998 (75%). Επρόκειτο για το ιστορικό μέγιστο της κοινωνικής υποστήριξης προς το κοινό νόμισμα στην Ελλάδα, πριν από την κυκλοφορία του.
Ενδιαφέρουσα είναι επίσης και η διαφοροποίηση της υποστήριξης στην Ελλάδα, μετά την εισαγωγή του. Η πορεία αποδυνάμωσης του ευρώ απέναντι στο δολάριο και τη στερλίνα, που παρατηρήθηκε, ματαίωσε ως έναν βαθμό τις δημιουργηθείσες προσδοκίες. Η υποστήριξη προς το ευρώ, στο σύνολο των Ε. Ε. –15 και των χωρών της Ευρωζώνης συρρικνώθηκε, επιστρέφοντας το β εξάμηνο του 2000 στα επίπεδα προ της εισαγωγής του. Στην Ελλάδα, εντούτοις, η υποχώρηση του ευρώ έναντι των ξένων νομισμάτων δεν επηρέασε ουσιαστικά τη θετική αποδοχή του από την κοινή γνώμη. Πράγματι, στη διάρκεια της τριετίας 1999–2001, η υποστήριξη προς αυτό παρέμεινε στην Ελλάδα υψηλή και σταθεροποιημένη σε επίπεδα της τάξης των 2/3 του πληθυσμού, πάντοτε πάνω από τον μέσο όρο της Ε. Ε. –15, αλλά και της Ευρωζώνης.
Ταχεία αφομοίωση
Η υψηλή υποστήριξή του από την ελληνική κοινή γνώμη ερμηνεύει ταυτοχρόνως και τη γρηγορότερη αποδοχή και ευκολότερη αφομοίωσή του, που παρατηρήθηκε μετά την 1/1/2002. Σύμφωνα με έρευνα tracking του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, ήδη από την πρώτη εβδομάδα εισαγωγής του νέου νομίσματος, 8 στους 10 Ελληνες πολίτες (79%) το είχαν ήδη προμηθευτεί και πάνω από 5 στους 10 (53%) είχαν πραγματοποιήσει συναλλαγές σε αυτό. Το ποσοστό αποδοχής του, από 70% την πρώτη εβδομάδα, σταθεροποιήθηκε δύο εβδομάδες αργότερα σε επίπεδα της τάξης του 75%.
Η αρχικά ευρύτατη κοινωνική αποδοχή του ευρώ, λόγω και της ανόδου των τιμών που επήλθε, θα περιοριστεί σημαντικά στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία που ακολούθησε την υιοθέτησή του και μέχρι την εκδήλωση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Η σταδιακή διάβρωση του «φιλοευρωπαϊσμού» στην Ελλάδα θα μεταφραστεί πλέον στην αρνητική αντιμετώπιση του ευρώ από τη μεγαλύτερη μερίδα των πολιτών. Ορόσημο στη διαδικασία μεταστροφής (και) της ελληνικής κοινής γνώμης θα αποτελέσει το γαλλικό δημοψήφισμα της 29ης Μαΐου 2005 για το Ευρωσύνταγμα. Στο μέσον της δεκαετίας του 2000, η μεταβολή στις κοινωνικές στάσεις έναντι το ευρώ υπήρξε πράγματι θεαματική.
Η σημερινή κρίση χρέους στην οποία έχει βυθιστεί η Ελλάδα και το επακόλουθο γενικευμένο κύμα ανασφάλειας έχει αντιστρέψει και πάλι την εικόνα. Με βάση την πρόσφατη έρευνα της Public Issue για την «Καθημερινή», η αποδοχή του ευρώ προσεγγίζει σήμερα το 58%, παραμένει σχετικά σταθεροποιημένο το τελευταίο εξάμηνο, ενώ είναι σαφώς υψηλότερη μεταξύ των περισσότερο ευάλωτων και πληττόμενων ομάδων του πληθυσμού (π. χ. συνταξιούχοι, νοικοκυρές). Ταυτοχρόνως, 2 στους 3 ερωτώμενους (66%) απορρίπτουν το ενδεχόμενο εγκατάλειψης του ευρώ και επιστροφής στη δραχμή, θεωρώντας ότι μια παρόμοια μεταβολή θα επιδείνωνε την κατάσταση. Αντιθέτως, υπέρ της επιστροφής στη δραχμή τάσσεται σήμερα το 16%, δηλαδή σχεδόν ένας στους έξι Ελληνες πολίτες.
Του Γιάννη Μαυρή
(από την Καθημερινή της Κυριακής)