13.6.11

Δικαιούμαστε μια Συγγνώμη!

του Γεωργίου Ι. Αναστασόπουλου*,
Κάποια πράγματα σε τούτη τη ζωή ενοχλούν περισσότερο από κάποια άλλα! Το τι είναι σημαντικό ή μη, δεν μετριέται πάντα με το μέγεθος του τραπεζικού λογαριασμού μας. Υπάρχει μια λέξη που τουλάχιστον για του Έλληνες αποτελούσε κάποτε ιδανικό ζωής: «Το φιλότιμο». Με το πέρασμα του χρόνου και την επικρατούσα ιδεολογία του ευδαιμονισμού, η λέξη αυτή χάνεται σιγά-σιγά από το καθημερινό ρεπερτόριο της ζωής μας, και αντικαθίσταται με περισσότερο υλιστικά ιδεώδη, όπως ένα κάμπριο ή ένα τριήμερο στην Μύκονο.
Η σύγχρονη νεοελληνική προσέγγιση της ζωής έχει υιοθετήσει μια σειρά από αξίες που κατά πολύ απέχουν από αυτή του «φιλότιμου» και προσιδιάζουν σε αυτές ενός εγωπαθούς κακομαθημένου βουτυρόπαιδου. Στη λογική αυτή οι ταγοί του έθνους μας διαμορφώνουν πολιτικό λόγο, που για να παραμένει αποτελεσματικός, πρέπει κάθε φορά να υπερακοντίζει σε λαϊκισμό τον προηγούμενο. Κολακεύοντας τα ελαττώματα του λαού, χαϊδεύοντας τις αδυναμίες του και κανακεύοντας τα πάθη του ικανοποιούν τα κατώτερα –καταναλωτικά- ένστικτά του, ενισχύουν τις δημοσκοπικές τους θέσεις, ευελπιστώντας σε ένα θετικό εκλογικό αποτέλεσμα. Το ψέμα μετατρέπεται σε πάγια τακτική, η οποία σιγά-σιγά γίνεται αποδεκτή όχι μόνο ως θεμιτή αλλά και ως ορθή πρακτική, η οποία, αποδεδειγμένα, φέρνει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Το «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» γίνεται θέση ζωής.
Δεδομένου ότι το τμήμα της κοινωνίας που διαφωνεί με αυτές τις εκφυλιστικές λογικές δεν αντιδρά, η τακτική του λαϊκισμού βρίσκει πρόσφορο έδαφος να εξαπλωθεί και σταδιακά να μετατραπεί σε κυρίαρχη πρακτική. Η υλιστική ευδαιμονία την οποία ο λαϊκισμός υπόσχεται μετατρέπεται σε απόλυτο αυτοσκοπό.
Δείτε, για παράδειγμα, το πρόσφατο κίνημα των αγανακτισμένων: Ενώ πολλοί από αυτούς φαίνεται πως, εκ πρώτης όψεως, καταδικάζουν τον διεφθαρμένο κομματισμό του παρελθόντος, αρνούμενοι, υποσυνείδητα, να αποδεχθούν την ανάγκη αλλαγής του υλιστικού αξιακού συστήματος που βιώνουμε, μετατρέπονται από υποχείρια του κομματικού λαϊκισμού σε πρέσβεις ενός νέου ιδιότυπου ακομμάτιστου λαϊκισμού. Ευαγγελίζονται έτσι ανύπαρκτους παραδείσους, που θα προκύψουν από νεφελώδεις ανοησίες του τύπου «απεχθούς χρέους», που με κάποιο μαγικό τρόπο θα μας αποδεσμεύσουν από τις όποιες ευθύνες και υποχρεώσεις, που έχουμε αναλάβει ως λαός, μετατρέποντας μας σε διεθνείς μπαταχτσήδες, ώστε να πάψουμε να χρωστάμε και να συνεχίσουμε την καλοπέραση των εποχής των δανεικών. Επιμένουν δηλαδή στο αποτυχημένο μοντέλο της υλιστικής ευδαιμονίας το οποίο όχι απλά διέλυσε τον οικονομικό ιστό της χώρας, αλλά καταρράκωσε και τις όποιες ηθικές αξίες κοσμούσαν τον Ελληνισμό.
Ακριβώς στη αρρωστημένη αυτή λογική κινείται και η επίσημη κυβερνητική πολιτική! Προσπαθεί δια πυρός και σιδήρου να διατηρήσει τα προνόμια και την ευζωία ενός διεστραμμένου βαθέως κράτους, το οποίο από υπηρέτης του λαού έχει μετατραπεί σε δυνάστη του και που το μόνο για το οποίο νοιάζεται είναι η διατήρηση των προνομίων του, της ευζωίας του και της ευδαιμονίας του. Φυσικά, η κυβερνητική αυτή πολιτική νοοτροπία δεν εκπλήσσει αφού είναι ο κομματικός φορέας αυτής της κυβέρνησης, το ΠΑΣΟΚ, που από την δεκαετία του ’80, εισήγαγε στην χώρα τον θεσμό του άκρατου λαϊκισμού, καθιέρωσε το κομματικό κράτος, διέλυσε θεσμούς και αρχές, αποκαθήλωσε το αξιακό σύστημα του «φιλότιμου» αντικαθιστώντας το με το υλιστικό αξιακό σύστημα της «αρπαχτής» και της «λαμογιάς» και εξέθρεψε τις νέες γενιές στην λογική της ανυπακοής, του τσαμπουκά, της θρασύτητας, της ήσσονος προσπάθειας και του «ωχαδερφισμου».
Επιχειρεί, μάλιστα, η εξουσία να διατηρήσει –κατά το δυνατόν- άθικτα τα προνόμια της «αυλής» της (= του κρατικοδίαιτου στρατού των αφισοκολλητών της) αδυνατώντας ακόμη και την ύστατη στιγμή να αναγνωρίσει στοιχειώδεις αρχές όπως «πλούτο παράγει η αγορά και όχι το δημόσιο», και πως «κοινωνική πολιτική δεν μπορεί να ασκήσει ένα χρεοκοπημένο κράτος».
Η αδυναμία της κυβέρνησης να κατανοήσει το αξιακό καθεστώς, του «φιλότιμου», της εργατικότητας, της επιχειρηματικότητας, που ταιριάζει στην φύση των Ελλήνων και που τους κάνει να διαπρέπουν, ανά τους αιώνες, σε καθεστώς απουσίας του κράτους ή υπό την παρουσία μικρού και οργανωμένου κράτους, την οδηγεί στο αποκρουστικό πακέτο των, αστυνομικού τύπου, μέτρων σοσιαλιστικής έμπνευσης και λογικής (=φορολογικό αμόκ) που καλείται να λάβει. Μέτρων των οποίων η φύση αντίκειται πλήρως στην έμφυτη νοοτροπία των Ελλήνων. Επιλέγει δε, συνειδητά, αυτή την αδιέξοδη πολιτική, αντί να συντρίψει, μια και καλή, το αδηφάγο και αντιπαραγωγικό σπάταλο κράτος που απομυζά το τελευταίο ίχνος ικμάδας του ιδιωτικού τομέα οδηγώντας την οικονομία σε μαρασμό και την χώρα σε κατάρρευση.
Και το χειρότερο είναι πως την ίδια αυτή συνταγή, που διατηρεί αμείωτο το κράτος-σατράπη, η ίδια κυβέρνηση την δοκίμασε ακριβώς πριν ένα χρόνο και απέτυχε παταγωδώς. Συνοδευόμενη μάλιστα τότε από πλήθος ανόητων δηλώσεων του τύπου «αυτά τα μέτρα είναι αρκετά για να επιτευχθεί ανάπτυξη», «δεν θα χρειασθούν άλλα μέτρα», «αν χρειασθούν άλλα μέτρα θα παραιτηθούμε», «το 2012 η Ελλάς επιστρέφει σίγουρα στις αγορές». Δηλώσεις που δεν αποδεικνύονται μόνο αβάστακτα επιπόλαιες αλλά και τραγικά ψευδείς.
Και είναι πραγματικά άξιον απορίας πως οι εμπνευστές αυτών των δηλώσεων, αλλά και της επιμονής στην ίδια αδιέξοδη πολιτική δεν είχαν το παραμικρό φιλότιμο να ζητήσουν, από τον Ελληνικό λαό, μια «συγγνώμη»! Όχι μόνο για όσα ψεύδη ξεστόμισαν, αλλά για την πολιτική που εφάρμοσαν (ή δεν εφάρμοσαν, ανάλογα την οπτική γωνιά) που αποδείχθηκε, εκ των πραγμάτων, αποτυχημένη. Και στην οποία επιμένουν, επιβεβαιώνοντας όχι μόνο την απίστευτη θρασύτητά τους αλλά και την τραγική υπεροψία τους.
Αλλά δικαίως θα αναρωτηθείτε, «ποιος έχασε το φιλότιμο για να το βρουν αυτοί»;
* Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Northwestern και Γενικός Διευθυντής της Δημοκρατικής Συμμαχίας.