27.1.13

Ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας για την εκκλησιαστική περιουσία και τη μισθοδοσία του κλήρου

Κατά την τρίτη θεματική των εργασιών του Συνεδρίου "Εκκλησία και Αριστερά", με τίτλο «Θέματα εκκλησιαστικής περιουσίας και μισθοδοσίας του κλήρου», ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος, Καθηγητής Ε.Κ.Π.Α.  παρουσίασε την εισήγησή του με θέμα "Εκκλησιαστική περιουσία και μισθοδοσία του κλήρου".
Στην ίδια θεματική ενότητα συμμετείχαν ο π.Βασίλειος Καλλιακμάνης, Καθηγητής Α.Π.Θ., ο Αν.Καθηγητής Α.Π.Θ. Τάσος Κουράκης, βουλευτής του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και ο Λέκτορας Α.Π.Θ. ενώ τη συζήτηση συντόνισε ο δημοσιογράφος Στέλιος Κούλογλου.
Ακολουθεί η εισήγηση του Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσοστόμου, Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών:
1. Το δίπτυχο του θέματος : «Εκκλησιαστική περιουσία και μισθοδοσία του κλήρου» αποτελεί ίσως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα "σημεία τριβής" στον παρόντα διάλογο και μάλιστα όχι μόνο σε επίπεδο επικοινωνιακό αλλά και ουσίας, αφού κατακαιρούς έχουν ακουστεί αρκετές ανακρίβειες αλλά και κάποιες αλήθειες, πρέπει όμως να γνωρίζουμε, ότι η μισή αλήθεια δεν είναι ολόκληρη η αλήθεια και η ανακρίβεια κατά το ήμισυ τουλάχιστον είναι ψεύδος.
Πριν ξεκινήσω την τοποθέτησή μου πάνω στα δύσκολα αυτά θέματα, θα ήθελα να κάνω τρεις διευκρινήσεις :
α)  Με τον όρο "Εκκλησία της Ελλάδος" προσδιορίζεται το Ν.Π.Δ.Δ., το οποίο περιγράφεται στο νόμο 590/1977 «Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος».
β)  Όσα θα αναφερθούν στην παρούσα εισήγηση αποτελούν απαντήσεις σε ερωτήματα, τα οποία τέθηκαν κατά την συζήτηση των εκπροσώπων της Ιεράς Συνόδου (Σεβ. Μητρ. Ελασσώνος κ. Βασιλείου, Σύρου κ. Δωροθέου και Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου), με τα μέλη της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής οικονομικών του Ελληνικού Κοινοβουλίου (2010), σχετικά με τη φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και μισθοδοσία-συνταξιοδότηση των κληρικών και όχι σε όσα ανεύθυνα η ανακριβή κατά καιρούς έχουν δημοσιευθεί, ενώ αξιολογούνται επίσης οι θέσεις του κ. καθηγητού και βουλευτού Αναστασίου Κουράκη, υπευθύνου του ΣΥΡΙΖΑ, για θέματα παιδείας και θρησκευμάτων, στην εφημερίδα ΑΥΓΗ, αλλά και του βουλευτού κ. Νικολάου Τσούκαλη, ως και το κείμενο «περί φορολογίας της εκκλησιαστικής περιουσίας», το οποίο δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα «αριστερόκ», στο οποίο αποτυπούνται οι θέσεις-απόψεις της Δημοκρατικής Αριστεράς.
γ) Θα ήθελα να τονίσω ότι όσα ειπωθούν είναι στοιχεία τα οποία σκιαγραφούν μία πραγματικότητα και τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για την ανάπτυξη ενός διαλόγου.
2. Πρώτο σημείο αφορά ως προς το ύψος της υπάρχουσας εναπομείνασας πλέον εκκλησιαστικής περιουσίας, ύστερα ύστερα από αναγκαστικές και νομοθετημένες απαλλοτριώσεις, κατά τα έτη 1830-1836, 1882, 1927, 1952, και 1987 αντίστοιχα. Η ανάρμοστη και μόνιμη κατά το πλείστον διαγωγή της Πολιτείας έναντι της Εκκλησίας δεν πρέπει να προκαλή ιδιαίτερη έκπληξη στους έχοντες άμεση γνώση και εμπειρία των «παρ’ ημίν» πραγμάτων, δεδομένου ότι η αρπαγή η η αναγκαστική δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας από μέρους της Ελληνικής Πολιτείας άρχισε ήδη, από τις πρώτες ημέρες της συστάσεως του ελευθέρου Ελληνικού κράτους. Ήδη το 1833-1834 με την έκδοση Βασιλικού Διατάγματος από του Αντιβασιλέα αναγκάσθηκαν 416 Ιεραί Μοναί να διαλυθούν, οι Μοναχοί τούτων κακήν κακώς να υποχρεωθούν να εγκαταλείψουν αυτές και έκτοτε να περιέρχονται ρακένδυτοι και πεινασμένοι ανά τας οδούς των πόλεων ζητούντες την ελεημοσύνην των ανθρώπων, η δε υπάρχουσα αυτών (εν. των Μονών) κινητή και ακίνητη περιουσία περιήλθε στο κράτος με την δήθεν δικαιολογίαν της συστάσεως του «Εκκλησιαστικού Ταμείου».
Ωσάν να μη έφθανεν η πρώτη αυτή μεγάλη λεηλασία των Ιερών Μονών εκ μέρους της Πολιτείας, τρία έτη μετά (1836) εξεδόθη νέα βασιλική απόφαση με την οποία η δήμευση της υπολειπόιμενης εκκλησιαστικής περιουσίας επεξετείνετο και στις εναπομεινάσας Ιερές Μονές «χάριν θεαρέστων έργων και προς οικοδομήν ιερών και αγαθοερ-γων καταστημάτων». Στις τυχόν από της πρώτης και δευτέρας δημεύ-σεως διασωθείσες ελάχιστες Ιερές Μονές επεβλήθη από την Πολιτεία άμεσος δυσβάστακτος φορολογία. Μετά τους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους, τον Α  Παγκόσμιον πόλεμον και την Μικρασιατικήν Καταστρο¬φην (1922), το αδηφάγο Ελληνικόν κράτος μη αρκούμενον εις ο,τι ήδη είχε λάβει από την Εκκλησία συνέχισε να ακολουθή πιστότατα την ίδια αδηφάγον καταστροφική πάντοτε για την Εκκλησία τακτική. Με τους Ν. 1072/1917 και 2050/1920 συνοδευομένων και από άλλων μεταγενεστέρων τοιούτων απαλλοτριώθηκαν «αναγκαστικώ τω τρο¬πω» μεγάλες και λίαν σημαντικές και πανάκριβες καθαρώς εκκλησια¬στι¬κες εκτάσεις δια την αποκατάσταση των εμπεριστάτων αδελφών προσφύγων και ακτημόνων, για λόγους, όπως αναφέρεται, «προφανούς ανάγκης και δημοσίας ασφαλείας».
Ειδικότερα από του έτους 1917 μέχρι του έτους 1930 απηλλοτριώθησαν λίαν σημαντικαί και πανάκριβοι εκκλησιαστικαί εκτάσεις των οποίων η αξία υπερέβαινε κατά πολύ το 1 δισεκατομμύριον προπολεμικών δραχμών. Από το υψηλό τούτο καθορισθέν ποσόν για τις γενόμενες απαλλοτριώσεις το κράτος κατέβαλε στο «Γενικόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» μόνον το 4%, ήτοι 40.000.000 δρχ. Το υπόλοιπο ποσόν των 960 εκατομμυρίων εξακολουθεί να το οφείλει η Πολιτεία στην Εκκλησία. Η αναξιοπιστία και η αφερεγγυότητα του κράτους έναντι της Εκκλησίας δεν σταμάτησε, αλλά τουναντίον συνεχίσθηκε με τον ίδιον πάντοτε αμείωτο ρυθμό και με τις ίδιες πάντοτε αρπακτικές αυτού διαθέσεις. Με τον Ν. 4684/1931 θεσπίστηκε «Οργανισμός Διοικήσεως Εκκλησιαστικής και Μοναστηριακής Περιουσίας», βάσει του οποίου εγένετο η ρευστοποίηση της ακινήτου περιουσίας των Ιερών Μονών χωρίς την συγκατάθεση της Ιεραρχίας.
Η επελθούσα κατάληψη της χώρας υπό των στρατευμάτων Κατοχής συνετέλεσεν ώστε και αυτό τούτο το ελάχιστο αντίτιμο της υποχρεωτικής απαλλοτριώσεως, το οποίον έλαβε η Διοικούσα Εκκλησία, απωλέσθη ένεκα της δραματικής και τυραννικής κατοχικής αδυσωπήτου πραγματικότητας.
Μετά ταύτα επηκολούθησεν η περίφημος «Σύμβασις περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Εκκλησίας προς αποκατάστασιν ακτημόνων γεωργικών κτηνοτρόφων» της 18/9/1952, την Σύμβασιν δε του έτους 1952 ήλθε να συνεχίση ο Ν. 1700/87 (Ν.Α. Τρίτση) με τον οποίον συμπληρώθηκε η αναγκαστική δήμευση και απαλλοτρίωση της ήδη συρρικνωμένης εις το ελάχιστον εκκλησιαστικής περιουσίας.
ΠΙΝΑΚΑΣ  Ι
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ
1) Μέ τη σύμβαση του 1952 εδόθησαν διακεκριμένα κτήματα, τα οποία καλύπτουν έκταση ίση με τα 4/5 του συνόλου της καλλιεργήσιμης γης.
Η συνολική αυτή έκταση, δηλαδή τα 4/5, δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 141.333 στρέμματα.
Το ποσοστό αυτό των 4/5 συμπληρώνεται και με τη μεταβίβαση στο Δημόσιο του συνόλου  των καλλιεργουμένων και καλλιεργήσιμων αγρών της ρευστοποιητέας και εκποιητέας μοναστηριακής περιουσίας του Ο.Δ.Ε.Π.
2) Δασικές εκτάσεις δεκτικές καλλιέργειες με εκχέρσωση.
3) Τό σύνολο των εκτάσεων των αγριελαίων (εκτός Αθηνών και Μεγαρίδος) και κτήματα ίσα προς τα 2/3 του συνόλου των βοσκοτόπων, λειβαδίων και εν γένει κτηνοτροφικών εκτάσεων.
Το ποσοστό των 2/3 συμπληρώνεται και με τη  μεταβίβαση του συνόλου των βοσκοτόπων της ρευστοποιητέας και εκποιητέας μοναστηριακής περιουσίας του Ο.Δ.Ε.Π.
Συνολικά παραχωρήθησαν:
α)141.333 στρέμματα καλλιεργήσιμης  γης, με 21.914 τεμάχια ελαιόδενδρα, και
β) 601.644 στρέμματα βοσκοτόπων,
με σκοπό να δοθούν σε ακτήμονες, υπό της Ελληνικής Πολιτείας, κάτι για το οποίο ουδέποτε υπήρξε επίσημη ενημέρωση ως προς την υλοποίηση η μη της παρούσης δέσμευσης.
Τι απέμεινε λοιπόν ως εκκλησιαστική περιουσία, δηλαδή, τι εκπροσωπεί το 4% της εναπομείνασας εκκλησιαστικής περιουσίας, ύστερα από τις παραπάνω απαλλοτριώσεις, σήμερα; 
Ο παρακάτω Πϊνακας II παρουσιάζει την σημερινή κατάσταση.
ΠΙΝΑΚΑΣ  ΙΙ
ΕΝΑΠΟΜΕΙΝΑΣΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ
Το εναπομείναν ποσόν Εκκλησιαστικής Περιουσίας.
Με βάση την απογραφή της Αγροτικής Τραπέζης, του 1988, επιβεβαιώνεται , ότι η Εκκλησία της Ελλάδος, κατέχει:
Δασικές εκτάσεις ( ανεκμετάλλευτες η δεσμευμένες ) : 367.000 στρέμματα
Βοσκοτόπους: 745.000 στρέμματα
Γεωργική – Καλλιεργήσιμη γη ( 0,48% της συνολικής γεωργικής γης ) :169.000 στρέμματα
έναντι 43.598.000 στρεμμάτων του Ελληνικού Δημοσίου
  και  1.282.300 στρεμμάτων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης
Από το ανωτέρω ποσόν της 4% εναπομεινάσης εκκλησιαστικής περιουσίας θα αναφέρουμε ότι η εκάστοτε ελληνική πολιτεία έχει δεσμεύσει την παρακάτω αστική και αξιοποιήσιμη περιουσία, με διάφορες νομοθετικές ρυθμίσεις : 
ΠΙΝΑΚΑΣ  ΙΙΙ
ΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ
Από το εναπομείναν, από το Ελληνικό Δημόσιο, 4% της Εκκλησιαστικής Περιουσίας έχει επίσης δεσμευθεί, η παρακάτω αξιοποιήσιμη αστική περιουσία:
● Εις την περιοχήν της Βουλιαγμένης: 603.263,68 τ.μ., αξίας : 347.739.914,40 €
● Εις την περιοχήν των Αθηνών : 163.314,52 τ.μ., αξίας : 32.234.881,25 €
● Εις την περιοχήν της Θεσ/νίκης : 3.861,46 τ.μ., αξίας : 7.381.949,53 €
Η παρούσα δεσμευμένη νομοθετικά περιουσία υπό του Ελληνικού Δημοσίου:
ΔΕΝ ΑΞΙΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΠΟΤΕ ΥΠΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ, ΑΝΤΙΘΕΤΑ ΚΑΤΑΠΑΤΗΘΗΚΕ ΥΠΟ ΙΔΙΩΤΩΝ
Η δήμευση αυτή δεν επιτρέπει καμία μεταβολή του προορισμού και της χρήσης γης, γιατί στα λίγα αστικά ακίνητα, στα περισσότερα εκ των οποίων έχουν επιβληθεί από το Κράτος ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις για να καταστούν κοινόχρηστοι χώροι, ενώ τα Νομικά Πρόσωπα της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν έχουν αποζημιωθεί, γι’ αυτές, ελλείψει χρηματικών πόρων των Δήμων.
Ύστερα από τα στοιχεία αυτά νομίζω ότι γίνεται σε όλους κατανοητό πόσο διαφέρει ο μύθος από την δήθεν «αμύθητη» εκκλησιαστική περιουσία, την οποίαν καλείται να διαχειριστεί η να αξιοποιήσει σήμερα η Εκκλησία, και για την οποία φορολογείται ανίσως!!!
Πριν προχωρήσουμε όμως στην έκθεση της φορολόγη¬σης της εκκλησιαστικής περιουσίας είναι νομίζω χρήσιμο για την συζήτηση και για την αξιοπιστία του ελληνικού δημοσίου έναντι των υποχρεώσεών του προς την Εκκλησία της Ελλάδος να αναφερθούμε στις υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν, από την τελευταία αυτή σύμβαση του 1952.
Το ελληνικό δημόσιο έπρεπε να καταβάλλει στην Εκκλησία της Ελλάδος για όλες συλλήβδην τις εκτάσεις και τις καλλιέργειες το ποσόν των 97.601.000.000, το οποίο έπρεπε να εξοφλήσει σε τρεις δόσεις μετρητά, μέχρι το 1954-1955, και το υπόλοιπο ανεξόφλητο ποσό να δοθεί σε αστικά ακίνητα του δημοσίου, τα οποία σημειωτέον αναφέρονται ονομαστικά στη Σύμβαση. Αντί όλων αυτών των υποχρεώσεων η Ελληνική Πολιτεία εφαρμόζει: άνιση φορολογία επί της εκκλησιαστικής  γης, χωρίς ορθολογιστικές και αναλογιστικές αξιολογήσεις, και προβάλλουσα ως επιχείρημα την κάλυψη της μισθοδοσίας και της συνταξιοδότησης του κλήρου, ουδέποτε εξόφλησε τις υποχρεώσεις της, οι οποίες απορρέουν από την παραπάνω σύμβαση (σε ρευστό και σε παραχώρηση αστικής ακίνητης περιουσίας).
Αυτή είναι η κατάσταση της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Η φορολόγηση τόσο της ακίνητης περιουσίας, όσο και της κινητής, αφορά όχι μόνο την Κεντρική Εκκλησιαστική Υπηρεσία Οικονομικών (Ε.Κ.Υ.Ο.), αλλά και τις Ι. Μητροπόλεις, τους Ιερούς Ναούς και τις Ιερές Μονές (εξαιρουμένων των εκκλησιαστικών και προνοιακών ιδρυμάτων), δηλαδή αφορά 10.000 διαφορετικά Εκκλησιαστικά Νομικά Πρόσωπα.
Στον Πϊνακα IV που ακολουθεί εμφανίζεται η φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, με βάση τον νέον νόμο (2013).
ΠΙΝΑΚΑΣ  ΙV
ΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ
26%  Φόρος εισοδήματος (νέος φορολογικός νόμος 2013) από εκμίσθωση ακινήτων από 20%
 3%  Συμπληρωματικός φόρος
55%  Προκαταβολή φόρου
( Αφαίρεση από τα ενοίκια
α)  75% (νέος φορολογικός νόμος 2013) για δαπάνες επισκευές συντήρησης και λειτουργικές  δαπάνες από 50%)
β) αποσβέσεις 3% επί καταστημάτων γραφείων κλπ. και 5% επί οικοτροφείων, κατοικιών νοσοκομείων, κλινικών, κινηματογράφων,
θεάτρων)
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
3 ‰  Φόρος ακίνητης περιουσίας επί αντικειμενικών αξιών επί κτισμάτων (πρώην ΕΤΑΚ)
1 ‰  Φόρος ακίνητης περιουσίας επί αντικειμενικών αξιών επί οικοπέδων
Σημείωση : Οι περισσότερες κωμοπόλεις και χωριά εντάχθηκαν εντός ΑΠΑΑ (Αντικειμενικού Προσδιορισμού Αξίας Ακινήτων ) εντός του 2011, με αποτέλεσμα να αυξηθούν κατακόρυφα οι αντικειμενικές αξίες)
Απαλλαγές στα ιδιοχρησιμοποιούμενα ακίνητα για λατρευτικούς – θρησκευτικούς σκοπούς.
[ Αναμένεται η φορολόγηση των αγροτεμαχίων και η αύξηση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων]
50% (περίπου, με πρόχειρους υπολογισμούς ανά περίπτωση) , των εσόδων από ενοίκια αποδίδεται στο Κράτος μέσω της φορολόγησης και του ΕΕΤΗΔΕ (χαράτσι ΔΕΗ ) για τα εκμισθούμενα ακίνητα. Απαλλάσσονται οι χώροι λατρείας.
20% φορολογηση υπεραξίας μεταβιβάσεως ακινήτων, επί της διαφοράς της τιμής κτήσης η της αντικειμενικής αξίας σε περίπτωση Δωρεάς, γονικής παροχής η κληρονομιάς και της τιμής πωλήσεως. 
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΔΩΡΕΩΝ
0,5% Φόρος για ποσά δωρεών άνω των 1.000,00 € ανά έτος, ανά άτομο, για Ιερές Μητροπόλεις, Ιερούς Ναούς και Ιερές Μονές.
Για τα ΝΠΙΔ ( Ιδρύματα κλπ. )  φόρος 10% για ποσά άνω των 2.950,00€ ( Ν.2961/2001 όπως αναμορθώθηκε με τον Ν. 3842/2010)
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ
15% Φόρος τόκων καταθέσεων (νέος φορολογικός νόμος 2013),
από 10%
20% παρακράτηση φόρου από πώληση μετοχών εισηγμένων στο ΧΧΑ από 1/1/2013 με επιβάρυνση του πωλητή. Φορολογείται με τις γενικές διατάξεις ( 26% )και  συμψηφίζεται ο παρακρατηθείς φόρος 20% .
ΠΑΡΑΚΡΑΤΗΣΕΙΣ ΥΠΕΡ ΤΡΙΤΩΝ
Παρακρατήσεις από προμηθευτές και επαγγελματίες :
  1% για καύσιμα
  4% για προμήθεια αγαθών
  8% για παροχή υπηρεσιών
  1% για εργολαβίες τεχνικών έργων
  20% ελευθέρων επαγγελματιών εκτός από Α.Ε. και Ε.Π.Ε.
  20% φόρος αμοιβών μετακλητών  υπαλλήλων 
  2,4% Τέλος χαρτοσήμου επί μυστηρίων
Μία ακόμη από τις ερωτήσεις που ετέθη από κάποιον βουλευτή του Σ.Υ.Ρ.Ι.Ζ.Α. αφορούσε το κατά πόσον τα έξοδα και τα έσοδα διαχείρισης της ακίνητης περιουσίας έχουν αναφορά προς τους απλούς πολίτες.
Η εκκλησιαστική περιουσία δεν είναι κτήμα η ιδιοκτησία κανενός φυσικού προσώπου της Εκκλησίας. Ανήκει στο αντίστοιχο Πρόσωπο και απλά τα φυσικά πρόσωπα είναι διαχειριστές, όπως και σε κάθε άλλο περιουσιακό στοιχείο κάθε δημοσίου φορέα, η δε διαχείρισή του από συγκεκριμένη νομοθεσία και ως προς την διαχείριση και ως προς την αξιοποίησή της, με βάση τους προβλεπόμενους όρους και τους επιδιωκόμενους σκοπούς.
Η οποιαδηποτε επιδίωξη η πρόταση για ανταποδοτική αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας επ’ ωφελεία των πολιτών δεν βρίσκει την Διοικούσα Εκκλησία αντίθετη, αρκεί να υπάρξει νομοθετική ρύθμιση, που θα προβλέπεται α) ότι το Ν.Π. της Εκκλησίας θα κάνει την κατανομή και την προσφορά, γιατί μέχρι σήμερα για τόσες χιλιάδες στρέμματα που η Εκκλησία προσέφερε για τους ακτήμονες ουδέποτε πληροφορήθηκε ποιά ήταν η τύχη αυτών των εκτάσεων, πόσοι και ποιοί ακτήμονες τα εκμεταλλεύονται. β)  Το υπό καλλιέργεια είδος η προϊόν θα πρέπει να είναι ανταγωνιστικό και γ) ενισχυτικό της τοπικής οικονομίας, και όχι καλλιεργούμε για να καλλιεργούμε και να επιδοτούμεθα.
Εξαιτίας δε της μέχρι σήμερα χρηστής διαχείρισης της εναπομείνασας εκκλησιαστικής περιουσίας, η Εκκλησία, σε τοπικό πάντα επίπεδο, ασκεί το κοινωνικό, φιλανθρωπικό και προνοιακό έργο της, χωρίς να το διαφημίζει ενώ σε πολλές περιοχές έχει υποκαταστήσει πλήρως το απόν κράτος πρόνοιας (Μεσσηνία, Σπάρτη, Ηλεία, Πάτρα, Καλάβρυτα κ.α.), μέσα από δομές προνοιακού έργου, με το οποίο συμβάλλει στην επίλυση προβλημάτων που προέρχονται από την ανεργία (εργαζόμενοι στα ιδρύματα) και συμβάλλει την ανάπτυξη της τοπικής οικονομίας (μέσα από τη λειτουργία και τα έξοδα λειτουργίας των ιδρυμάτων).
Χαρακτηριστικά για το έτος 2010 σε ολόκληρη την Εκκλησία της Ελλάδος δαπανήθηκαν περίπου 100.000.000 ευρώ για την φιλανθρωπία και την πρόνοια : δηλαδή το μισό περίπου της μισθοδοσίας του κλήρου. Εις τα της πρόνοιας και της φιλανθρωπίας θα αναφερθεί διεξοδικά αύριο ο Σεβ. Μητροπολίτης Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβας.
3. Το θέμα της μισθοδοσίας του κλήρου : αποτελεί συμβατική υποχρέωση του ελληνικού δημοσίου, όπως και η κάλυψη των εξόδων λειτουργίας της εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως, έναντι της εκκλησιαστι¬κης περιουσίας (αγροτολιβαδικής και αστικής), η οποία με οποιοδήποτε τρόπο η μέσο παρεχωρήθηκε στο ελληνικό δημόσιο και η οποία καλύπτει, όπως προανέφερα το 96% της όλης εκκλησιαστικής περιουσίας. Η συμβατική αυτή υποχρέωση δυστυχώς και κυρίως η ανταποδοτική λειτουργία της, η οποία ήδη από το 1833 έως και το 1952 εμφανίζεται με αυτήν την νομική κατοχύρωση δηλαδή ως συμβατική υποχρέωση, καταστρατηγήθηκε όταν συσχετίστηκε το 1945 όχι πλέον με την παραχωρηθείσα εκκλησιαστική περιουσία αλλά με την κάλυψη φορολογίας επί των ακαθαρίστων εσόδων των Εκκλησιαστικών Νομικών Προσώπων αρχικά 25% και 20 χρόνια αργότερα περίπου, το 1968, με το ποσόν των 35% .
Έτσι λοιπόν το κέντρο βάρους της μισθοδοσίας μετακυλείεται από τη συμβατική υποχρέωση του ελληνικού δημοσίου, στην επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού, του οποίου η συγκεκριμένη επιβάρυνση θα έπρεπε να καλύπτεται όχι ανταποδοτικά αλλά έσοδο προερχόμενο από φορολογικούς πόρους, τους οποίους θα καταβάλλει η Εκκλησία και όχι από το γενικότερο φορολογικό σύστημα.
Η παρούσα φορολογία επιπλέον της προαναφερθείσας, αποτελεί ακόμη μία επιβάρυνση και οικονομική αιμορραγία της Εκκλησίας για μία υποχρέωση του ελληνικού δημοσίου έναντι των όσων η Εκκλησία προσέφερε σ’ αυτό και την οποίαν ακόμη δεν έχει αξιοποιήσει αλλά και για την οποίαν ουδέποτε κατέθεσε τα οφειλόμενα προς αυτήν.
Εάν η Εκκλησία είχε λάβει σε τρεις δόσεις το οφειλόμενο ποσόν των 97.601.000.000, το οποίον ποσό δεν της κατεβλήθη, τότε η συμβατική υποχρέωση του ελληνικού δημοσίου θα μπορούσε να θεωρεί ως ανυπόστατος αλλά και η Εκκλησία θα είχε την δυνατότητα από τους προερχόμενους πόρους εκ της αξιοποιήσεως του ως άνω ποσού να καλύψει την μισθοδοσία του κλήρου. Αντί τούτου η ελληνική πολιτεία επιβάλλει επί πλέον φορολογία (35%) από την οποίαν μόλις το 2004 απαλλάσει την Εκκλησία, κατανοούσα ακριβώς το άνισον και αδικαιολόγητον, ενώ επέβαλλε άλλη μορφή φορολογίας επί των εσόδων και εξόδων της, όπως αυτή παρουσιάστηκε προηγουμένως.
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε ένα νέο μύθευμα όσον αφορά τα της μισθοδοσίας του κλήρου, γιατί πλέον το θέμα της μισθοδοσίας του κλήρου και της λειτουργίας της εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως δεν είναι μόνο θέμα ηθικό, με την έννοια της τηρήσεως της συμβατικής υποχρεώσεως του ελληνικού δημοσίου έναντι της Εκκλησίας της Ελλάδος αλλά και ουσιαστικό, όταν γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό της μισθοδοσίας του κλήρου και της εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως καταβάλλονται φόροι από μέρους της Εκκλησίας προς το Ελληνικό Δημόσιο.
Η οποιαδήποτε λοιπόν συζήτηση η αμφισβήτηση πρέπει να αναζητήσει τις αφετηριακές εκείνες γραμμές για την πραγματοποίηση του κάθε μορφής διαλόγου επί των συγκεκριμένων ζητημάτων, γιατί η φορολόγηση της Εκκλησίας, υπό τον άνισο τρόπο που περιέγραψα, έχει ειδικό σκοπό, η δε μισθοδοσία του κλήρου και της εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως δεν καλύπτεται από τη φορολόγηση όλων των πολιτών γενικά, γι’ αυτό και ο οποιοσδήποτε διάλογος δεν μπορεί να γίνει σε μηδενική βάση, αλλά μόνο με όρους και προϋποθέσεις αυταπόδεικτες και ιστορικά επιβεβαιωμένες.
Σας  ευχαριστώ
Βιβλιογραφία :  Ιερωνύμου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, Εκκλησιαστική περιουσία και μισθοδοσία του κλήρου, Αθήναι 2012.
Χρυσοστόμου  (Γερασίμου Σ. Ζαφείρη), Μητροπολίτου Περιστερίου, Η εκκλησιαστική περιουσία του ιερού κλήρου, η εκκλησιαστική εκπαίδευσις και η σημερινή Ιεραρχία, Αθήναι 2012.      
ΠΗΓΗ