23.10.13

49χρονος κρεοπώλης έσπρωξε τη γυναίκα του στο κενό!

Κρεμάστηκε από τα κάγκελα του μπαλκονιού του τετάρτου ορόφου για να γλιτώσει από τα χέρια του μαινόμενου συζύγου της, μη μπορώντας να φανταστεί πως θα έφθανε στο σημείο να της τραβήξει το χέρι, για να πέσει στο κενό από ύψος 15 μέτρων. Το ευτύχημα είναι, ότι ο σύζυγός της δεν πρόλαβε να της τραβήξει και το άλλο χέρι, μετά από σωτήρια επέμβαση του γιου τους.

Το περιστατικό σημειώθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 2010 στην Πάτρα με πρωταγωνιστή έναν 49χρονο Αλβανό, κρεοπώλη στο επάγγελμα και πατέρα τριών παιδιών, όπως αναφέρει η Γνώμη. Ο 49χρονος κάθισε, προχθές, στο εδώλιο του Μεικτού Ορκωτού Εφετείου Πατρών κατηγορούμενος για απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, παράνομη οπλοφορία, απειλή, φθορά ξένης περιουσίας και διατάραξης οικιακής ειρήνης.

Πρωτόδικα, είχε κριθεί ένοχος από το ΜΟΔ Λευκάδας στις 16 Μαΐου 2011 και είχε καταδικαστεί σε ποινή 10 ετών καθείρξεως και επτά μηνών φυλάκισης και χρηματικό πρόστιμο ύψους 600 ευρώ. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μείωσε την ποινή του κατά δύο χρόνια, αναγνωρίζοντάς του το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου και του επέβαλε ποινή 8ετούς κάθειρξης.

Ο 49χρονος, ο οποίος εκτίει την ποινή του στις φυλακές Κορυδαλλού, στην απολογία του αρνήθηκε ότι είχε πρόθεση να σκοτώσει την γυναίκα του. Υποστήριξε ότι μετέβη στο σπίτι της κουνιάδας του, όπου έμεινε η σύζυγός του το τελευταίο 8μηνο μαζί με τις δύο κόρες τους, ενώ ο ίδιος ζούσε μόνος με τον γιο τους, προκειμένου να πάρει τις κόρες του πίσω, καθώς αντιδρούσε στην απόφαση της συζύγου του να εργαστεί σε μπαρ.

«Η γυναίκα μου είχε βγει στο μπαλκόνι και πήγε στον κάτω όροφο, δεν μπορούσα να την φτάσω με τα χέρια μου. Εάν την έφτανα θα την έπιανα από τα μαλλιά για να μην πέσει. Την αγαπούσα τη γυναίκα μου, αλλά δεν συμφωνούσα με την απόφασή της να πιάσει δουλειά σε μπαρ. Δεν ήθελα να την σκοτώσω. Έχω μετανιώσει γιατί μπήκα στη φυλακή. Ζητώ συγγνώμη από τα παιδιά μου», ανέφερε ο 49χρονος στην απολογία του.

Το κατηγορητήριο, πάντως, αναφέρει, ότι ο 49χρονος μετέβη στο σπίτι της κουνιάδας του όπου είχε καταφύγει η σύζυγός του μετά από έντονους καβγάδες και έφερε μαζί του μια πλαστική τσάντα μ’ ένα μαχαίρι με λάμα 15 εκατοστών και πέντε πλαστικά καπάκια, αποφασισμένος να σκοτώσει την σύζυγό του.

«Ανοίξτε μου, γιατί είστε τελειωμένες», φώναξε και άρχισε να χτυπά την πόρτα, την οποία έσπασε για να μπει μέσα εφόσον οι δύο αδελφές φοβόντουσαν και δεν του άνοιξαν, σπεύδοντας να κρυφτούν. Η μία πέρασε το διαχωριστικό και κατέφυγε στο μπαλκόνι του διπλανού διαμερίσματος και η άλλη προσπάθησε να κατέβει από τα κάγκελα στο μπαλκόνι του τρίτου ορόφου. Εάν δεν κρατιόταν από τις υδρορροές της πολυκατοικίας δεν θα είχε σωθεί, κατέθεσαν οι αυτόπτες μάρτυρες στο Δικαστήριο, καθώς θα έπεφτε από κενό ύψους 15 μέτρων από το έδαφος.