Eπιστήμονες ανέτρεξαν στις ρίζες της Κοκκινοσκουφίτσας, ενός από τα πιο παλιά αγαπημένα παραμύθια, στηριζόμενοι σε ένα μαθηματικό μοντέλο το οποίο χρησιμοποίησαν βιολόγοι για να μελετήσουν την εξέλιξη των ειδών.
Κατάφεραν λοιπόν έτσι να κλείσουν μια παλιά συζήτηση αποδεικνύοντας ότι η Κοκκινοσκουφίτσα είχε πράγματι τις ίδιες ρίζες με το διάσημο γερμανικό παραμύθι «ο Λύκος και τα επτά Κατσικάκια» αλλά εξελίχθηκε σε διαφορετική ιστορία.
Όταν αναδομεί κανείς την εξέλιξη ενός παραμυθιού σημαίνει ότι «κάνει δουλειά βιολόγου η οποία δείχνει, για παράδειγμα, ότι οι άνθρωποι και οι μεγάλοι πίθηκοι έχουν έναν κοινό πρόγονο, αλλά εξελίχθηκαν σε διαφορετικά είδη», εξηγεί ο βρετανός ανθρωπολόγος Τζέιμς Τεχράνι του Πανεπιστημίου του Ντέρμπαν στη Βρετανία.
Η μελέτη του, που δημοσιεύεται σήμερα στην αμερικανική επιστημονική επιθεώρηση PLOS ONE, ανιχνεύει τη γένεση και την πορεία στον χρόνο και τους τόπους των παραμυθιών, τις λαϊκές δοξασίες, για να ρίξει νέο φως στις μετακινήσεις των πληθυσμών στην ανθρώπινη ιστορία.
Η μελέτη αυτή αποκαλύπτει ότι «ο Λύκος και τα επτά Κατσικάκια» χρονολογείται πιθανόν στον 1ο αιώνα της χριστιανικής εποχής δημιουργώντας χίλια χρόνια αργότερα μια παραλλαγή που έγινε «η κοκκινοσκουφίτσα».
Ο Λύκος και τα επτά Κατσικάκια, δημοφιλές παραμύθι στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, αναφέρεται στην ιστορία ενός λύκου που μεταμφιέστηκε σε «μητέρα κατσίκα» για να καταβροχθίσει τα μικρά της. Στην Κοκκινοσκουφίτσα, ο λύκος τρώει ένα κοριτσάκι αφού έχει μεταμφιεστεί στη γιαγιά του, σύμφωνα με μια από τις πολλές εκδοχές του παραμυθιού.
Η Κοκκινοσκουφίτσα υπήρχε στα βιβλία, που είναι ιδιαίτερα αγαπητά στη Γερμανία, των αδελφών Γκριμ που εκδόθηκαν τον 19ο αιώνα. Η εκδοχή αυτή βασίζεται σε αυτήν που έγραψε τον 17ο αιώνα ο Γάλλος Σαρλ Περό.
Αυτός εμπνεύστηκε από έναν παλαιότερο μύθο ο οποίος είχε περάσει από γενιά σε γενιά μέσω της προφορικής παράδοσης στη Γαλλία και την Αυστρία.
Υπάρχουν πολλές εκδοχές του παραμυθιού στην Αφρική και την Ασία, όπως για παράδειγμα η Γιαγιά Τίγρη στην Ιαπωνία, την Κίνα και την Κορέα.
Για να βρει την προέλευση του παραμυθιού, ο Τεχράνι υπέβαλε 58 παραλλαγές σε φυλογενετική ανάλυση, μια στατιστική μέθοδο που χρησιμοποιείται από τους βιολόγους για την ταξινόμηση των ζώντων οργανισμών που επιτρέπει να διαπιστωθεί ο βαθμός συγγένειας μεταξύ των ειδών και να κατανοηθεί η εξέλιξή τους.
Η ανάλυση επικεντρώθηκε σε 72 εκδοχές σε συνάρτηση με διάφορους πρωταγωνιστές όπως ο λύκος, ο δράκος, η τίγρη και άλλα πλάσματα και τον δόλο που χρησιμοποίησαν για να εξαπατήσουν τα θύματα όπως και την τύχη των τελευταίων.
Η μελέτη επέτρεψε επίσης να διαψευθεί μια διαδεδομένη θεωρία, σύμφωνα με την οποία η πιο παλιά εκδοχή της Κοκκινοσκουφίτσας γεννήθηκε στην κινεζική προφορική παράδοση, πριν διαδοθεί στη Δύση μέσω του δρόμου του μεταξιού.
«Η έρευνά μου δείχνει το αντίθετο, ότι δηλαδή η κινεζική εκδοχή προήλθε από τις ευρωπαϊκές προφορικές παραδόσεις», δηλώνει ο ερευνητής. «Οι Κινέζοι έκαναν πράγματι μια μίξη της Κοκκινοσκουφίτσας, του Λύκου με τα επτά Κατσικάκια και παραμυθιών της τοπικής παράδοσης για να φτιάξουν μια νέα υβριδική εκδοχή».