8.11.13

ΙΕΡΟΔΟΥΛΕΣ-Η κρίση έκανε τους Ελληνες διεστραμμένους

«Οι Ελληνες έχουν χάσει το μυαλό τους και έγιναν δέκα φορές πιο διεστραμμένοι. Δεν αντιμετωπίζω στη δουλειά μου μόνο την οικονομική κρίση, αλλά και όλη αυτή την τρέλα στα μυαλά των Ελλήνων».

Ετσι περιγράφει τη σεξουαλική συμπεριφορά των Ελληνων μια ιερόδουλος η οποία «εργάζεται» στο πεζοδρόμιο τα τελευταία 30 χρόνια.

Η Μαρί έχει βγάλει το Λύκειο και η πορνεία δεν ήταν φυσικά το επάγγελμα που ονειρευόταν να ακολουθήσει, αν και τώρα πιστεύει ότι με αυτή τη δουλειά παρέχει μια υπηρεσία στην κοινωνία. Οπως λέει, όμως, η «εργασία» της έχει χάσει κάποια από τη γοητεία που είχε: «Είναι πλέον θέμα διαπραγματεύσεων, μια τιμή για να κάνεις μόνο σεξ».

 Η Μαρί είναι μία από τις γυναίκες με τις οποίες συνεργάζεται η Μυρτώ Παπαδοπούλουφωτογράφος, της οποίας το έργο The Attendants (από όπου και οι εικόνες) έχει ως στόχο να καταγράψει τις ζωές των εργατριών του σεξ.
Το σπίτι της δεν απέχει πολύ από τους δρόμους που κάνει πιάτσα και όπως λέει, δεν βλέπει πλέον άλλες Ελληνίδες να «δουλεύουν» στους δρόμους. Περιγράφει πως το εμπόριο του σεξ στην Ελλάδα έχει κορεσθεί με αυτά τα πολύ νεαρά κορίτσια που διακινούνται από άλλες χώρες, κορίτσια που κάνουν τα πάντα ωθούμενες με τη βία και για ελάχιστα χρήματα.

«Αυτά τα νεαρά κορίτσια δεν ξέρουν πώς να φροντίσουν τον εαυτό τους σε σχέση με την υγεία τους και τις ασθένειες», λέει. «Το γεγονός ότι έχω εργαστεί όλα αυτά τα χρόνια και είμαι ακόμα εδώ, κάτι λέει».

Οι διακινητές έχουν τον έλεγχο στην πιάτσα και έτσι η Μαρί που «δουλεύει» μόνη της αναγκάζεται να εργάζεται περισσότερες ώρες για να βρει πελάτη. Αυτός είναι και ο λόγος που άλλες Ελληνίδες πόρνες έχουν εγκαταλείψει τη χώρα, προσπαθώντας να βρουν άλλες αγορές, όπου ο ανταγωνισμός είναι μικρότερος.
 «Οι πιο ηλικιωμένοι άνδρες πηγαίνουν με αυτά τα νεαρά κορίτσια , ώστε να μπορούν να βγάλουν το αρρωστημένο μυαλό τους πάνω τους», λέει η Μαρί. «Πολλά από αυτά τα κορίτσια κρύβονται από την αστυνομία σε παράνομους οίκους ανοχής, σε στούντιο (τα σύγχρονα μπουρδέλα) και το διαδίκτυο».

Με το θέμα του sex trafficking στην Ελλάδα και τη δουλειά της Μυρτώς, στους χώρους του αγοραίου έρωτα, ασχολήθηκε το περιοδικό Vice. Στο ρεπορτάζ του σημειώνει:

«Σαν να μην της έφταναν τα προβλήματα που άφησε πίσω της η οικονομική κατάρρευση της, λέει το ρεπορτάζ, με τα ναρκωτικά να έχουν εξελιχθεί σε μάστιγα στους δρόμους της, τους μετανάστες να μαχαιρώνονται μέχρι θανάτου σε κάθε γωνιά της και με την αστυνομία να συγκρούεται βάναυσα με τις ομάδες αναρχικών, η Ελλάδα έρχεται αντιμέτωπη και με ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα: το sex trafficking.

Παρ όλο που η πορνεία στην Ελλάδα είναι νόμιμη, τα τελευταία χρόνια o αριθμός των δηλωμένων «εργατριών του σεξ» έχει υποσκελιστεί από ένα τσουνάμι ξένων αδήλωτων γυναικών που λέγεται ότι προσφέρονται έναντι ευτελών ποσών που φτάνουν μέχρι και τα 5 ευρώ. Τα περισσότερα από αυτά τα κορίτσια οδηγούνται παράνομα στην Ελλάδα από ξένες χώρες, ένα φαινόμενο το οποίο αδυνατεί να θέσει υπό έλεγχο η χώρα.

«Κάθε κατάσταση είναι διαφορετική και κάθε κορίτσι έχει μια πολύ διαφορετική ιστορία», λέει η φωτογράφος Μυρτώ Παπαδοπούλου. Η Μυρτώ άρχισε το έργο της (από όπου και οι φωτογραφίες) το 2009, όταν παρατήρησε «μια έκρηξη ταινιών πορνό στην Αθήνα στην οποία πρωταγωνιστούσαν τέταρτης κατηγορίας... διασημότητες». «Ηθελα να μάθω πώς τόσα πολλά αντίγραφα ταινιών πορνό πωλούνταν, τη στιγμή που η Ελλάδα βυθιζόταν στο χάος».

Συζητώντας με όλο και περισσότερους ανθρώπους, το θέμα μετατοπίστηκε από το πορνό στην πορνεία και την εμπορία ανθρώπων. Τώρα δημιουργεί ένα καταφύγιο για τις γυναίκες αυτές, σε συνεργασία με μία ελληνική οργάνωση και ολοκληρώνει μια δουλειά με φωτογραφίες για πόρνες και γυναίκες που είχαν πέσει θύματα εμπορίας ανθρώπων.
 Η Μυρτώ παίρνει φωτογραφίες γυναικών που συναντά στους δρόμους της Αθήνας αφού πρώτα αναπτύξει σχέσεις μαζί τους. Εχει ακούσει πολλές ιστορίες κοριτσιών με χαραγμένα πρόσωπα από τους νταβατζήδες τους.  Ενα ιδιαίτερα δυσάρεστο περιστατικό αφορούσε ένα κορίτσι που ήταν κλειδωμένο σε ένα διαμέρισμα και επανειλημμένα βιάστηκε από τους απαγωγείς της. Οταν έφυγαν και άφησαν την πόρτα ξεκλείδωτη, δραπέτευσε και έτρεχε μέσα στο κτίριο γυμνή, ουρλιάζοντας για βοήθεια, αλλά κανείς δεν ήρθε να την βοηθήσει.

Η Θεοδώρα Γιάννη, κοινωνικός λειτουργός στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μια κυβερνητική υπηρεσία που παρέχει κοινωνικές υπηρεσίες, φροντίζει αυτές τις γυναίκες όταν ξεφεύγουν από το εμπόριο, κάτι το οποίο, συνήθως, συμβαίνει όταν πιαστούν από την αστυνομία ή τις διώξουν οι διακινητές τους είτε επειδή είναι πολύ άρρωστες, είτε γιατί έχουν μείνει έγκυες. Το κέντρο προσφέρει καταφύγιο και υποστήριξη για τα θύματα που το επιθυμούν.

 «Έχουμε γυναίκες που κλειδαμπαρώνουν τις πόρτες τους, γυναίκες που κοιμούνται με τα φώτα αναμμένα, και κάποιες που δεν θέλουν να ξυπνήσουν», λέει η Θεοδώρα. «Τη στιγμή που έρχονται σε μας, συχνά συνειδητοποιούν ότι έχουν χάσει τα πάντα. Συνειδητοποιούν ότι δεν έχουν ελπίδα να συγκεντρώσουν χρήματα για τις οικογένειες που έχουν αφήσει πίσω».

«Πολλές από αυτές δεν μπορούν να κοιμηθούν κανονικά. Συνήθως έχουν εφιάλτες και αναδρομές από το παρελθόν σχετικά με ό, τι έχουν περάσει και είναι πολύ ανήσυχες, διότι δεν ξέρουν πώς να πουν στις οικογένειές τους, τι τους έχει συμβεί», προσθέτει η κοινωνική λειτουργός Μαργαρίτα Μπαρμακέλλη.

Σύμφωνα με τη Θεοδώρα, οι περισσότερες από τις γυναίκες μεταφέρθηκαν στη χώρα αφού απάντησαν σε κάποια πλαστή αγγελία εργασίας, ή εξαναγκάστηκαν με ψυχολογική και σωματική βία.
Υπάρχει επίσης και η τεχνική του «εραστή», πράγμα που σημαίνει ότι η διακίνηση αρχίζει ύστερα από μια σχέση, η οποία μερικές φορές καταλήγει σε γάμο και παιδιά, τα οποία χρησιμοποιούνται ως μέσο εκβίασης από τους διακινητές για να εκδίδεται η κοπέλα. Με τα κορίτσια από την Αφρική, μια πιο πρόσφατη προσθήκη στο ελληνικό εμπόριο του σεξ, ο διακινητής ή ο νταβατζής απειλεί τις ίδιες και τις οικογένειές τους με μαύρη μαγεία.

Η Θεοδώρα και η Μαργαρίτα φρόντισαν μια γυναίκα στην οποία είχαν υποσχεθεί νόμιμη δουλειά, αλλά με το που πέρασε τα σύνορα οι έμποροι πήραν το διαβατήριό της και της έδωσαν ένα ψεύτικο και πλαστά έγγραφα διαμονής. Στη συνέχεια τη χρησιμοποίησαν σαν πόρνη και την έπεισαν ότι θα βγάλει πολλά χρήματα τα οποία οι έμποροι θα κρατούσαν για λογαριασμό της και θα της τα έδιναν στο τέλος. Για τέσσερα χρόνια η κοπέλα δούλευε πολλές ώρες κάθε μέρα σε όλη την Ελλάδα, κερδίζοντας μετρητά τα οποία πίστευε ότι της εξασφάλιζαν ένα κομπόδεμα.

Οι διακινητές της κάποια στιγμή της είπαν ότι είχαν τοποθετήσει ένα μικρόφωνο στο δωμάτιο και άκουσαν ότι εκείνη αρνήθηκε να κάνει σεξ με τον πελάτη. «Αυτό που συνέβη, ήταν, ότι είχε ζητήσει πίσω το διαβατήριό της και στη συνέχεια την κακοποίησαν τόσο άσχημα που δεν μπορούσε να δουλέψει για μια εβδομάδα», λέει η Μαργαρίτα.

«Στη συνέχεια, όταν ο πατέρας της αρρώστησε και έπρεπε να γυρίσει στη χώρα της, ζήτησε τα χρήματά της, αλλά οι διακινητές της, της έδωσε μόνο ένα μικρό ποσό, παρακρατώντας τα υπόλοιπα. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να επιστρέψει στην Ελλάδα (παράνομα πάλι), γιατί δεν ήθελε να χάσει το υπόλοιπο των χρημάτων της. Προφανώς, όταν η αστυνομία την έφερε στο κέντρο, αυτό
που την απασχολούσε ήταν ότι έχασε όλα αυτά τα χρήματα. Ηταν πεπεισμένη ότι ο προαγωγός της της είχε φερθεί καλά, αλλά καθώς ο χρόνος πέρασε και θυμήθηκε τι πέρασε, άλλαξε γνώμη».
Μια άλλη υπόθεση αφορούσε μια νεαρή Αφρικανή που ήθελε να έρθει στην Ευρώπη για σπουδές. Της υποσχέθηκαν ένα διαβατήριο, αλλά κατέληξε να είναι κλειδωμένη σε σκοτεινά δωμάτια σε διάφορες χώρες και αναγκαζόταν να έχει σεξουαλικές σχέσεις με πολλούς πελάτες όλη την ημέρα, χωρίς να ξέρει τι ώρα ήταν.
«Απελευθερώθηκε μόνο όταν είχε γίνει τόσο άρρωστη που ήταν άχρηστη για τον νταβατζή της», λέει η Θεοδώρα.

Η Μυρτώ λέει: «Θέλω να προσεγγίσω την πλευρά των ανδρών για να καταλάβω γιατί πηγαίνουν στις πόρνες. Είναι μόνο θέμα της λίμπιντο; Τι τους κάνει να πάνε εκεί, ποιος είναι ο λόγος;» Εν μέρει, σκέφτεται ότι η έλξη των ανδρών για τις πόρνες μπορεί να είναι ενδημικό φαινόμενο στον ελληνικό πολιτισμό. Για παράδειγμα, μερικές φορές ο πατέρας θα πάρει τον γιο του και θα τον πάει στον οίκο ανοχής για να χάσει την παρθενιά του. «Μερικές φορές φοβούνται ότι ο γιος τους θα γίνει ομοφυλόφιλος», λέει. Η επίσκεψη σε μια πόρνη μπορεί να είναι κάτι σαν τελετουργία της αρρενωπότητας.