Ξέρετε κάτι;
Μπούχτισα με όλη αυτή την βρωμιά, με τα σκάνδαλα, με τις κομπίνες, με τα λαμόγια και τις λαμογιές, με όλη την βρώμα, με τις ξαφνικές και «αναπάντεχες» πτώσεις των οικονομικών συστημάτων.
Βαρέθηκα, να φτωχαίνω, στα λεφτά, στο πνεύμα, στην τέχνη, στην πολιτική.
Αηδίασα με την τηλεόραση, με τα δελτία της, με τις δημοσκοπήσεις της, με τις συνεντεύξεις των … εαυτών τους, με τα κουτσομπολιά, με τα ντυσίματα, με τα γδυσίματα.
Σιχάθηκα τα βολέματα, τα μέσα, τα έξω, τους δικούς μας, τους δικούς τους, τους κομματάρχες, τα βύσματα, τους γόνους, τους ανιψιούς και τις ανιψιές.
Πόνεσα με τις κακοποιήσεις, με τους βιασμούς, τις ληστείες, τις βιαιοπραγίες, τις κλεψιές, τους φόνους.
Πολλή μαυρίλα αδερφέ μου, πάρα πολλή.
Και ξέρετε κάτι;
Εκείνο που μ’ ενοχλεί περισσότερο, είναι που είναι μαγκιά να κάνεις τέτοια, όσα δηλώνονται δηλαδή. Είναι must να λες ότι έχεις βύσμα, ότι έχεις μέσον, ότι σε διόρισε το κόμμα σου.
Με αποκαρδιώνει ο τεμπέλης να είναι πρότυπο μίμησης.
Λυπάμαι συνέχεια που κέντρο της παρέας γίνεται το «κωλόπαιδο» και που τρέχουν πίσω του επειδή είναι κωλόπαιδο.
Θλίβομαι που το χρήμα είναι η μόνη αξία και που χάθηκαν οι άλλες. Δεν μπορώ πια, να βλέπω, σαν λοιμό, τους ανόητους να δανείζονται για να παίξουν στο χρηματιστήριο, στο καζίνο ή στα ομόλογα των Αδελφών Λιμού.
Δεν μπορώ πια ν’ ακούω αυτά τα ψυχοφθόρα άσματα και να βλέπω να συμπλέκονται στις επιτραπέζιες κονίστρες οι βιο-παλαιστές της παραλιακής και της Μυκόνου με την συνοδεία «λαϊκών» παιάνων.
Ξέρετε κάτι;
Ντρεπόμουν να κάνω μια καλή πράξη. Μάλιστα, όπως το ακούτε. Να βοηθήσω κάποιον σε κάτι. Ένιωθα ότι είμαι ντεμοντέ. Ντρεπόμουν να συγχαρώ κάποιον επειδή έκανε μια καλή πράξη. Δοκιμάστε να ακούσετε τα λόγια σας: «Συγχαρητήρια, γι αυτό που έκανες, μακάρι να κάναμε όλοι το ίδιο». Δοκιμάστε να το πείτε δυνατά, μπροστά σε τρίτους.
Ενώ το αντίθετο, δέστε πόσο πιο εύκολο είναι: «ωχ βρε αδερφέ, εγώ θα σώσω τον κόσμο; Ας πάει κανένας άλλος», ή «μην είσαι μαλάκας, θα μπλέξουμε, κάποιος θα τον βοηθήσει, που να μπλέκουμε εμείς τώρα», «Την σήμερον ημέρα, πρέπει να κοιτάς την πάρτη σου, δεν αξίζει τον κόπο, δεν έχει νόημα να βοηθάς». «Άσε, λουφάρισε, να μη φαίνεσαι, μη γίνεσαι στόχος».
Μιλούσα μ’ έναν νέο, 16 χρονών, ξέρεις, πως πάμε επισκέψεις και στο έμπα ή στο έβγα θα συναντήσεις και τον νεαρό του σπιτιού. Πιάσαμε συζήτηση, όσο με άντεχε δηλαδή, για τις πανελλήνιες και τέτοια: «Εντάξει, να, έ, λίγο φροντιστήριο, να μπούμε κάπου, έχει και κάτι άκρες ο γέρος, θα την βολέψουμε». Αυτός ο νέος, αγαπητοί μου φίλοι, πέρασε εντατική διδασκαλία, για την … κοινωνία. Προετοιμάστηκε μετά πολλών επαίνων να εκμεταλλευτεί των … ευκαιριών, διότι, μόνο το χρήμα έχει αξία σήμερα.
Αλλά να σας πω κάτι, να σας πω τι κατάλαβα;
Δεν έχει χαρά, ρε γαμώτο, αυτή φάση.
ΔΕ ΛΕΕΙ.
Έτσι έκανα κι εγώ, στην λούφα, στο βόλεμα, στο δεν βαριέσαι. Αλλά, πάντα, μα πάντα, κάτι μου έλλειπε. Κάτι ήταν λειψό. Μισερό. Πετύχαινα αυτό που ήθελα με διάφορα κόλπα, αλλά πώς να σας το πω. Ένα άδειασμα μέσα μου. Ένα κενό.
Ώσπου μια μέρα, είδα ένα παιδάκι, που αγόρασε μια σοκολάτα, σ’ ένα αλβανάκι που ξερογλειφόταν έξω από ένα περίπτερο. Θα την βρείτε αυτή την ιστορία εδώ μέσα. Την είπαν και στο «Κιόσκι» ένα βράδυ.
Είδα δυο πράγματα.
Ένα: Άστραψαν τα μάτια του αλβανόπαιδος από χαρά.
Δύο: Το πιτσιρίκι που πλήρωσε για την σοκολάτα, έλαμπε ολόκληρο. Έλαμπε σας λέω. Ζήλεψα τα παιδάκια, μα τω Θεώ σας λέω, τα ζήλεψα.
Δοκίμασα φίλοι μου. Άρχισα δειλά-δειλά να κάνω ό,τι περνούσε από το χέρι μου, όταν προέκυπτε. Ε, σας ορκίζομαι, δεν περιγράφεται αυτό που νοιώθεις όταν κάνεις μιας πενιάς καλοσύνη. Έκανα κάτι καλό, αλλά ντρεπόμουν. Το έκρυβα. Τώρα δεν κρύβομαι. Κι ας μου τη λένε, δε με νοιάζει. Ακούω συχνά, όταν βγαίνω μπροστά, να υπερασπιστώ κάτι ή να κάνω κάτι: «όπα ρε μεγάλε, εσύ πως την έχεις δει;»
Παλιά έσκυβα το κεφάλι και την έκανα, τώρα κάθομαι, τους κοιτάζω στα μάτια, δεν ντρέπομαι. Δε φοβάμαι να μου την πουν. Δε με νοιάζει.
Είναι τόση, μα τόση η χαρά που παίρνεις όταν κάνεις κάτι καλό, που δεν συγκρίνεται με τίποτε.
Έτσι που λέτε, βαρέθηκα την μπόχα. Ξαναβρίσκω τον εαυτό μου. Ξαναβρίσκω αυτό με το οποίο φτιάχτηκα. Ξαναβρίσκω τον προορισμό μου. Και το κέρδος; Τεράστιο. Η Χαρά.
Κάπως έτσι φτιάχτηκε το Χαμομηλάκι.
Επειδή μια παρέα βαρέθηκε την μπόχα, τη βρώμα, το άσχημο.
Όλοι κάνετε καλά, αλλά ψιλο-ντρέπεστε, θέλετε να περάσει στο ντούκου. Βγάλτε το προς τα έξω, μην αφήνετε τα κωλόπαιδα να πάρουν κεφάλι. Κάντε χαρούμενες τις μέρες σας.
Δεν ντρέπομαι να κάνω το Καλό. Το γουστάρω. Μαγκιά είναι να κάνεις το Καλό.
Γιατί η βρώμα δεν λέει πια, δεν αντέχεται η δυσωδία.
Επειδή το Καλό είναι της μόδας πια.
Το χαμομηλάκι
Μπούχτισα με όλη αυτή την βρωμιά, με τα σκάνδαλα, με τις κομπίνες, με τα λαμόγια και τις λαμογιές, με όλη την βρώμα, με τις ξαφνικές και «αναπάντεχες» πτώσεις των οικονομικών συστημάτων.
Βαρέθηκα, να φτωχαίνω, στα λεφτά, στο πνεύμα, στην τέχνη, στην πολιτική.
Αηδίασα με την τηλεόραση, με τα δελτία της, με τις δημοσκοπήσεις της, με τις συνεντεύξεις των … εαυτών τους, με τα κουτσομπολιά, με τα ντυσίματα, με τα γδυσίματα.
Σιχάθηκα τα βολέματα, τα μέσα, τα έξω, τους δικούς μας, τους δικούς τους, τους κομματάρχες, τα βύσματα, τους γόνους, τους ανιψιούς και τις ανιψιές.
Πόνεσα με τις κακοποιήσεις, με τους βιασμούς, τις ληστείες, τις βιαιοπραγίες, τις κλεψιές, τους φόνους.
Πολλή μαυρίλα αδερφέ μου, πάρα πολλή.
Και ξέρετε κάτι;
Εκείνο που μ’ ενοχλεί περισσότερο, είναι που είναι μαγκιά να κάνεις τέτοια, όσα δηλώνονται δηλαδή. Είναι must να λες ότι έχεις βύσμα, ότι έχεις μέσον, ότι σε διόρισε το κόμμα σου.
Με αποκαρδιώνει ο τεμπέλης να είναι πρότυπο μίμησης.
Λυπάμαι συνέχεια που κέντρο της παρέας γίνεται το «κωλόπαιδο» και που τρέχουν πίσω του επειδή είναι κωλόπαιδο.
Θλίβομαι που το χρήμα είναι η μόνη αξία και που χάθηκαν οι άλλες. Δεν μπορώ πια, να βλέπω, σαν λοιμό, τους ανόητους να δανείζονται για να παίξουν στο χρηματιστήριο, στο καζίνο ή στα ομόλογα των Αδελφών Λιμού.
Δεν μπορώ πια ν’ ακούω αυτά τα ψυχοφθόρα άσματα και να βλέπω να συμπλέκονται στις επιτραπέζιες κονίστρες οι βιο-παλαιστές της παραλιακής και της Μυκόνου με την συνοδεία «λαϊκών» παιάνων.
Ξέρετε κάτι;
Ντρεπόμουν να κάνω μια καλή πράξη. Μάλιστα, όπως το ακούτε. Να βοηθήσω κάποιον σε κάτι. Ένιωθα ότι είμαι ντεμοντέ. Ντρεπόμουν να συγχαρώ κάποιον επειδή έκανε μια καλή πράξη. Δοκιμάστε να ακούσετε τα λόγια σας: «Συγχαρητήρια, γι αυτό που έκανες, μακάρι να κάναμε όλοι το ίδιο». Δοκιμάστε να το πείτε δυνατά, μπροστά σε τρίτους.
Ενώ το αντίθετο, δέστε πόσο πιο εύκολο είναι: «ωχ βρε αδερφέ, εγώ θα σώσω τον κόσμο; Ας πάει κανένας άλλος», ή «μην είσαι μαλάκας, θα μπλέξουμε, κάποιος θα τον βοηθήσει, που να μπλέκουμε εμείς τώρα», «Την σήμερον ημέρα, πρέπει να κοιτάς την πάρτη σου, δεν αξίζει τον κόπο, δεν έχει νόημα να βοηθάς». «Άσε, λουφάρισε, να μη φαίνεσαι, μη γίνεσαι στόχος».
Μιλούσα μ’ έναν νέο, 16 χρονών, ξέρεις, πως πάμε επισκέψεις και στο έμπα ή στο έβγα θα συναντήσεις και τον νεαρό του σπιτιού. Πιάσαμε συζήτηση, όσο με άντεχε δηλαδή, για τις πανελλήνιες και τέτοια: «Εντάξει, να, έ, λίγο φροντιστήριο, να μπούμε κάπου, έχει και κάτι άκρες ο γέρος, θα την βολέψουμε». Αυτός ο νέος, αγαπητοί μου φίλοι, πέρασε εντατική διδασκαλία, για την … κοινωνία. Προετοιμάστηκε μετά πολλών επαίνων να εκμεταλλευτεί των … ευκαιριών, διότι, μόνο το χρήμα έχει αξία σήμερα.
Αλλά να σας πω κάτι, να σας πω τι κατάλαβα;
Δεν έχει χαρά, ρε γαμώτο, αυτή φάση.
ΔΕ ΛΕΕΙ.
Έτσι έκανα κι εγώ, στην λούφα, στο βόλεμα, στο δεν βαριέσαι. Αλλά, πάντα, μα πάντα, κάτι μου έλλειπε. Κάτι ήταν λειψό. Μισερό. Πετύχαινα αυτό που ήθελα με διάφορα κόλπα, αλλά πώς να σας το πω. Ένα άδειασμα μέσα μου. Ένα κενό.
Ώσπου μια μέρα, είδα ένα παιδάκι, που αγόρασε μια σοκολάτα, σ’ ένα αλβανάκι που ξερογλειφόταν έξω από ένα περίπτερο. Θα την βρείτε αυτή την ιστορία εδώ μέσα. Την είπαν και στο «Κιόσκι» ένα βράδυ.
Είδα δυο πράγματα.
Ένα: Άστραψαν τα μάτια του αλβανόπαιδος από χαρά.
Δύο: Το πιτσιρίκι που πλήρωσε για την σοκολάτα, έλαμπε ολόκληρο. Έλαμπε σας λέω. Ζήλεψα τα παιδάκια, μα τω Θεώ σας λέω, τα ζήλεψα.
Δοκίμασα φίλοι μου. Άρχισα δειλά-δειλά να κάνω ό,τι περνούσε από το χέρι μου, όταν προέκυπτε. Ε, σας ορκίζομαι, δεν περιγράφεται αυτό που νοιώθεις όταν κάνεις μιας πενιάς καλοσύνη. Έκανα κάτι καλό, αλλά ντρεπόμουν. Το έκρυβα. Τώρα δεν κρύβομαι. Κι ας μου τη λένε, δε με νοιάζει. Ακούω συχνά, όταν βγαίνω μπροστά, να υπερασπιστώ κάτι ή να κάνω κάτι: «όπα ρε μεγάλε, εσύ πως την έχεις δει;»
Παλιά έσκυβα το κεφάλι και την έκανα, τώρα κάθομαι, τους κοιτάζω στα μάτια, δεν ντρέπομαι. Δε φοβάμαι να μου την πουν. Δε με νοιάζει.
Είναι τόση, μα τόση η χαρά που παίρνεις όταν κάνεις κάτι καλό, που δεν συγκρίνεται με τίποτε.
Έτσι που λέτε, βαρέθηκα την μπόχα. Ξαναβρίσκω τον εαυτό μου. Ξαναβρίσκω αυτό με το οποίο φτιάχτηκα. Ξαναβρίσκω τον προορισμό μου. Και το κέρδος; Τεράστιο. Η Χαρά.
Κάπως έτσι φτιάχτηκε το Χαμομηλάκι.
Επειδή μια παρέα βαρέθηκε την μπόχα, τη βρώμα, το άσχημο.
Όλοι κάνετε καλά, αλλά ψιλο-ντρέπεστε, θέλετε να περάσει στο ντούκου. Βγάλτε το προς τα έξω, μην αφήνετε τα κωλόπαιδα να πάρουν κεφάλι. Κάντε χαρούμενες τις μέρες σας.
Δεν ντρέπομαι να κάνω το Καλό. Το γουστάρω. Μαγκιά είναι να κάνεις το Καλό.
Γιατί η βρώμα δεν λέει πια, δεν αντέχεται η δυσωδία.
Επειδή το Καλό είναι της μόδας πια.
Το χαμομηλάκι