1.1.14

ΜΕ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΒΛΑΣΗ ο Καλύτερος οργανοπαίχτης της Αμερικής !!!

Σε μια γειτονιά της Νέας Υόρκης που κατοικούσαν πολλοί Έλληνες οικονομικοί μετανάστες, το 1936, γεννήθηκε ο Παύλος Κακούρης που οι ρίζες του κρατούν από το χωριό Βλάση της Μεσσηνίας.
Ο Παύλος Κακούρης ξεκίνησε να παίζει μαντολίνο στα επτά του χρόνια και έκανε μαθήματα βιολιού και ακορντεόν για πολλά χρόνια. Στο μπουζούκι το γύρισε το 1960. Άρχισε να παίζει επαγγελματικά το 1963. Πολύ γρήγορα κατέκτησε τα μεγαλύτερα μουσικά κέντρα της Αμερικής. Το 1974 ξεκίνησε εμπορικές δραστηριότητες χωρίς να εγκατελείψει τη μουσική του πορεία. Το 2000 δημιούργησε ιστοσελίδα στο διαδίκτυο για την προώθηση και πώληση μπουζουκιών από την Ελλάδα. Παράλληλα διατηρεί εταιρία κτηματικών και μεσιτικών συναλλαγών στο Σακραμέντο στην Καλιφόρνια. 
Τον Παύλο Κακούρη τον συναντήσαμε τυχαία μέσα από το διαδίκτυο όπου μάθαμε πολλά για την επιτυχημένη του πορεία ως μουσικό και ως επιχειρηματία. 
Του ζητήσαμε να μας στείλει κάποια στοιχεία για τον ίδιο. 
Σεμνός, όμως, καθώς είναι απέφυγε να το πράξει. Στην επιμονή μας μάς έστειλε μια συνέντευξή του που είχε δώσει σε ανύποπτο χρόνο στο διαδικτυακό περιοδικό για το λαϊκό τραγούδι «Η Κλίκα». 
Να λοιπόν πώς περιγράφει όψεις  της ζωής του στην «Κλίκα»: 
«Θα αρχίσω από το σπίτι μας στη Νέα Υόρκη το 1936. Τότε γεννήθηκα. Μέναμε σε μια γειτονιά με πολλούς Έλληνες και άλλους Ευρωπαίους. Κάθε οικογένεια είχε τους Ελληνικούς της δίσκους και ένα φωνόγραφο. Ανάλογα με το μέρος της Ελλάδας από όπου είχαν έρθει, είχανε και την τοπική μουσική τους. Οι Μικρασιάτες ακούγανε και τούρκικους δίσκους σε μικρές συγκεντρώσεις με στενούς φίλους που τα γνωρίζανε και τους άρεσαν. Τα ζεϊμπέκικα ήταν σε ανατολίτικο στυλ με ούτια, κανονάκια και βιολιά. Αυτά που τα λέγαμε μόρτικα, αλανιάρικα και μετά ρεμπέτικα τα ακούσαμε λίγο πριν τον πόλεμο με τη Γερμανία. Τα μπουζούκια ακούγονταν σαν μαντολίνα τότε και κανένας από μας δεν ήξερε τη διαφορά.
Στα σπίτια τραγουδάγανε διάφορες καντάδες. Θυμάμαι το «Κερνώ τον πόνο μου κρασί». Μεγάλο σουξέ της εποχής! Το τραγουδούσε η μάνα μου και έπαιζε μαντολίνο! Από μικρός άκουγα τα παλιά τραγούδια του Περιστέρη, Ρούκουνα, Σαμιωτάκη, Τούντα, Παπασιδέρη, Καλλέργη, Στράτου, Στελλάκη, Γεωργακόπουλου, Κερομύτη και πολλών άλλων ίσως άγνωστων σήμερα.
Τα πρώτα χρόνια ακούγαμε δημοτικά γιατί ήτανε χορευτικά (συρτά, καλαματιανά και τσάμικα), καλά για τα γλέντια. Τα μπουζούκια δεν τα είχε γνωρίσει ο κόσμος της εποχής. Τα σπίτια είχανε πολλά μαντολίνα, βιολιά, κιθάρες και κλαρίνα για της παρέες τα Σαββατοκύριακα. Όλοι γλεντάγανε στα σπίτια τους, γιατί μαγαζιά Ελληνικά με μουσική δε θυμάμαι να υπήρχανε. Μετά από το 1929 μέχρι το 1933 που κλείσανε οι τράπεζες και οι λεφτάδες τα χάσανε όλα υπήρχε μεγάλη φτώχια στην Αμερική και τους επαγγελματίες μουσικούς τους βλέπαμε μόνο σε γάμους, βαφτίσια και χοροεσπερίδες. Αυτοί ήτανε μεγάλοι στην ηλικία και παίζανε κλαρίνα, λαούτα, ούτια, σαντούρια και βιολιά. Ωραία χρόνια!
Στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο είχε έρθει η Σοφία Βέμπο με μουσικούς για τα τραγούδια του πολέμου. Είχε μαζευτεί όλος ο Ελληνισμός της Νέας Υόρκης να ακούσει τα ελληνικά τραγούδια. Όμως για πολλά χρονιά δεν είχαμε ακούσει μπουζούκι. Ένας ήταν, ο μοναδικός, ο Τζακ Χαλκιάς που έπαιζε το φημισμένο του ταξίμι και άλλα κομμάτια που γίνανε δίσκοι. Το 1951 ήρθε ένας μπουζουξής ο Κώστας Καλύβας. Νομίζω πως ήτανε ένας από τους πρώτους επαγγελματίες.
Το Μάρτη το 1951 με πήγε η μάνα μου στην Ελλάδα για πρώτη φορά, με το πλοίο «Νέα Ελλάς». Θα γράψω λίγα για αυτή την εποχή αν και νομίζω πως τη γνωρίζετε καλύτερα από μένα.
Είχαν γίνει σουξέ τότε «Η Ταμπακέρα», «Σε τούτο το παλιόσπιτο», «Άσ' τα τα μαλλάκια σου», «Ο Ναύτης», «Παίξε Χρήστο το μπουζούκι» και «Τα Πεταλάκια». Εγώ τρελάθηκα με τα μπουζούκια και μου κόλλησε η «ασθένεια» τόσο, που κρατάει μέχρι σήμερα, 54 ολόκληρα χρόνια μετά.
Πρώτη φορά είδα να παίζουνε μπουζούκι στο Μενίδι, στο πανηγύρι της Ζωοδόχου Πηγής, σε μια μεγάλη ταβέρνα που την λέγανε «Η Αίγλη». Ήτανε ο Τσιτσάνης μαζί με τον Παπαϊωάννου. Το σπίτι μας ήτανε πολύ κοντά και τους άκουγα όλη νύχτα από κρεβάτι μου.
Γύρισα στην Αμερική τον Ιούλιο και έκλεισα 15 χρονών. Στα 17 πήγα ναύτης στο πολεμικό ναυτικό των ΗΠΑ. Είχα πάντα μαζί μου στο πλοίο δίσκους Ελληνικούς και γραμμοφωνάκι, για να έχω ελληνική συντροφιά. Τα τραγούδια που είχα τότε (το 1953/54) ήτανε το «Φτωχοκάλυβο», «Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό», «Εσένα σε φοβάμαι». Πιθανόν στην Ελλάδα να είχαν βγει πολύ νωρίτερα, αλλά μέχρι να φτάσουνε στην Αμερική θα πέρασε καιρός. Όταν πήγα στην Ιαπωνία, μετά από τον πόλεμο με την Κορέα, βρήκα μαγαζιά ελληνικά που πηγαίνανε οι Έλληνες του εμπορικού ναυτικού. 
Η πόλη Κόμπι δίπλα στο λιμάνι είχε τρία τέτοια μαγαζιά, με Ελληνικούς δίσκους μόνο στη δισκοθήκη τους και οι Γιαπωνέζες που εργάζονταν εκεί χορεύανε όλους τους ελληνικούς χορούς και μιλάγανε ελληνικά. Μου κάνανε μεγάλη εντύπωση με την εξυπνάδα τους. Μετά από κει πήγαμε στη Σαϊγκόν στην Ινδοκίνα, το σημερινό Βιετνάμ. Είχε και εκεί ένα Ελληνικό μαγαζί με το ίδιο πρόγραμμα.
Απολύθηκα το 1957 και εγκαταστάθηκα στο Λος ’ντζελες της Καλιφόρνιας. Εκεί μένανε πολλοί Έλληνες και είχαμε και μια πολύ ωραία και μεγάλη εκκλησία την Αγία Σοφία. Δίπλα ήταν ένα ελληνικό μπακάλικο με όλα τα είδη από Ελλάδα και σε λίγο άνοιξε και ένα ελληνικό εστιατόριο, το «Ρόδος Καφέ».
Κάτω στο κέντρο της πόλης υπήρχαν κάτι πολύ παλιά καφενεία από 1920 όπως έμαθα. Επήγα και τα βρήκα και όταν μπήκα μέσα νόμιζα πως είχα πάει πίσω στο 1920 με τα μαρμάρινα τραπέζια και τις «αρχαίες» καρέκλες. Ο καφετζής στο πάγκο του, με τους καφέδες στη χόβολη, δυο κατσαρόλες στην στόφα γκαζιού και δυο ράφια με πολλούς αργιλέδες. Γύρω στους τοίχους μεγάλοι καθρέφτες και κάδρα με Πολίτικες και Σμυρναίικες σκηνές από περασμένα χρόνια. Όλοι εκεί ήτανε 65 και άνω και τους φαινόταν περίεργο που εμείς -εικοσάρηδες τότε- καθόμασταν ώρες και μιλάγαμε μαζί τους. Είχανε παλιούς δίσκους αλλά δε δίνανε σημασία. Αυτοί περισσότερο παίζανε χαρτιά. Εγώ ήθελα να μάθω για τους μουσικούς και έβλεπα να περνάνε από εκεί μουσικοί με κλαρίνα, βιολιά, σαντούρια λαούτα και ούτια από Αρμένηδες. Όλοι αυτοί μεγάλοι στα χρόνια. Παίζανε μόνο για τα τυχερά, φαΐ και ποτό, «καλντερίμι» όπως λέγανε. Έμαθα εκεί στο καφενείο από ένα γεροντάκι πως πριν το πόλεμο γύρω στο 1925 με 1935 το μπάντζο, που έμοιαζε πολύ με το όργανο της Τουρκίας που το λένε Σιουμπούς, είχε μεγάλη πέραση στην Αμερική και αρκετοί Έλληνες το κουρδίζανε ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ σαν το τρίχορδο μπουζούκι και παίζανε Πολίτικα και Σμυρναίικα».
Κάπου έπρεπε να υπήρχανε μπουζούκια γιατί εγώ βρήκα το πρώτο μου μπουζούκι σε ένα παλιατζίδικο το 1960. Το όργανο αυτό είχε κατασκευαστεί το 1922 στην Νέα Υόρκη από το Σταθόπουλο. Έχει μέσα στο σκάφος κολλημένο το όνομα και την ημερομηνία. Ήτανε πολύ σκονισμένο, ψηλά σε ένα ράφι μαζί με παλιά μαντολίνα, αλλά το έκοψε το μάτι μου γιατί ήταν μακρυμάνικο. Το πήρα και μ' αυτό ξεκίνησε η καριέρα μου στο μπουζούκι. Το έχω ακόμα, παροπλισμένο, κρεμασμένο πια στον τοίχο για να μου φέρνει αναμνήσεις.
Στο φημισμένο Χόλυγουντ, το προάστιο του Λος ’ντζελες όπου γυρίζουνε της κινηματογραφικές ταινίες, ήρθε ένας Γιώργος Ντε Μίλο από το Σικάγο. Απάνω στο φημισμένο «HOLLYWOOD BOULEVARD» (Λεωφόρος του Χόλυγουντ) άνοιξε το «GREEK VILLAGE» που έγινε το στέκι του μπουζουκιού για πάρα πολλά χρόνια από το 1958. Ο πρώτος μπουζουξής ήτανε ένας Αξιώτης Κεχαγιάς μαζί με την Ελένη Μπαρτσέρη. (Στη Νέα Υόρκη είχανε αρχίσει τα μπουζούκια πολύ νωρίτερα στην 8η λεωφόρο με όλες της φίρμες της εποχής. Πρώτα περνάγανε από εκεί, μετά πηγαίνανε στο Σικάγο και μετά στην Καλιφόρνια για να απολαύσουνε καλοκαίρι και ομορφιά).
Μετά από τον Κεχαγιά ήρθε ο Παπαϊωάννου μαζί με τον Καλλέργη που τον συνόδευε στην κιθάρα. Έγινε χαμός στο μαγαζί! Πού να βρεις κάθισμα! Από εκεί και μετά αρχίσανε τα χρυσά χρόνια του «ελληνικού Χόλυγουντ».
 Εκεί κοντά ήρθε ο Λάμπης ο ακορντεονίστας με το Γιώργο Καψοκίλη κλαρίνο από τον Πύργο Ηλείας. Μετά ήρθε ο Γεράσιμος Κλουβάτος που έγραψε το «’ναψε το Τσιγάρο». Σ' αυτόν πήγα και μου έδειξε πώς να κουρδίσω αυτό το παλιομπούζουκο και έκανα τα πρώτα βήματα στο μπουζούκι. (Έπαιζα λίγο μαντολίνο και βιολί από 8 χρονών αλλά πού να ανοίξουνε τα δάχτυλα με αυτές της αποστάσεις. Παιδεύτηκα αλλά τα κατάφερα)».
Τ.Α.