3.4.14

Περιγραφή της Χώρας Μεσσηνίας από περιηγητή το 1895

Να πώς περιγράφει τη διαδρομή Πύλου-Χώρας και το χωριό Χώρα που τότε το έλεγαν Λυγούδιστα  ένας Αθηναίος περιηγητής το 1895. 
Τη διαδρομή την έκανε με ένα άρρωστο και ετοιμοθάνατο άλογο:
 «Μ΄ ένα γέρικον και ασθενικόν αχαμνόοντα φεύγομεν από την Πύλον πρωί-πρωί, δροσιζόμενοι με την παχύμηνον βουνίσια δροσιά που μας έστελλον τα βουνά και οι πευκοφυτευμένοι λόγγοι και σκιαζόμενοι από τας φλογεράς του Ιουλίου ακτίνας με ουρανοσυννεφιά ευεργετικωτάτην. 
Αλλά τι μαρτύριον. 
Το δυστυχισμένο άλογο, επί εξάμηνον ολόκληρον αρρωστιάρικο κ΄ ετοιμοθάνατο εκ νοσήματος οξυτάτου, έτυχε να είναι πρωτοτάξειδο, φαντάζεσθε λοιπόν με οποίαν αγωνίαν έσερνε τους ισχνούς και λιποσάρκους διαβήτας των σκελών του ο κατά τ΄ άλλα συμπαθής ίππος, τον οποίον χαϊδευτικά «Ψαρήν» προσηγόρευεν ο αγωγιάτης μου, ένας εικοσιοδιετής μεστωμένος γεωργοκτηματίας. 
Εν τη απελπισίαν μας πλησιάζομεν υπό βελανιδιάν-ην δ΄ η ώρα δεκάτη περίπου, αφορήτου καύσωνος, πρωινή-εις την ευεργητικήν σκιάν της οποίας εχώθημεν για να ξεκουρασθώμεν. 
Από την βελανιδιάν εκείνην, όπου εσκιάσθημεν, μετά μονόωρον γαργαλιστικωτάτην καβαλλαρίαν, εισερχόμεθα εις την βουτηγμένην εις νερό και πρασινάδα κομψήν κωμόπολιν, την Λιγούδισταν. 
Τι αίσθημα ανακουφίσεως και ψυχικής τέρψεως και οπτικής ευφροσύνης κατέχει τον ξένον μόλις αντικρύζοντα την ολοπράσινην αυτήν κωμόπολιν. Κυπαρίσσια και νερά, νερά και κυπαρίσσια, ιδού το ατίμητον στολίδι της. 
Νερά στους δρόμους, νερά στα κτήματα, νερά στους χάνδακας, νερά εδώ, νερά εκεί, νερά παντού.
 Δι΄ ένα ιδίως Αθηναίον συνηθισμένον εις την ξεραΐλαν του Πτολιέθρου του κλασικού, τι παράδεισος, τι οφθαλμών γαλήνη, τι ψυχής αγαλλίασις! 
Έπειτα τι πλούτος του ατιμήτου αυτού χρώματος, του πρασίνου. 
Όλα τα σπιτάκια της Λιγουδίστης, πλαισιωμένα, σκεπασμένα με πρασινάδα ελαιοδέντρων και κυπαρισσών. 
Δεν μπορείς να τα ανακαλύψης μακρόθεν ερχόμενος, νομίζεις ότι το μέρος αυτό δεν κατοικείται, αλλ΄  ότι είνε απέραντο τσιφλίκι, ή κτήμα μεγαλοπλούτου τινός. Αλλ΄ ιδίως, πλούτος από τα σαν πασχαλιναίς λαμπάδες ευθυτενή και υψικάρινα και αειθαλή και καμαρωτά κυπαρίσσια…».

Ο Βουφραδιώτης