4.7.15

Reuters: Σε ΗΠΑ και Αυστραλία, Ελληνες ψωνίζουν τρόφιμα για τις οικογένειές τους στην Ελλάδα.

Στην άλλη άκρη του κόσμου από την Ελλάδα και την κρίση της, η Νέλι Σκουτάτογλου ψωνίζει διαδικτυακά για χαρτί υγείας, απορρυπαντικά, ρύζι και ελαιόλαδο, για να τα στείλει στη μητέρα της, στην Αθήνα.

Είναι μία από τους δεκάδες χιλιάδες Ελληνες, που έφυγαν για την Αυστραλία για να ξεφύγουν από τα οικονομικά προβλήματα στην πατρίδα τους και έκανε τη Μελβούρνη σπίτι της πριν από σχεδόν ένα χρόνο.

Τώρα, βρίσκει νέους τρόπους για να υποστηρίξει την οικογένεια που άφησε πίσω και να παρακάμψει τους περιορισμούς στις μεταφορές χρημάτων και τις αναλήψεις που έχουν επιβληθεί στην Ελλάδα.

Ενας τρόπος είναι να αγοράζει αγαθά διαδικτυακά από σούπερ μάρκετ, από το γραφείο της στη Μελβούρνη, ώστε αυτά να παραδοθούν στη μητέρα της.

«Την πήρα τηλέφωνο και τη ρώτησα τι χρειάζεται», είπε στο Reuters. «Αγόρασα λάδι, ρύζι, τυρί, λαχανικά, απορρυπαντικά, χαρτί υγείας. Τα βασικά αγαθά».

Η Σκουφάτογλου, δημοσιογράφος στο «Νέο Κόσμο» της Μελβούρνης, έστελνε χρήματα στη μητέρα της, που είχε γεννηθεί στην Αυστραλία, μέσω τραπέζης, μέχρι να επιβληθούν οι έλεγχοι κεφαλαίων. Μετά στράφηκε στην Western Union, που αυτή την εβδομάδα μπλόκαρε τις μεταφορές χρημάτων στην Αθήνα. «Με τα διαδικτυακά ψώνια, η μητέρα μου δεν χρειάζεται να σταθεί σε μία ουρά στα ΑΤΜ που ξεμένουν από χρήματα, για να αγοράσει τα βασικά», εξηγεί.

Στη Βαλτιμόρη, στις ΗΠΑ, η Νέλλη Κωστοπούλου επίσης κάνει διαδικτυακά ψώνια για την οικογένειά της, στην Ελλάδα. Οπως λέει, η σύνταξη της μητέρας της έχει περικοπεί κατά σχεδόν 30%, στα 700 ευρώ το μήνα, ενώ η αδερφή της είναι μακροχρόνια άνεργη.

«Πολλοί συγγενείς χρειάστηκε να μοιραστούν την πενιχρή σύνταξη με τα παιδιά και τις οικογένειές τους, γιατί κανείς δεν είχε αρκετά για να περάσει το μήνα», εξομολογείται στο Reuters. «Αγοράζοντας είδη σούπερ μάρκετ κάθε μήνα, είναι ένας άλλος τρόπος βοήθειας», προσθέτει.

Η μόνη ανησυχία της Σκουφάτογλου είναι πως ίσως ακόμη και αυτός ο «δρόμος» παροχής βοήθειας, μπορεί να κλείσει. «Τότε δεν ξέρω τι θα κάνουμε», καταλήγει.