Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Χείλη ρόδινα της θάλασσας μπροστά μας, σ’ του πελάγου τη φλόγα το κύμα χαϊδεύοντας τη βάρκα να παφλάζει.
Χείλη ρόδινα της θάλασσας μπροστά μας, σ’ του πελάγου τη φλόγα το κύμα χαϊδεύοντας τη βάρκα να παφλάζει.
Ομορφιά πολλή και παντού φιλιά που νοστιμίζουν το στόμα. Καθισμένοι με την Εύα μου στο << Πανόραμα >> ρουφώντας τον καφέ μας, τον άνεμο ειρηνεύαμε που ‘ρχόταν απ’ το νησί του Σολωμού, ν’ ακούσουμε τους στίχους του.
Στον κόλπο Ωκεανίδες γυμνές, στη δύση ένα Ύψιστος ήλιος Πικάσο να σκορπίζει χρυσόσκονη στη ράχη της θάλασσας, στις στέγες και στα καλντερίμια. Στο Ιόνιο ούτε ένα σύννεφο, άσπροι χιονάτοι γλάροι και φως μενεξελί πέρα ως πέρα. Δεξιά μας η Αγία Τριάδα έφεγγε ανέφελη, ο ήχος της καμπάνας της σήμαινε εσπερινό, τα νυχτοπούλια άφηναν τις φωλιές τους, ο αέρας κορεσμένος άρωμα και υγρασία βουνού, φυλλομετρούσε χαϊδεύοντας τα ρόδα του ορίζοντα.
Αριστερά μας ένας μικρός παράδεισος, ερημητήριο και κοιμητήριο. Από το σπλάχνο του ξεφύτρωνε το ξωκλήσι του Αι Δημήτρη, νανουρισμένο από τις γλυκές σάλπιγγες των αγγέλων, με τις ψυχές των πεθαμένων να κινούνται στα σκιερά κυπαρίσσια. Στο σύθαμπο των καντηλιών που άρχισε ν’ ανάβει ο νεωκόρος, μικροί - μικροί ιριδισμοί ύφαιναν στους γύρω λόφους πέπλα χρυσοκίτρινα. Κάτω στον κάμπο ελιές καρπερές σφίγγονταν στο χώμα, στα χρώματα του δειλινού έβαφαν τα κλωνάρια τους, μ’ ένα θρόισμα ύστερα προσεύχονταν στην άγια ψίχα της θάλασσας,
Μπροστά μας ειρήνη θεία, φτερουγίσματα νυχτερίδων, δυο νυχτοπούλια που σφύριζαν και η φωνή του Γκιώνη, μια σεμνή ικεσία για τη λύτρωση των δεινών του. Στο βάθος πάνω στην κουπαστή ο ψαράς έστηνε βελουδένιο τραγούδι ρίχνοντας τα δίχτυα του να πιάσει τις πέρκες που λούζονταν. Νότια από ένα στενό φεγγίτη η λοξή ματιά του Αγρίλη μας κοίταζε με μάτια γαλάζια και χρυσές βλεφαρίδες.
Στο απέναντι τραπέζι ένα ζευγάρι γερμένο στο δικό του αργυρόφαντο σύννεφο, μέσα σε γλύκες που έσταζαν μέλι, ανάβλυζε με χάρη το στίχο: <<Και ήταν η ώρα που όλα βραδιάζουν και τρυφεραίνουν. Κι άνοιξε η θύρα και ήσουν ντυμένη ντυμένο ως είναι μες στην πορφύρα της ροϊδιάς τ’ άνθος. Και το μετάξι που απαλοσκέπαστη σε κρατούσε και αλαφροσάλευες, το μετάξι γλυκοθροούσε >>.
Σε λίγο σουρούπωσε. Το φεγγάρι σκάει μύτη πίσω από το νυσταγμένο Αιγάλεω. Το φως του λούζει τις χαίτες των κυμάτων. Η δύση πυρωμένη απ’ του δειλινού τη θέρμη, το καλεί κοντά της χτυπώντας το μουσικό τύμπανο τα’ ουρανού.
Και ήρθε το βράδυ, όμοιο με μια μεγάλη κηλίδα γεμάτη πυρσούς και γενειοφόρους γέροντες. Με ποίηση και μυρωδάτο αγέρι. Βράδυ που έσερνε τη νύχτα και σου τραγουδούσε, << άνθρωπε χαίρου, χαίρου πριν γίνεις απ’ τα χρόνια λιθάρι ψυχρό >>.
Στον κόλπο Ωκεανίδες γυμνές, στη δύση ένα Ύψιστος ήλιος Πικάσο να σκορπίζει χρυσόσκονη στη ράχη της θάλασσας, στις στέγες και στα καλντερίμια. Στο Ιόνιο ούτε ένα σύννεφο, άσπροι χιονάτοι γλάροι και φως μενεξελί πέρα ως πέρα. Δεξιά μας η Αγία Τριάδα έφεγγε ανέφελη, ο ήχος της καμπάνας της σήμαινε εσπερινό, τα νυχτοπούλια άφηναν τις φωλιές τους, ο αέρας κορεσμένος άρωμα και υγρασία βουνού, φυλλομετρούσε χαϊδεύοντας τα ρόδα του ορίζοντα.
Αριστερά μας ένας μικρός παράδεισος, ερημητήριο και κοιμητήριο. Από το σπλάχνο του ξεφύτρωνε το ξωκλήσι του Αι Δημήτρη, νανουρισμένο από τις γλυκές σάλπιγγες των αγγέλων, με τις ψυχές των πεθαμένων να κινούνται στα σκιερά κυπαρίσσια. Στο σύθαμπο των καντηλιών που άρχισε ν’ ανάβει ο νεωκόρος, μικροί - μικροί ιριδισμοί ύφαιναν στους γύρω λόφους πέπλα χρυσοκίτρινα. Κάτω στον κάμπο ελιές καρπερές σφίγγονταν στο χώμα, στα χρώματα του δειλινού έβαφαν τα κλωνάρια τους, μ’ ένα θρόισμα ύστερα προσεύχονταν στην άγια ψίχα της θάλασσας,
Μπροστά μας ειρήνη θεία, φτερουγίσματα νυχτερίδων, δυο νυχτοπούλια που σφύριζαν και η φωνή του Γκιώνη, μια σεμνή ικεσία για τη λύτρωση των δεινών του. Στο βάθος πάνω στην κουπαστή ο ψαράς έστηνε βελουδένιο τραγούδι ρίχνοντας τα δίχτυα του να πιάσει τις πέρκες που λούζονταν. Νότια από ένα στενό φεγγίτη η λοξή ματιά του Αγρίλη μας κοίταζε με μάτια γαλάζια και χρυσές βλεφαρίδες.
Στο απέναντι τραπέζι ένα ζευγάρι γερμένο στο δικό του αργυρόφαντο σύννεφο, μέσα σε γλύκες που έσταζαν μέλι, ανάβλυζε με χάρη το στίχο: <<Και ήταν η ώρα που όλα βραδιάζουν και τρυφεραίνουν. Κι άνοιξε η θύρα και ήσουν ντυμένη ντυμένο ως είναι μες στην πορφύρα της ροϊδιάς τ’ άνθος. Και το μετάξι που απαλοσκέπαστη σε κρατούσε και αλαφροσάλευες, το μετάξι γλυκοθροούσε >>.
Σε λίγο σουρούπωσε. Το φεγγάρι σκάει μύτη πίσω από το νυσταγμένο Αιγάλεω. Το φως του λούζει τις χαίτες των κυμάτων. Η δύση πυρωμένη απ’ του δειλινού τη θέρμη, το καλεί κοντά της χτυπώντας το μουσικό τύμπανο τα’ ουρανού.
Και ήρθε το βράδυ, όμοιο με μια μεγάλη κηλίδα γεμάτη πυρσούς και γενειοφόρους γέροντες. Με ποίηση και μυρωδάτο αγέρι. Βράδυ που έσερνε τη νύχτα και σου τραγουδούσε, << άνθρωπε χαίρου, χαίρου πριν γίνεις απ’ τα χρόνια λιθάρι ψυχρό >>.