Του
Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Σαράντα πέντε χρονών και είναι άνεργος.
Χτικιάζει η ζωή του, μαραίνονται τα όνειρά του, σαν γυμνοσάλιαγκας κυλάει πάνω
στο σάλιο του και κολλάει εκεί στο χάσκον χάος του. Στεγνός ο φάρυγγάς του,
γεύεται που και που το εκκλησιαστικό όσπριο, καθημερινώς παρακαλεί
απολιθωμένους χορτάτους να τον τυλώσουν εκχωρώντας του την ουρά του σιτευτού
μόσχου που καταβροχθίζουν.
Μαύρος ο καιρός του, οι τσέπες του άδειες,
ένα μουντό κατακάθι σαπίζει τα στήθια του. Απελπισμένα ζητάει δουλειά, το
σέντσι του λείπει, με παυσίπονα λιπαίνει την αρρώστια που του αφήνει η χιτλερού
ανεργία. Του ‘ρχεται να σκάσει, να πέσει από τον όροφο, να φύγει απ΄ τη ζωή, να
γράψει τραγωδία. Ανεβασμένος στον Όλυμπο τόσο καιρό, κάτω ξαπλωμένος τώρα, δεν
τρώει, δεν πίνει, δε μασά, στο μουχλιασμένο πιλάφι και στα μακαρόνια τα ορφανά
να σκύψει δε γίνεται, κοιμάται και τυλώνεται με τα ηλάσθητι και τα κύριε
ελέησον.
Νέος πάλεψε να ξεντυθεί η πατρίς τα
κουρέλια της, το ένδυμα να ντυθεί της ανάπτυξης και της προκοπής. Τους
αδιάβατους δρόμους της να τους κάνει λεωφόρους φαρδιούς, το ακαλαίσθητο σώμα
της να το σμιλέψει και να το στολίσει με το υφαντό της τιμής. Στους φαύλους και
Μαυρογιαλούρηδες πηδαλιούχους της τις φωνές έβαζε, το τιμόνι να στρίψουν και να
μη τη ρίξουν σε βράχους κοφτερούς.
Τίποτα δεν έγινε. Η πατρίς από εύρωστη
έγινε χλωμή, είναι αχτένιστη, φτωχή, ρακένδυτη και ψωριασμένη. Κι αυτός δεν
μπορεί ν’ αλλάξει τζιν, στο πεθαμένο του χαμόγελο να φυτέψει μια ριζούλα
υάκινθου. Να καθίσει στο πεζούλι του και να λιαστεί ξεπνοϊσμένος από την πολλή
χαρά και ευτυχία.
Μικρονοϊκή, αφρόστηθη η βουλευτίνα
στην ΤV τον
μπουχτίζει με λόγο χαμούρι. Σγούφτει να φαίνεται η τσάντα hermes στον ώμο της και τον κοιτάζει με βλέμμα νερώνειο,
ανήθικο. Το ίδιο και ο Σαδδουκαίος ύπατος πολιτικός. Σφίγγει στο χέρι του το Polaroid γυαλί,
τάζει παλάτια, έχει το μάτι του αϊτού, τη φτώχεια με μια τζίφρα υπόσχεται πως
θ’ αποσβέσει. Και ακούει ο άνεργος και ταπής για οργανωμένες κρουαζιέρες στην
Κούβα, εξωτικά γαμήλια ταξίδια στις Σεϋχέλλες, αεροπορικά ταξίδια στην
Κρακοβία. Κι αυτός δεν έχει σέντσι στην
πισωτσέπη να πεταχτεί στο χωριό το πατρώο σπίτι να ξαραχνιάσει, να διώξει τους
μπελέχαρους ποντικούς που ροκανίζουν τις
πόρτες, τον έρημο κήπο του να μερέψει από τους φωλιασμένους όφεις.
Και κάθεται και κοιτάζει. Ζηλεύει, τα
σάλια του τρέχουν, μένει στο βούρκο, δεν είναι για τη Μαγιόρκα, αυτός. Εκεί
πάνε οι δοντάδες που τους γέννησε Σκύλλα μάνα, οι πλούσιοι κυνηγοί της υλικής
ευμάρειας, οι μέγιστοι της κλεψιάς και της ευτέλειας, οι γλείφτες των απόκρυφων
του παμχάφτη καπιταλισμού.