14.12.15

Στο "σφυρί" τα "κόκκινα" δάνεια ενώ δίνουν αυξήσεις στο Δημόσιο

Εισπρακτικές εταιρίες θα ειδοποιούν τους δανειολήπτες πως τα δάνειά τους αγοράστηκαν 
 - «Δώρο» της κυβέρνησης στους δημοσίους υπαλλήλους, με συνολική επιβάρυνση 150 εκατ. ευρώ στον προϋπολογισμό 
- Στο κενό το επιχείρημα πως προβλεπόταν στο Μεσοπρόθεσμο, αφού έχει ήδη καταστρατηγηθεί 
- Καμπανάκι από τον ESM για το ΔΝΤ 

Σε δύο φάσεις ξετυλίγεται η στρατηγική της κυβέρνησης για τα «κόκκινα» δάνεια. Η πρώτη, όπως προκύπτει από το νομοσχέδιο που θα ψηφιστεί την Τρίτη για να έρθει το 1 δισ. ευρώ της δόσης την Παρασκευή, δίνει «αναστολή εκτέλεσης» για δύο μήνες στα δάνεια των νοικοκυριών για αγορά πρώτης κατοικίας, η τύχη των οποίων θα κριθεί στο παζάρι του Ιανουαρίου για την πρώτη αξιολόγηση από τους θεσμούς.

Τις επόμενες μέρες θα κατατεθεί και νέο φορολογικό νομοσχέδιο, που όπως διαρρέει το Υπουργείο Οικονομικών θα προβλέπει υποχρέωση διπλάσιων δαπανών με κάρτες (20% αντί 10% που ίσχυε με τις αποδείξεις) από 1.1.2016. Με υπουργική απόφαση, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, θα επιχειρηθεί να γίνει και ο διαχωρισμός του ΑΔΜΗΕ από την ΔΕΗ, προφανώς για να μη χρειαστεί να περάσει η κυβέρνηση από τη βάσανο τής συζήτησης στη Βουλή.

Ποια δάνεια βγαίνουν «στο σφυρί»
Μετά την ψήφιση του εφαρμοστικού νόμου στη Βουλή, προς πώληση θα μπαίνουν όσα δάνεια που δεν εξυπηρετούνται για πάνω από 90 ημέρες, αλλά ακόμα και δάνεια που εξυπηρετούνται, μαζί με «κόκκινα», του ίδιου δανειολήπτη.

Παρόλα αυτά, αναστέλλεται ως τις 15 Φεβρουαρίου η πώληση για τα στεγαστικά α' κατοικίας, τα καταναλωτικά νοικοκυριών και για τα δάνεια των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Η τράπεζα οφείλει να προειδοποιεί το δανειολήπτη 12 μήνες πριν από την πώλησή του, με εξαίρεση τους μη συνεργάσιμους δανειολήπτες. Οι εταιρίες αυτές θα μπορούν να αναθέτουν σε εισπρακτικές εταιρίες το «ευαίσθητο» θέμα της ενημέρωσης των δανειοληπτών για τις οφειλές τους.

Όλες οι εταιρίες που θα λάβουν άδεια αγοράς «κόκκινων» δανείων θα πρέπει να δημοσιοποιηθούν από την Τράπεζα της Ελλάδας, η οποία θα ασκεί και την προβλεπόμενη εποπτεία.


«Δωράκια» στο δημόσιο
Στη μάχη για το νέο Μισθολόγιο, στο εξής θα αποσυνδέονται οι βαθμοί των δημοσίων υπαλλήλων από το μισθό τους, ενώ θα ισχύσουν δύο ταχύτητες αυξήσεων: Ανά τριετία για υπαλλήλους Υποχρεωτικής και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και ανά 2ετία για Τεχνολογικής και Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης. Παρόλα αυτά, οι αυξήσεις για πτυχιούχους ΑΕΙ και ΤΕΙ θα είναι κάθε φορά μκρότερες κατά 20% (με συντελεστή 0,55 αντί 0,7) σε σχέση με τους «μη προσοντούχους» συναδέλφους τους.

Επιπλέον, «ξεπαγώνουν» μετά από 5 χρόνια οι μισθολογικές ωριμάνσεις ευνοώντας τους πιο νέους υπαλλήλους, ενώ συμφωνήθηκε να γίνονται πιο γρήγορα οι μισθολογικές ωριμάνσεις για τους «άριστους», δηλαδή τους υπαλλήλους με υψηλή απόδοση. Μάλιστα, προκειμένου να προστατευθούν οι παλαιότεροι υπάλληλοι, θα ενεργοποιείται η προσωπική διαφορά, έτσι ώστε τελικά να μην υπάρξει καμία μείωση μισθού με την εφαρμογή των νέων κλιμακίων.

Έτσι, προβλέπεται ότι δεν θα μειωθεί κανένας μισθός στο δημόσιο, αντιθέτως θα δοθούν αυξήσεις και πριμ που θα κοστίζουν στο κράτος περίπου 150 εκατ. ευρώ ετησίως. Τόσο η έκθεση κόστους που ετοίμασε το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, όσο και τα στελέχη του οικονομικού επιτελείου, επειβεβαιώνουν το γεγονός αυτό, ενώ ο υπουργός Οικονομικών κύριος Ευκλείδης Τσακαλώτος επιχαίρει, λέγοντας ότι «η δική μας συμφωνία είναι καλύτερη από την πρόταση Γιούνκερ που κατεψήφισε ο λαός» στο δημοψήφισμα του Ιουλίου.

Αντί να δικαιολογήσει όμως η κυβέρνηση το πώς θα καλύψει την επιβάρυνση των 150 εκατ. ευρώ στον προϋπολογισμό, το Γενικό Λογιστήριο και στελέχη του οικονομικού επιτελείου υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει πρόβλημα, επειδή στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα 2015-2018 είχε προβλεφθεί αύξηση δαπάνης στο δημόσιο για το 2016, καθώς δεν «ξεπάγωνουν» οι μισθολογικές προαγωγές στο δημόσιο.

Ωστόσο το επιχείρημα αυτό αποκαλύπτει επίσης ότι:
- Η κυβέρνηση αναγνωρίζει εμμέσως έτσι ότι τις αυξήσεις αυτές θα τις έδινε η προηγούμενη κυβέρνηση, που είχε καταρτίσει το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα 2015-2018.
- Το «ξεπάγωμα» των μισθών, που προβλεπόταν στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα  2015-2018, θα κόστιζε στο δημόσιο περί τα 80 εκατομμύρια ευρώ, αλλά την ίδια στιγμή το ΑΕΠ της χώρας το 2016 θα ήταν 197 δισεκατομμύρια ευρώ και όχι 174 δισεκατ. ευρώ που  προβλέπει ο νέος προϋπολογισμός! Η χώρα δηλαδή έχει χάσει 23 δισεκατομμύρια ευρώ από αυτά που προβλέπονταν για φέτος και άρα το Μεσοπρόθεσμο 2015-2018 έχει πεταχτεί ήδη στον κάδο των απορριμμάτων. Μάλιστα η κυβέρνηση δεν έχει καταθέσει καν το νέο Μεσοπρόθεσμο 2016-2019 (ενώ το προηγούμενο είχε συνταχθεί τον Απρίλιο του 2014) και δεν αποκλείεται να μην το καταθέσει πριν τον Ιανουάριο του 2017.

Στο μεσοδιάστημα όμως η χώρα έχει υποστεί βαριά πλήγματα και βυθίζεται στην ύφεση, αντί να έχει επιστρέψει στην ανάπτυξη. Έχει πρωτογενή ελλείμματα αντί πλεονάσματα, η ανεργία στον ιδιωτικό τομέα αυξάνεται, οι μισθοί μειώνονται, μπαίνουν νέοι φόροι, τα capital controls που επεβλήθησαν  συνεχίζουν να εφαρμόζονται και η κυβέρνηση ψάχνει τρόπους να περικόψει και άλλο τις επικουρικές συντάξεις.

Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση φαίνεται να συγκρίνει «μήλα με πορτοκάλια», αφού καταστρατηγεί μεν τον κρατιτκό προϋπολογισμό, αλλά επικαλείται το Μεσοπρόθεσμο 2015-2018 για να μπορέσει να δώσει αυξήσεις στους δημοσίους υπαλλήλους. Ακόμα χειρότερα, εμφανίζει τις αυξήσεις αυτές ως «νίκη» λόγω του δημοψηφίσματος,  ενώ αντιθέτως η οικονομία έχει καταρρεύσει και οσονούπω βγαίνουν στο σφυρί τα σπίτια και οι επιχειρήσεις όσων χρωστούν στις τράπεζες.

«Καμπανάκι» από τον ESM
Παρόλα αυτά, η χώρα δεν έχει αποφύγει τον κίνδυνο «ατυχήματος», αφού με συνέντευξη ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ  όχι μόνο δεν κρύβει τη δυσφορία του για τις δηλώσεις κυβερνητικών αξιωματούχων για το ρόλο του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, αλλά συν τοις άλλοις κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για GRexit.

«Η Ελλάδα συμφώνησε να εφαρμόσει ορισμένες αναγκαίες μεταρρυθμίσεις ώστε οι εταίροι της να παράσχουν τη χρηματοδότηση που είναι απαραίτητη και η χώρα να μπορέσει να επιστρέψει σε μια βιώσιμη οικονομική κατάσταση. Σε τελική ανάλυση, όμως, η πιθανότητα αυτή είναι πάντοτε υπαρκτή, εφόσον οι δεσμεύσεις ως μέλος της Νομισματικής Ένωσης δεν γίνουν σεβαστές», σημειώνει ο επικεφαλής του ESM.