18.3.16

ΓΣΕΕ - Ενας στους δύο εργαζόμενους παίρνει μισθό κάτω από 800 ευρώ


Ενας στους δύο εργαζόμενους παίρνει μισθό κάτω από 800 ευρώΟι αρνητικές δημοσιονομικές και μακροοικονομικές εξελίξεις, καθώς και οι υφεσιακές επιπτώσεις της ασκούμενης πολιτικής στην αγορά εργασίας, ήταν τα βασικά συμπεράσματα της ετήσιας έκθεσης για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, που παρουσιάστηκαν σήμερα το μεσημέρι στη Ρόδο, στο πλαίσιο του ετήσιου συνεδρίου της ΓΣΕΕ, από τον επιστημονικό διευθυντή του Ινστιτούτου, Γιώργο Αργείτη.
Κάτω από το όριο της φτώχειας ζει πλέον σχεδόν ένα στα δύο νοικοκυριά (48%), σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε στην έκθεση του για το 2016 το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ.
Επίσης το 20,9% των νοικοκυριών αδυνατεί να καλύψει τις βασικές του ανάγκες, ποσοστό που αυξάνεται στο 43,4% για τους ανέργους.
Η εφαρμογή των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής, τα οποία διακρίνονται από τεράστιο έλλειμμα αναπτυξιακού πραγματισμού, έχει προκαλέσει σοβαρές αρνητικές συνέπειες στην αγορά εργασίας, στο μακροοικονομικό σύστημα, στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην ελληνική κοινωνία, ανέφερε μεταξύ άλλων ο κ. Αργείτης, τονίζοντας ότι η χώρα έχει ανάγκη από μία νέα αναπτυξιακή κουλτούρα, η οποία θα έχει ως βάση:
- Τη διασύνδεση των δημοσιονομικών, χρηματοπιστωτικών και μακροοικονομικών επιδόσεων της οικονομίας.
- Με τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του μοντέλου ανάπτυξης, και ειδικά με την παραγωγική ικανότητα και δυναμική της χώρας να δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας.
Η εξέλιξη των δημοσιονομικών μεγεθών του 2015 επηρεάστηκε σε σημαντικό βαθμό από το κλίμα αβεβαιότητας και αστάθειας που προκάλεσαν οι πολιτικές εξελίξεις, η διακοπή της χρηματοδότησης της χώρας, η φυγή των καταθέσεων και η επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, τόνισε ο επιστημονικής διευθυντής του Ινστιτούτου της ΓΣΕΕ.
Επίσης, όπως επεσήμανε και προκύπτει από την ανάλυση η δημοσιονομική λιτότητα, έχει αποτύχει:
- Να δημιουργήσει βιώσιμες συνθήκες δημοσιονομικής προσαρμογής.
- Να μειώσει την αβεβαιότητα και το πιστωτικό ρίσκο της οικονομίας.
- Να συμβάλλει στην ανάκτηση της φερεγγυότητας και της αξιοπιστίας του ελληνικού δημόσιου τομέα.
- Να συμβάλλει στη σταθεροποίηση του μακροοικονομικού και του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η πτώση του διαθέσιμου εισοδήματος και της κατανάλωσης από το 2009 είναι σταθερή, με αποτελέσμα το διαθέσιμο εισόδημα να μειώνεται με γρηγορότερο ρυθμό από την κατανάλωση και αυτό έχει ως αποτέλεσμα το επίπεδο κατανάλωσης των νοικοκυριών να υπερβαίνει το διαθέσιμο εισόδημά τους σε βάρος της αποταμίευσης και του πλούτου τους.
Οπως προκύπτει από την έκθεση, σε σχέση με το 2010 ο δείκτης της απόλυτης φτώχειας έχει αυξηθεί κατά 30 ποσοστιαίες μονάδες, υποδηλώνοντας έτσι υπερδιπλασιασμό του αριθμού των φτωχών νοικοκυριών. Συγκεκριμένα, το 48% των νοικοκυριών διαβιούν πλέον κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ το 20,9% αδυνατεί να καλύψει βασικές ανάγκες, ποσοστό που αυξάνεται στο 43,4% για τους ανέργους. Έχει σημασία δε να τονίσουμε ότι, παρά τη σημαντική χειροτέρευση του φαινόμενου της φτώχειας, οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας μειώνονται ποσοστιαία περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα-μέλος της ΕΕ-15.
Μισθοί ιδιωτικού τομέα
Από την επεξεργασία των στοιχείων της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού σχετικά με το ύψος των μηνιαίων αμοιβών που απολαμβάνουν οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα προκύπτει η εξής κατανομή στις καθαρές μηνιαίες αποδοχές, η οποία αποτυπώνει τη συμπίεση των μισθών και του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων στη διάρκεια της κρίσης: κάτω των 800 ευρώ σε ποσοστό 50% (14,5% μέχρι 499 ευρώ, 22% μεταξύ 500-699 ευρώ και 13,5% μεταξύ 700-800 ευρώ), μεταξύ 800-1.000 ευρώ σε ποσοστό 18,6% και άνω των 1.000 ευρώ σε ποσοστό 15,7% (9,8% μεταξύ 1.000-1.299 ευρώ και 5,9% άνω των 1.300 ευρώ). Αξιοσημείωτη είναι και η πτώση της αγοραστικής δύναμης του πραγματικού κατώτατου μισθού στην Ελλάδα, καθώς την περίοδο 2010-2015 σημειώθηκε μείωση κατά 24,7% και κατά  34,3% για τους νέους κάτω των 25 ετών.
Επιχειρηματικότητα και επενδύσεις
Αναφορικά με τις επιχειρήσεις, παρατηρούμε ότι ήδη από το 2009, και κυρίως το 2013, τα αδιανέμητα κέρδη κυμαίνονται σε επίπεδο υψηλότερο αυτού των επενδύσεων. Με άλλα λόγια, οι επιχειρηματίες έχουν σταματήσει να επανεπενδύουν τα κέρδη τους στην πραγματική οικονομία, ενώ η ροή εκτεταμένων δανείων από τον τραπεζικό τομέα, σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο της χρηματοδότησης των επενδύσεών τους, κατέρρευσε το 2011, με τις επιχειρήσεις να εισέρχονται, όπως και τα νοικοκυριά, σε ένα στάδιο απομόχλευσης. Η πολιτική της λιτότητας ενεργοποιεί συνεπώς διαδικασίες προσαρμογής σε όλους τους τομείς της οικονομίας. Ο μακροοικονομικός μετασχηματισμός που παρατηρείται δεν είναι βιώσιμος, γιατί δεν στηρίζεται στον παραγωγικό μετασχηματισμό της οικονομίας μέσω της αύξησης των επενδύσεων, αλλά στην προσαρμογή της σε χαμηλότερο επίπεδο εισοδήματος και βιοτικού επιπέδου. Συνεπώς, η ασκούμενη οικονομική πολιτική δεν συμβάλλει στη μετάβαση της οικονομίας σε ένα βιώσιμο και διατηρήσιμο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης.
Αυτό το εύρημα, αναφέρει η έκθεση του Ινστιτούτου, δείχνει ότι η συμπίεση της κατανάλωσης έχει φτάσει στο κατώτατο όριό της, γεγονός που αιτιολογεί το μικρό βάθος της ύφεσης την περίοδο 2014-2015 και δείχνει ότι η περαιτέρω μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος θα έχει καταστροφικές συνέπειες για την οικονομία.
Απασχόληση
Σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας, τα συμπεράσματα που προκύπτουν είναι ότι υπάρχει τάση αποκλιμάκωσης του ποσοστού ανεργίας, η οποία ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2013, και ο ρυθμός μείωσης του ποσοστού ανεργίας, τόσο το 2014, όσο και το 2015, παρέμεινε σταθερός στο 5,6% κατ' έτος. Αυτό, μεταξύ άλλων, σημαίνει ότι θα χρειαστούν τουλάχιστον 20 χρόνια (ως το 2036), ώστε η ανεργία να επιστρέψει στο ποσοστό 7,3% του Μαΐου του 2008, δηλαδή πριν αρχίσει η οικονομική κρίση.
Εάν κάνουμε την υπόθεση εργασίας ότι ο ρυθμός αποκλιμάκωσης του ποσοστού ανεργίας παραμείνει σταθερός, τότε δεδομένων των δημογραφικών και άλλων παραμέτρων, θα χρειαστούν 20 χρόνια, δηλαδή ως το 2036, ώστε η ανεργία να επιστρέψει στο ποσοστό 7,3% του Μαΐου 2008, πριν δηλαδή αρχίσει η οικονομική κρίση.
Το αποτέλεσμα αυτό αποκαλύπτει το μέγεθος της κρίσης στην ελληνική αγορά εργασίας, αλλά και τις δυσοίωνες προοπτικές για το βιοτικό επίπεδο του κόσμου της μισθωτής εργασίας. Επίσης αποκαλύπτει την άμεση ανάγκη να βρεθεί η απασχόληση στο επίκεντρο της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής.
Ακόμη, τονίστηκε ότι ένα σημαντικό εμπειρικό εύρημα για την κατάσταση της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα είναι ότι οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν τη μεγαλύτερη εργασιακή ανασφάλεια από όλες τις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ, ενώ επισημάνθηκε ότι υπάρχει σημαντική αύξηση της μερικής απασχόλησης και της υποαπασχόλησης.
Σε ό,τι αφορά το ασφαλιστικό, υπογραμμίστηκε ότι για ακόμη μία φορά ο χειρισμός της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης αναπαράγει χρόνιες πολιτικές παθογένειες, όπως την έλλειψη σχεδιασμού της μεταρρυθμιστικής παρέμβασης, την έλλειψη ουσιαστικής διαβούλευσης και την υποτίμηση των συνεπειών της μεταρρύθμισης στην οικονομία και την κοινωνία.
Οι προτάσεις που κατατίθενται από την πλευρά του Ινστιτούτου με σκοπό τη βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης είναι η θεσμοθέτηση προγραμμάτων εγγυημένης απασχόλησης, η θεσμοθέτηση της ελάχιστης σύνθεσης προσωπικού, η αύξηση του κατώτατου μισθού, η ενίσχυση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας κ.ά.
Οι εργασίες του 36ου Πανελλαδικού Συνεδρίου της ΓΣΕΕ ξεκινούν σήμερα το απόγευμα στο ξενοδοχείο RODOS PALACE. Την έναρξη του Συνεδρίου θα κηρύξει ο πρόεδρος της Διεθνούς Συνδικαλιστικής Συνομοσπονδίας (ITUC), Joao Felicio, ενώ θα παρευρεθούν και θα χαιρετίσουν ο πρόεδρος της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ITUC) και ο αναπληρωτής γγ της Παγκόσμιας Συνδικαλιστικής Συνομοσπονδίας (WFTU).
Το 36ο συνέδριο της ΓΣΕΕ διεξάγεται με τη συμμετοχή περίπου 400 συνέδρων, οι οποίοι καλύπτουν 120 δευτεροβάθμιες οργανώσεις (Ομοσπονδίες και Εργατικά Κέντρα). Στο Συνέδριο θα πραγματοποιηθούν ο απολογισμός και ο προγραμματισμός δράσης, ενώ οι εργασίες του θα ολοκληρωθούν την Κυριακή, 20 Μαρτίου, με την εκλογή των νέων οργάνων (Διοικητικό Συμβούλιο, Εξελεγκτική Επιτροπή και Γενικό Συμβούλιο) της Συνομοσπονδίας.
Τις εργασίες του Συνεδρίου θα παρακολουθήσουν αντιπροσωπείες από 30 διεθνείς και εθνικές συνδικαλιστικές οργανώσεις.