26.3.16

ΔΙΗΓΗΜΑ - Η κυρία Φυλλίτσα....

 Του Παν. Αντωνόπουλου  +
             

                   Στο γυμνάσιο είχα μια δασκάλα την κυρία Φυλλίτσα που τη θαύμαζα πολύ. 
Όταν μιλούσε έμενα με το στόμα ανοιχτό, τέντωνα το κορμί μου,  μπροστοθρανίτης βλέπεις, κάρφωνα το μάτι μου στο τσιτάτο μεσοβύζι της και ρουφούσα μαζί με τις δοτικές που μας απέγγελε το απαλό άρωμα του κορμιού της.  
          Μ’ έκοβε εκείνη, ίδρωνε, έδειχνε ταραγμένη, άφηνε το βιβλίο του Ευριπίδη πάνω στην έδρα, έπαιρνε απ’ την τσάντα της το καθρεφτάκι κι έκανε πως φρόντιζε τα χείλη της, κοιτάζοντας μέσα.
          Το πήγαινα το αρχαίο κείμενο, ήξερα τα ανώμαλα ρήμαρα απέξω κι ανακατωτά, το ίδιο τις μετοχές και τα επιρρήματα, τίποτα δε μου ξέφευγε.  Είχε καθίσει για τα καλά στο μυαλό μου ο Αριστοφάνης καθώς και οι τρεις λιμοκοντόροι τραγωδοί με την αττικίζουσα γλώσσα κι εκείνοι οι ρητορίσκοι της κλασικής εποχής που μας τρέλαιναν με τα << όστις >> και τα << οία >>.
          Μου ΄βαζε άριστα η κυρία Φυλλίτσα και με είχε για << κεφάλι >> από τα πρώτα της τάξης. Με σήκωνε να πω μάθημα κάθε μέρα και δεν της έκανε ούτε κρύο ούτε ζέστη αν ήμουν άρρωστος και ψηνόμουν στον πυρετό. Κι όταν πήγαινε η γλώσσα μου << νεράκι >> και δεν με δυσκόλευε κανένας υπερσυντέλικος  έκλεινε τον κατάλογο ευτυχισμένη και μου έλεγε τινάζοντας μπροστά τα στήθη της σαν βέλη:
         --- Μπράβο λεβέντη μου! Τέτοιους θέλουμε για το πανεπιστήμιο. Ποιος τη χάρη σου όταν θα διαβαίνεις την πόρτα του!
         Τα πηγαίναμε καλά μέχρι που ήρθε ο επιθεωρητής. Έμοιαζε με κοντό γουρουνάκι και βάλαμε τα γέλια σαν μπήκε στην τάξη. Κάθισε στην έδρα και μας κοιτούσε σαν αγριμάκι, ενώ οι κόρες του κολυμπούσαν σαν γυρίνοι μέσα στα θολά μάτια του.
         Η κυρία Φυλλίτσα είχε φροντίσει ν’ απαλλαγεί από τους σφενδονιστές μαθητές και κράτησε μέσα τους πελταστές. Αυτοί ήταν ανίκητοι και καμιά μάχη δεν έχαναν σε μάθημα. Έτσι σίγουρη για την υπεροχή της επί της διδακτέας ύλης, κήρυξε την έναρξη της διδασκαλίας. Τότε ο επιθεωρητής πήρε το λόγο και απευθυνόμενος σ’ έναν πισωθρανίτη τον ρωτησε:
         --- Δε μου λες εσύ παιδί μου, κατέχεις να μας εξηγήσεις το ρητόν << χρόνου φείδου >> ή σε πείραξαν οι ζέστες και το ξέχασες;
       Εκείνος έγινε κόκκινος και μουσκεύτηκε στον ιδρώτα. Τρόμαξε να μιλήσει και όταν το αποφάσισε, είπε τρώγοντας τις λέξεις:
        --- Ο χρόνος του φιδιού … κύριε… επιθεωρητά!
       Γελάσαμε με την ψυχή μας. Το ίδιο μας φάνηκε πως έκανε και το εικόνισμα του Χριστού ψηλά στον τοίχο. Κι αφού κουνήθηκε δυο τρεις φορές πέρα δώθε σταμάτησε σαν βρήκε το χάρακα του επιθεωρητή για φρένο. Μετά ο χοντρούλης έκανε ένα βήμα να μας επιπλήξει. Ο καβάλος του όμως έκανε << χρατς >> και το ανέβαλε. Κοίταξε ύστερα την κυρία Φυλλίτσα με θυμό και ξανακάθισε.
       Τότε έγινε αφέντρα αυτή. Ετοιμάστηκε να μας βάλει μια μετοχή στον πίνακα και να βρούμε το ρήμα απ’ όπου προερχόταν αλλά δεν το κατόρθωσε. Το τακούνι της σφήνωσε σε μια ρωγμή στο πάτωμα και σκορπίστηκε σαν συννεφάκι στον άνεμο. Ότι ζαφείρι και ρουμπίνι φορούσε απλώθηκε κάτω και η ίδια συγκρατήθηκε στο μπράτσο του επιθεωρητή. Βάλαμε πάλι τα γέλια σαν τα μαλλιά της σκέπασαν το κόκκινο μουτράκι του προϊσταμένου της που είχε πάρει την όψη ύφαλου.
       Μάθημα δεν μπορούσε να γίνει πια.  Μας έδιωξαν και γίναμε μονομιάς από σκλάβοι κυρίαρχοι της μέρας μας.
      
                                                     = = =

          Την άλλη μέρα γιόρταζε η πατρίς.  Σημαιάκια με τα εθνικά χρώματα παντού κι εμείς ασπρογάλαζοι μυρίζαμε Εικοσιένα και μπαρούτη δημητσιανίτικη. Μπήκαμε σε τριάδες οι ψηλοί στην κεφαλή οι κοντοί στην ουρά και μαζευτήκαμε στο ηρώον να γίνει η κατάθεση. Παρόντων των αρχών, του ξυπόλυτου λαού, του ιερού κλήρου και του τελετάρχη που έδωσε το σύνθημα με την τρομπέτα του, ξεκίνησε η τελετή της κατάθεσης στεφάνων εν πλήρει πατριωτική συγκινήσει.
       Με φωνή στεντόρεια ο τελετάρχης είπε:
       --- Κατάθεση στεφάνου εκ μέρους του γυμνασίου της πόλης μας!
        Βγήκε μπροστά η κυρία Φυλλίτσα ντυμένη στο εθνικό ταγέρ και μούσκεμα στην κολόνια να δώσει σε μένα και το Δαμοκλή το στεφάνι αλλά έμεινε κόκαλο. Αντί ημών ήρθαν δυο άλλοι. κι αυτοί αριστούχοι και ετοιμάστηκαν να καταθέσουν το δικό τους στεφάνι. Εμείς ως συνεργοί της απάτης πήγαμε στις θέσεις μας. Η κυρία Φυλλίτσα μυρίστηκε τον εμπαιγμό και χαλάρωσε έτοιμη να λιποθυμίσει. Κι ενώ ο λαός ζητωκραύγαζε την κατάθεση από τους προηγηθέντες μαθητές αυτή έριξε το δικό της στεφάνι στα πόδια του άγνωστου ήρωα και ψέλλισε με περιφρόνηση:
       --- Τα μπαστάρδια! Χάλασαν τη γορτή!
       --- Αει- σιχτίρ νεοναζί! φώναξε και ο χωροφύλακας της φρουράς και έσφιξε στο δεξί του χέρι το όπλο του.
        Ακούστηκε ένα γέλιο κόκκινο του αιμάτου, αμούστακο και αρχαιοελληνικό.
       --- Σκασμός, συφοριασμένα! είπε οργισμένη και η νεωκόρισσα που το ‘παιζε αρχηγίνα και ανέμισε περήφανη το σημαιάκι της. Τι θέλετε να παραστήσετε τους έξυπνους. Ντροπή σας παλιόπαιδα! πρόσθεσε και πλησίασε να παρηγορήσει την κυρία Φυλλίτσα.
        Και η γιορτή τελείωσε αθόρυβα χωρίς να συμβεί κάποιο άλλο απρόοπτο και ωραίο.

                                       = = =

       Το βράδυ στο σπίτι ο πατέρας μου άρχισε την ανάκριση:
       --- Εσύ δεν έπρεπε να καταθέσεις το στεφάνι στους ήρωες;
       --- Ναι, εγώ με το Δαμοκλή.
       --- Γιατί δεν το κάνατε και παραβιάσατε τους κανονισμούς του σχολείου;
      --- Δε θέλαμε και δώσαμε τη θέση μας στους άλλους! Κι αυτοί αριστούχοι είναι!
      --- Αριστούχοι, αλλά εσείς έχετε μπόι, παράστημα και είσαστε λεβέντες εκείνοι κοντοί και τους λείπει η παλικαριά, δεν είναι το ίδιο!
      Έπαιξα και το τελευταίο μου χαρτί να δικαιολογηθώ και του είπα:
       --- Μας φοβέρισαν πως αν δεν τους δίναμε τη θέση μας να καταθέσουν αυτοί το στεφάνι θα μας έδερναν! Φοβηθήκαμε και υποχωρήσαμε!
      Δε φάνηκε να με πίστεψε και συνέχισε:
      --- Ρεζιλέψατε την πατρίδα, γέλασαν οι ήρωες μαζί σας, οι γριές μαράζωσαν και ο δήμαρχος με το δεσπότη έγιναν κάτασπροι, δεν το είδατε;
     --- Το είδαμε!
     --- Και δεν κοκκινίσατε;
     --- Κοκκινίσαμε!
     --- Και δεν ντραπήκατε;
     --- Ντραπήκαμε!
     --- Και δεν πνιγήκατε;
   --- Να πνιγούμε; Ε, όχι αυτό δεν το κάνουμε!
   Αγρίεψε.
   --- Ζούμε σε μια φωτιά που μας τρώει μέσα κι έξω! του είπα και το ‘βαλα στα πόδια.   
                                     
                                                      = = =

     Την άλλη μέρα στην τάξη η κυρία Φυλλίτσα έπαιζε με τον κατάλογο. Αφού μας έσπασε τα νεύρα να τον κλείνει και να τον ανοίγει στο τέλος τον αποχωρίστηκε, λέγοντάς μας με το λόγο της να πετά φωτιά:
    --- Μωρ’ σεις έχουμε κάτι λογαριασμούς με δυο επίορκους από εδώ μέσα! Για να ετοιμαστούν για τη δίκη τους!
    Και μας κοίταξε όλους. Παραβάτες και μη.
    --- Ψηλά τα κεφάλια! μας φώναξε. Τι τα κρύβετε; Σγουφτοί θα απολογηθείτε;
   Τα σηκώσαμε, την κοιτάζαμε φοβισμένοι και προσευχόμαστε στο Χριστό του τοίχου μας να αποτρέψει το χτύπημα του πέλεκυ επί της κεφαλής μας.
      Σηκώθηκε και στάθηκε πάνω από τα κεφάλια μας.
    --- Είσαστε; μας ρώτησε ξαφνικά.
    --- Μαθητές! της απαντήσαμε.
    --- Όχι! Όχι! ξεφώνισε.
    --- Τότε τι; ρωτήσαμε.
    --- Ξέρετε! Ξέρετε! έσκουξε
    Τσιμουδιά εμείς.
    --- Είσαστε; μας ξαναρώτησε.
    --- Μαθητές αριστούχοι! φωνάξαμε και οι δυο εν ριπή.
    --- Όχι αυτό! Όχι αυτό!
    --- Ποιο άλλο; της κάναμε.
    --- Είσαστε; ξαναεπέμενε.
    Τσιμουδιά εμείς.
    --- Είσαστε μπολσεβίκοι! ξέσπασε φωνάζοντας και το πρόσωπό της το ξέπλυνε μια στυφή βροχή από ιδρώτα. Και σαν μια ξεθωριασμένη επιγραφή, επέστρεψε στη θέση της κι άρχισε να φθίνει. Αυτό κράτησε για λίγο. Γιατί αμέσως έγινε άνεμος σιμούν μας πλησίασε, μας άστραψε από δυο χαστούκια  στα μάγουλα και αφού πήραμε την όψη αγάλματος, ανέβηκε στην έδρα.
     Στο σπίτι ο πατέρας μου με είδε βαρεμένο, μυρίστηκε συνέχεια του άθλου μου και με ρώτησε:
    --- Λέγε μου την αλήθεια! Τις έφαγες;
    Τον κοίταξα με βλέμμα ντροπής, ένοχο και δειλό και του είπα!
    --- Ναι!
   --- Μπράβο της, της κυρίας Φυλλίτσας! Το ευχαριστήθηκα! Άλλη φορά να τους ακούς τους δασκάλους σου! Ξέρουνε τι κάνουν!