7.4.16

Ποια αριστερά;

 της Νάντιας Γιαννακοπούλου

Δεκαπέντε μήνες μετά τις δεσμεύσεις της κυβέρνησης για ελπίδα, αξιοπρέπεια, και λοιπές μεγαλόστομες κούφιες υποσχέσεις, το δήθεν «ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς» εξανεμίστηκε ανάμεσα σε μικρά και μεγάλα σκάνδαλα, την παρέμβαση στη λειτουργία των θεσμών, τον εγκλωβισμό χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών στη χώρα και τις προσλήψεις συγγενών και φίλων – αμφιβόλων προσόντων – στο δημόσιο.
Απέφευγε, εξάλλου, επιμελώς ο ΣΥΡΙΖΑ να διευκρινίσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα πραγματοποιούσε τις δεσμεύσεις του. Όμως ακόμη κι αν απέτυχε να πραγματοποιήσει όσα υποσχόταν στους εξαπατημένους ψηφοφόρους του,  η προδιαγεγραμμένη του πορεία διαφαινόταν εξ αρχής από τις κάθε λογής «μεταρρυθμίσεις» που επιχείρησε να εφαρμόσει.
Είναι πλέον προφανές ότι η πρόταση για το ασφαλιστικό, ο (κατ’ όνομα μόνο «ανοιχτός») διάλογος για την παιδεία και κυρίως το νέο φορολογικό ως στόχο έχουν την εξίσωση των πάντων προς τα κάτω. 
Τώρα που οι υποσχέσεις για ανάκαμψη της οικονομίας, κατώτατο μισθό 751 ευρώ και 300.000 νέες θέσεις εργασίας έχουν εξανεμιστεί προ πολλού, λύση είναι η εξαθλίωση και όσων ακόμη άντεξαν στα δύσκολα χρόνια της κρίσης: δυσβάσταχτοι φόροι, εξοντωτικές ασφαλιστικές εισφορές, στοχοποίηση της επιχειρηματικότητας, απόλυτη ισοπέδωση όλων των κοινωνικών τάξεων και συμβάσεις εργασίας στο δημόσιο χωρίς δικαιώματα, άδειες και λοιπά επιδόματα, με μισθούς ακόμη και 361 ευρώ τον μήνα (!).
Στην μετά-την-ελπίδα Ελλάδα, εφόσον δεν μπορούν όλοι να ευημερούν, τότε θα πρέπει όλοι να φτωχοποιηθούν. 
Οι προθέσεις της κυβέρνησης είναι σαφέστατες, αν κρίνουμε από όσα έρχονται στη δημοσιότητα για τα μέτρα που θα ληφθούν στα πλαίσια της αξιολόγησης, και αποτελούν ταφόπλακα της πραγματικής οικονομίας.
Η φοροεπιδρομή και κατά μέτωπο επίθεση σε κάθε επαγγελματική τάξη, από τους αγρότες μέχρι τους ιδιωτικούς υπαλλήλους και από τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες έως τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους επιστήμονες, είναι η πλέον σαφής έκφραση του ταξικού μίσους που, εμμέσως πλην σαφώς, εκφράζει και επιτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Αφού κατάφερε να γονατίσει και τη μεσαία τάξη, το βασικό στήριγμα της οικονομίας την εξαετία της κρίσης, έρχεται τώρα να στοχοποιήσει και αυτούς ακόμη τους… Κροίσους, που έχουν το θράσος – άκουσον, άκουσον – να δηλώνουν ετήσιο εισόδημα το υπέρογκο ποσό των 20.000 ευρώ!
Για πάταξη της φοροδιαφυγής ή της εισφοροδιαφυγής, όπως προεκλογικά διατυμπάνιζαν για τα δήθεν «έσοδα» από διάφορες λίστες, ούτε λόγος. Αν είσαι νομοταγής πολίτης και δεν αποκρύπτεις εισόδημα, αυτομάτως τιμωρείσαι με αυξημένο συντελεστή από 22,5%.  
Σε κάθε πτυχή της δράσης του, από τις ημέρες που κατήγγειλε και κουνούσε το δάχτυλο ως αντιπολίτευση έως και σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί την ίδια τυχοδιωκτική τακτική που τον έφερε στην εξουσία: το «ό,τι φάμε» δεν μεταφράζεται μόνο σε εκατοντάδες προκλητικές ρουσφετολογικές προσλήψεις – όσο ακόμη προλαβαίνει – αλλά και σε φοροκαταιγίδα με στόχο τα διαχρονικά «εύκολα» θύματα.
Μόνο που τα εύκολα θύματα τυχαίνει να είναι αυτά που ως τώρα, έστω και ασθμαίνοντας, κρατούν ακόμη τη χώρα όρθια. Όταν και αυτά καταρρεύσουν, ποιος θα μείνει να πληρώσει τα σπασμένα; Μπορεί η κυβέρνηση να θεωρεί ότι έχει ακόμη περιθώριο να κλείνει το μάτι σε χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους, χτίζοντας πελατεία για τις επόμενες εκλογές και δίνοντας «αίμα στην αρένα», όμως το αποτέλεσμα της ιδεοληψίας που τη διακρίνει είναι ακόμη μεγαλύτερο από τη φτωχοποίηση της μεσαίας τάξης.
Η ισοπέδωση των πάντων προς τα κάτω δεν μεταφράζεται σε εξάλειψη των κοινωνικών ανισοτήτων, ούτε βεβαίως σε κοινωνική συνοχή. Είναι η επικράτηση της λογικής «να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα», η στρεβλή πλευρά ενός κακέκτυπου σοσιαλισμού που προσπαθεί να ντύσει με τον μανδύα της υπεράσπισης των αδυνάμων. Είναι ο εκφυλισμός κάθε έννοιας αλληλεγγύης. 
Και για έναν λαό που οδηγείται με κυβερνητικό σχέδιο στην οικονομική εξαθλίωση, η ηθική εξαθλίωση είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνη. Η δε προσπάθεια της κυβέρνησης «να ρίξει την μπάλα στην εξέδρα» στιγματίζοντας τους πολιτικούς της αντιπάλους με καταγγελίες και δήθεν αποκαλύψεις, διχάζει και δηλητηριάζει ακόμη περισσότερο τους Έλληνες πολίτες.
Αυτό ήταν, τελικά, το ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς; 
Ή μήπως εκφράζεται με την πρωτοφανή απόφαση της ΕΣΗΕΑ να διαγράψει «αντιφρονούντες» δημοσιογράφους και να τους επιβάλει πειθαρχικές κυρώσεις; Τέτοιες καθεστωτικές λογικές, που ποινικοποιούν την αντίθετη άποψη και πατάσσουν την ελευθεροτυπία, θυμίζουν άλλες εποχές και κυρίως άλλου είδους πολιτεύματα, και καμία θέση δεν έχουν σε ένα (υποτίθεται) ευνομούμενο, δημοκρατικό κράτος, με δήθεν αριστερή κυβέρνηση.