25.4.16

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ - Ήθελα να ήμουνα αρνί

Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

                Ήθελα να μου ήμουνα αρνί, λαμπρίτης. 
Να με έσφαζε μια φτωχή οικογένεια, να με έγδερνε, να έφτιαχνε  τα  άντερά μου μαγειρίτσα και να με έβαζε στη σούβλα. Με το ψημένο κρέας μου ύστερα να γέμιζε το πασχαλινό της τραπέζι, να έτρωγε τον άμπακα και να ‘κανε τρικούβερτο γλέντι, ρωμαίικο, τύφλα στο κοκκινέλι.
                 Να ζήλευαν τα ευρωπαϊκά λαμόγια, ο οικονομολόγος καροτσάκιας, η καγκελάριος όρνιθα και οι λοιποί βαστάζοι που τους ήθελαν νηστικούς. Ένα ντελίριο ύστερα να τους έπιανε και να μας άφηναν χρόνους.
                 Φαγωμένος θα ήμουνα πιο ωφέλιμος και θα ένιωθα και ευεργέτης χαϊδεύοντας την κοιλιά τους οι χορτασμένοι. 
Τώρα τι κάνω;
 Πληρώνω φόρους, τρέχω στα γκισέ, ξοφλώ πρόστιμα, δέχομαι φοβέρες για τις απλήρωτες δόσεις, το μερίδιο της σύνταξής μου βλέπω να μικραίνει, στο σβέρκο μου νιώθω την προβοσκίδα του κράτους να μου ρουφά το αίμα.
                  Αν ήμουν αρνί δε θα χειροκροτούσα κανένα μνημόνιο, δε θα ‘βλεπα τον Τσίπρα με καινούργια κουστούμια, τον Κούλη να γελάει σαν χάνος, την Όλγα να τρώει τον αγλέουρα στη Μεγάλη Βρετάνια, τον πισινό του Βενιζέλου να πηγαίνει πέρα δώθε σαν κινούμενος βράχος, το άγριο μάτι του Σόιμπλε, το περπάτημα της χήνας  Μέρκελ.  Ακόμα δε θα ‘βλεπα κομματικά σημαιάκια, οπαδούς ωρυόμενους στις πλατείες, ξυπόλητους να κουβαλάνε στους ώμους σαμαράδες, καλαμαράδες και χαλαστήδες.  Θα ‘τρωγα το χορτάρι μου, δε θα αρρώσταινα, θα γλίτωνα το φακελάκι, το μεγαρόσημο δε θα το ΄ξερα, ούτε το γλείψιμο και το προσκύνημα, με κάθε μπεεε! που θα έκανα το αφεντικό μου θα τσακιζόταν να με ταϊσει και να με ποτίσει για να μην του πάθω τίποτα.
                  Ακόμα ήθελα όταν θα με έσφαζαν και θα ξεψυχούσα να τραγουδούσαν συν γυναιξί και τέκνοις:  << Τώρα ουρανέ μου, βρόντησε, τώρα ουρανέ μου, βρέξε, ρίξε στους κάμπους τη βροχή και στα βουνά το χιόνι, στου πικραμένου την αυλή τρία γυαλιά φαρμάκι, το ‘να να πίνει την αυγή, τ’ άλλο το μεσημέρι, το τρίτο το πικρότερο στο δείπνο όταν δειπνάει >>.  Όταν θα με τρώνε να ξεκουφαίνουν την Ευρώπη συθέμελα με τούτο ‘δω το στίχο: << Για φάτε, πιέτε βρε παιδιά, χαρείτε να χαρούμε τούτο το χρόνο τον καλό, τον άλλο ποιος το ξέρει, για ζούμε, για πεθαίνουμε, για στον άλλον κόσμο πάμε >>.