17.5.16

ΤΟ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ - Εδώ Νότος

Του Παν. Αντωνόπουλου


                Μουντζουρωμένος με φούμο εδώ και καιρό ο Νότος μας. Οι πολύαρνοι και πολύμοσχοι κάποτε, κάτοικοί του, ζούνε σε αχυρώνες με κοπριά. Τα ρόδινα της αυγής τους εγκατέλειψαν, τα ευρώ τους  σαρώθηκαν και το σχισμένο σακάκι τους κρέμεται μπαλωμένο στο καρφί.
               Στους καιρούς μας εδώ στο Νότο η ζωή είναι περιτομημένη. 
Η φτώχεια παίζει κρυφτούλι με την κοιλιά, οι νύχτες νηστικές ξαγρυπνούν με προσευχές, οι τρελοί πιάνουν κουβέντες με τα ξωτικά. Όσοι είναι ξεχασμένοι από το Θεό, τρώνε ξερό ψωμί, όσοι είναι περιούσιοι μνημονικοί την τυλώνουν με τη σιχασιά που γεμίζει τα κατσαρόλια τους το Τάγμα των αγιογδυτών ευρωπροστυχοχριστιανών.
               Στους καιρούς μας εδώ στην άκρα γωνιά του Νότου  οι κούκοι κοιμούνται. Τα ουράνια τόξα βάφονται γκρίζα και οι μαύροι δολοφόνοι θάβουν ζωντανούς τους γέρους και τις γριές. Οι νεράιδες κρύβονται στις ρωγμές των βράχων και οι ομπρέλες των μανιταριών το σούρουπο μοιάζουν με μπότες κατακτητή.
              Στο Νότο μας τα φεγγάρια του κόβουν τον ουρανό σαν δρεπάνια. Η χόβολη έχει σβήσει στις παραγωνιές και ο αέρας του είναι ένας κρύος βρώμικος τραπεζίτης. Το κρασί μας το πίνουμε στου πόνου τη γουλιά, το λιγοστό μας κοψίδι το τρώμε καρβουνιασμένο και την μπουκίτσα μας τη βρέχουμε σε λαδάκι λειψό. Τις γιορτές μας τις περνάμε λιτά, με κοτόπουλα που λιμοκτονούν, με σούπες αραιωμένες, με σαρδέλα σάπια, με ληγμένες κρεατόπιτες και τηγανισμένα συνθετικά εντόσθια.
           Το καφεδάκι μας κι αυτό πικρό. Τα ούζα μας κομμένα.  Τα τραπεζάκια άδεια. Τους πότες διψασμένους. Δεν πίνουν πια τον περίδρομο. Στέγνωσαν τα χείλη τους και η κουβέντα τους έγινε μουρμούρα. Τους πανηγυρικούς τους ξέχασαν.
         Στο Νότο στη δική μας ρίζα και στη γη, δε βλέπεις κορίτσια με τη φούστα σηκωμένη. Ούτε γυναίκες με σώμα σκαλιστό να λιγώνονται στα γέλια στις αυλές και νεαρούς να κάνουνε χειρονομίες ερωτικές σε τρυφερά μανούλια. Στη λειτουργία τις Κυριακές οι εκκλησιές είναι άδειες και τα βράδια τα σκοτάδια του πηχτά.
        Ο Νότος με τη δική του ιστορία γρατσουνάει μ’ ένα σουβλί τσαγκάρη τη μίζερη ζωή  του. Κι όσο τρυπιέται ψάχνει για το χαμένο του θησαυρό. Το θησαυρό που του ‘κλεψαν λυκάνθρωποι, καλικάντζαροι και δαίμονες φριχτοί πολιτικοί.


[ πολύαρνοι = με πολλά αρνιά ]
[ πολύμοσχοι= με πολλά μοσχάρια ]