Του
Παν. Αντωνόπουλου
<< Λευκές >> τις βαφτίσανε τώρα τις νύχτες μας. Όχι μαύρες κι άραχλες που ‘ναι,
αλλά << λευκές >>. Παρθένες
και όχι διακορευμένες. Παχουλές αγελάδες και όχι ισχνές. Ανατολίτισσες λάγνες και
όχι στεγνές Ρωμιές. Άνεμοι μαίστροι τις δροσίζουν, κανένας γέρακας δεν τους
βγάζει τα μάτια, στον πονόκοιλό τους δε γεννάνε τέρατα χαράτσια, ούτε στήνουν
αποσπάσματα με εκτελέσεις στους φορολογούμενους στα όνειρά τους.
Κι
όμως το όσπριο τελείωσε, η πατρίς τελεύτησε και οι απόγονοι της Αθήνας και της
Σπάρτης, γίνονται όσιοι μάρτυρες της πείνας. Άλλος χάνει το σπίτι του, άλλος τη
δουλειά του, πολλοί παίρνουν τα βουνά σαν τα αγριογούρουνα να βρούνε βελανίδι,
και άλλοι με ρόζους στα χέρια σφίγγουν το λουρί στο λαιμό τους.
Ένας Αττίλας μας χτυπάει, ένας
σιδερόφραχτος στρατός περνάει τις πύλες μας. Τίποτε δε μένει όρθιο. Σαλπίζει,
γκρεμίζει, σκοτώνει, παίρνει και φεύγει μέσα σε βροντές και σε στροβίλους. Κι
εκεί που τραγουδούσε κάποτε η καλή Σμυρτούλα, η μικρή αοιδός της χαράς, τώρα επιτάφιοι
θρήνοι το νεκρό σώμα της μοιρολογούν.
Σόδομα και Γόμορρα η πατρίς.
Κυλιέται χάμω και βογκάει σαν παρθένα που την ξεπαρθενεύουν Ούννοι βιαστές. Τα
αμάραντα μοσχοβόλα κίτρα του κόρφους της γέμισαν εξανθήματα, η αστραψιά του
κάλλους της σκεπάστηκε με πίσσα δύσοσμη, λασπώδη. Κανένας πουνεντογαρμπής δεν
τη φιλά με της δροσιάς τα χείλη, κανένα συννεφάκι δε στάζει φάρμακο μυριάκριβο
να της γιατρέψει πληγές κι αποστήματα που της άφησαν νάνοι πολιτικοί
καθυστερημένοι.
Με λόγια απλά. Τα υπάρχοντά της τα
μοίρασαν ασελγείς αφέντες, τα ασημικά της τα πούλησαν μεθύστακες ζουρλοί λιμοκοντόροι.
Τα μεταξωτά της τα κάνανε σάβανα σε
πεθαμένα εργατάκια, τους οίκους και τα μαγαζιά σωρούς ερειπιώνες. Τους μπαξέδες
τους ξέραναν, πεδιάδες εύφορες τις έθαψαν με κόπρους του Αυγεία, ανθρώπους με
χέρια από μπρούντζο τους απόλυσαν με μια κινητικότητα πεθαμένη.
Μαύρες οι νύχτες μας και όχι λευκές.
Θεριά που κρύβουν φοροφυγάδες και πλούσιους κλέφτες του κερατά. Δράκουλες που
ρουφάνε το αίμα του λαού. Γενίτσαρους σε εκτελεστικό απόσπασμα που στέλνουν το
συνταξιούχο στην εντατική, τον άνεργο στη φυλακή, το χρεωμένο στο βάραθρο του
Καιάδα.
Αυτές είναι οι νύχτες μας. Εχθροί και
όχι αοιδοί. Όχεντρες που στα στρωσίδια τους η κατουρλού μπουρζουαζία
υπνώτουσα γεννοβολά νέα βρέφη
μνημονίων.