17.6.16

ΔΙΗΓΗΜΑ - Ο θάνατος του Μοχάμεντ Φαριγιάρ

του Παν. Αντωνόπουλου

           Στην  πολυτελέστατη θαλαμηγό του << Σοράγια >> θα γιόρταζε την εικοστή πέμπτη επέτειο της θητείας του στην εξουσία της χώρας του ο  δικτάτορας Μοχάμεντ Φαριγιάρ. Γι’ αυτό σκέφτηκε να καλέσει τους επιτελείς του στη μεγάλη σάλα της και μέσα σε ατμόσφαιρα χλιδής, υπεροψίας και εκφοβισμού να τους μιλήσει για το μεγαλείο και την πρόοδο της πατρίδας τους κάτω από το στρατιωτικό καθεστώς το οποίο τόσο επιτυχώς εκπροσωπούσε!
           Ακόμη θα του δινόταν η ευκαιρία να μιλήσει και να γνωρίσει στους καλεσμένους του το νέο εργαλείο βασανιστηρίων του καθεστώτος εναντίον των αντιφρονούντων εχθρών του έθνους για τους οποίους  τόσα και τόσα εγκλήματα είχε κάνει για να τους εξοντώσει. Ένα εργαλείο που θα έκοβε χιλιάδες κεφάλια και θα χόρταινε από το πολύ αίμα! Η σχεδίασή του ήταν απλή αλλά  η χρήση του προκαλούσε τρόμο! Ήταν ένα πριόνι με μια λάμα δύο μέτρων επιφορτισμένη  με μια σειρά από χίλια δόντια και στηριγμένη σε δυο σιδερένιους λοστούς, όπου η παλινδρομική της κίνηση γινόταν μ’ ένα διακόπτη κι έκοβε σύρριζα τα κεφάλια.   Ο υποψήφιος για τη θανατική ποινή, καθόταν σε μια σιδερένια κινητή πλατφόρμα που απείχε τριάντα εκατοστά από το πριόνι που  πλησίαζε προς τη λάμα, αργά - αργά, όσο χρειαζόταν για να τρελαθεί! Και τρελαμένος πια έπεφτε πάνω στα δόντια που τον αποκεφάλιζαν!
          Ελάχιστοι είχαν δει το εργαλείο αυτό των βασανιστηρίων και ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα.  Ο μηχανικός που το κατασκεύασε αποκεφαλίστηκε από το ίδιο του το δημιούργημα, και, ο  αξιωματικός με τους τρεις τεχνίτες που το τοποθέτησαν στην υπόγεια φυλακή υψίστης ασφαλείας, ακρωτηριάστηκαν και κλείστηκαν  σε ψυχιατρείο.
          Η φυλακή αυτή υψίστης ασφαλείας που τοποθετήθηκε το καινούργιο εργαλείο βασανιστηρίων, βρισκόταν κάτω από τη γη με  αδύνατη την προσπέλασή της αφού για να την προσεγγίσεις έπρεπε να κατέβεις μια σιδερένια ηλεκτροφόρα κλίμακα με εκατό σκαλιά  και να παρακάμψεις πολλά εμπόδια και παγίδες. Αλλά και σαν έφτανε κανείς έξω από το χαλύβδινο χτίριο της φυλακής η είσοδός του στους χώρους των κρατουμένων γινόταν δύσκολη αφού μια τεράστια και βαθιά τάφρος γεμάτη με νερό και πεινασμένους κροκόδειλους την προστάτευε.
           Ο Μοχάμεντ Φαριγιάρ σπάνια κατέβαινε εδώ, οσάκις όμως η ανάγκη το καλούσε, ερχόταν συνοδεία μ’ έναν ανώτατο αξιωματικό της κρατικής ασφάλειας και δυο άντρες της προσωπικής του φρουράς. Συνήθως το απέφευγε γιατί δεν ήταν σίγουρος για την επιστροφή του.
         
                                                * * *
          Σαν το σκοτάδι έπεσε και τα νυχτοπούλια άρχισαν να αφήνουν τις φωλιές τους και να πετάνε κρώζοντας, πάνω από το ποτάμι, ο Φαριγιάρ βγήκε στη βεράντα του παλατιού του κι αγνάντεψε γεμάτος ευφορία τη φωταγωγημένη θαλαμηγό του, που του είχε στοιχίσει τόνους χρυσάφι και ασήμι. Ύστερα με μια κίνηση υπεροψίας μπήκε μέσα και κάνοντας νεύμα στο υπηρετικό προσωπικό του, ξεκίνησε για τη θαλαμηγό να υποδεχτεί τους καλεσμένους του.
          Στις δέκα και ο τελευταίος καλεσμένος ήταν στη θέση του. Τότε παρουσιάστηκε ο Φαριγιάρ φορώντας τη στρατιωτική του στολή και έδωσε εντολή στο προσωπικό να σερβίρει το πρώτο ποτό.  Ο ίδιος δε προέτρεψε τους καλεσμένους του μέχρι να σερβιριστούν να θαυμάσουν τις τοιχογραφίες της αίθουσας που φιλοτεχνήθηκαν ειδικά γι’ αυτούς και να τις απολαύσουν. Ύστερα με μια κίνηση ακριβείας έκανε στροφή προς τα δεξιά και χάθηκε στο διάδρομο.
          Οι καλεσμένοι  υπάκουσαν στη διαταγή του και στράφηκαν στη δεξιά πλευρά του τοίχου να θαυμάσουν την πρώτη ζωγραφιά. Μια ζωγραφιά που το θανατηφόρο της φόντο έκανε πολλούς να βγάλουν κραυγές υστερίας κι άλλους να βλαστημήσουν τον ανεκδιήγητο ζωγράφο που κακοποίησε με τον πιο αισχρό τρόπο την  Τέχνη.  Φαίνεται πως ο χρωστήρας του πριν σχεδιάσει αυτό το έκτρωμα είχε βουτηχτεί στο βούρκο για να έχει απεικονίσει τόσο πιστά εικόνες της Κόλασης.
           Το μάτι έπεφτε πρώτα στα ανθρώπινα σώματα που κρέμονταν ανάποδα από την κορυφή του σφαγείου και βουτηγμένα στα αίματα περίμεναν το δήμιό τους, που δεν ήταν άλλος από το Χάρο, που ο αποκρουστικός σκελετός του ντυμένος μ’ έναν μαυροκίτρινο χιτώνα, σκορπούσε το φόβο, βαδίζοντας ανάμεσά τους, ανεμίζοντας το τεράστιο  δρεπάνι του. Λίγο πιο πέρα από το Χάρο, ένα κοπάδι  άγρια ζώα, έτρεχαν πανικόβλητα να κρυφτούν αντικρίζοντας το φοβερό στοιχειό, ενώ καθώς χτυπούσαν άταχτα μεταξύ τους  είχαν τσακισμένα τα κέρατά τους, άλλα σπασμένα τα πόδια τους και κομμένες τις ουρές τους και τα πιο πολλά ήταν αιμόφυρτα με σπασμένα κεφάλια ξαπλωμένα νεκρά κάτω.   Στην πόρτα του σφαγείου  ένας άντρας  με ολόλευκη στολή κατεχόμενος από αγωνία και τρόμο για αυτά που συνέβαιναν, προσευχόταν με κατάνυξη για να ξορκίσει ως φαίνεται το κακό που έβλεπαν τα μάτια του.
          Έντρομοι οι  καλεσμένοι από το θέαμα που αντίκριζαν πήραν τα μάτια τους και τα έστρεψαν στο πίσω μέρος της αίθουσας θαρρώντας πως εκεί κάτι ευχάριστο θα  έβλεπαν. Αλλά απατήθηκαν και οι περισσότεροι έβγαλαν κραυγή υστερίας με αυτό που είδαν. Σίγουρα ο ζωγράφος που  φιλοτέχνησε αυτό το έκτρωμα είχε άρρωστο μυαλό και οι αισθήσεις του πήγαζαν από τον αντιφατικό κόσμο των τρελών ιδεών. Έδειχνε το ορειχάλκινο άγαλμα του Φαριγιάρ όρθιο, πάνω σ’ ένα πανύψηλο βάθρο και με ύφος αυστηρό και μοχθηρό να χαιρετά το λαό του. Κι ως εδώ όλα θα ήταν καλά αν η αρρωστημένη φαντασία του ζωγράφου δεν είχε φτάσει στην έσχατη χυδαιότητα να μεταμορφώσει το δεξί χέρι του σε φίδι  που πρόβαλε προκλητικά απ’ το ανοιχτό του στόμα το φαρμακερό κεντρί του ενώ στο αριστερό του χέρι έσφιγγε απ’ το λαιμό ένα γύπα και τον έπνιγε.
          Κι όλα αυτά μαζί με το γκρίζο φόντο που έδειχνε τα μέλη μιας διασκορπισμένης σάρκας, δημιουργούσε στην ψυχή των καλεσμένων την αίσθηση της κτηνωδίας και τους μεγάλωνε το φόβο και τον πανικό.
          Πολλοί πλέον άρχισαν να έχουν παραισθήσεις και να συμπεριφέρονται με σαδιστικές τάσεις, δείχνοντας έντονη επιθετικότητα και σχολιάζοντας αυτά που έβλεπαν με αφύσικο τρόπο.  Γι’ αυτό τότε ένας άντρας από τους ανθρώπους του Φαριγιάρ τους προέτρεψε γρήγορα να δουν την τρίτη ζωγραφιά που ήταν αριστερά της αίθουσας, προφανώς για να πετύχει μια μικρή ανάπαυλα της ψυχικής τους διέγερσης και ν’ αποφύγει τα χειρότερα.
          Αλλά κι εδώ τα πράγματα δεν ήταν καθόλου ευχάριστα και οι πρώτες αντιδράσεις και οι φωνές  διαμαρτυρίας γι’ αυτά που έβλεπαν άρχισαν να γεμίζουν την ατμόσφαιρα. Ο καλλιτέχνης εδώ συνεχίζοντας το ξεδίπλωμα της αρρωστημένης φαντασίας του, είχε στήσει το καναβάτσο του με ακόμη πιο αισχρό και επώδυνο τρόπο. Έδειχνε ένα πηγάδι γεμάτο με αίμα και μέσα του να  κολυμπούν κομμένα κεφάλια και των δύο φύλων και διαφόρων ηλικιών. Γύρω - γύρω απ’ το πηγάδι διάφορα σκορπισμένα ανθρώπινα μέλη, ολοκλήρωναν τη φοβερή τούτη εικόνα που οι πιο πολλοί  δεν πρόλαβαν να τη δουν γιατί ένιωσαν τάσεις λιποθυμίας και κάθισαν πανικόβλητοι στις θέσεις τους.
          Τότε μπήκε στην αίθουσα ένας από τους ανθρώπους του Φαριγιάρ και τους ανακοίνωσε πως σε λίγο θα έφτανε και το δεύτερο ποτό το οποίο  δε θα το έπιναν μόνοι τους αλλά με τη συντροφιά του δικτάτορα που είχε κάτι σημαντικό να τους δείξει και ήταν σχετικό με την ασφάλεια της χώρας. Αμέσως πίσω του ακολούθησαν τέσσερις άντρες κουβαλώντας σε ασημένιους δίσκους τα γεμάτα ποτήρια, που το ακριβό τους κρύσταλλο εντυπωσίασε όλους και τους έκανε να τα δεχτούν με ευχαρίστηση και αγαλλίαση.
          Και σαν πήραν διαταγή ν’ αρχίσουν να πίνουν, ένας ήχος επαναλήφθηκε τρεις φορές και τους προδιάθεσε  για την επικείμενη είσοδο του δικτάτορα.  Έπιναν κι απολάμβαναν το ποτό τους ενώ τα μάτια τους έπεφταν αχόρταγα στην είσοδο να τον δουν να μπαίνει. Παράλληλα όμως η αγωνία τους κατάτρωγε την ψυχή για το τι γενέσθαι. Κι εκεί που όλα έδειχναν πως ο δικτάτορας θα παραβίαζε την ώρα  του πρωτοκόλλου που όριζε την είσοδό του, ο ίδιος ήχος που επαναλήφτηκε τρεις φορές τους προετοίμασε  πια για τη βέβαιη και οριστική του εμφάνιση.
           Πραγματικά πέρασε την πόρτα με κάθε μεγαλοπρέπεια, περπάτησε εφτά βήματα και στάθηκε πάνω σε μια κόκκινη γραμμή. Έστριψε ύστερα με μια γρήγορη μεταβολή ακριβείας το σώμα του προς τους καλεσμένους και περίμενε την ακολουθία του. Κι αμέσως μπήκαν ένας ταγματάρχης και δυο άντρες με πολιτική περιβολή, υπεύθυνοι για την ασφάλεια και την τάξη της χώρας. Σαν πήραν τις θέσεις τους στα αριστερά του Φαριγιάρ, ακολούθησαν άλλοι τέσσερις ένοπλοι βαστώντας στα γερά τους μπράτσα ένα σιδερένιο κλουβί που ‘κρυβε μέσα του     έναν αλυσοδεμένο κρατούμενο. 
           Στη θέα του και πριν οι άντρες τον αφήσουν στο κέντρο του μαύρου κύκλου που βρισκόταν δεξιά του Φαριγιάρ, πολλοί από την αριστερή πλευρά ξεσηκώθηκαν και με φωνές, βρισιές και κατάρες αποδοκιμασίας, κινήθηκαν με άγριες διαθέσεις εναντίον του για να τον λυντσάρουν.Τότε  άπλωσε το χέρι του ο Φαριγιάρ και αφού τους έκανε νεύμα να σταματήσουν, τους είπε με τη βροντερή και σκληρή φωνή του: << Το ξέρω πως θέλετε να τον κάνετε κομμάτια με νύχια και με δόντια τον εχθρό τούτο του καθεστώτος, αλλά δε σας ανήκει ακόμη! Μόνο σαν τον δείτε καλά θα είναι δικός σας! >> και τους προέτρεψε να κοιτάξουν με σχολαστικότητα τον κρατούμενο.
           Και τότε είδαν  με φρίκη έναν άνθρωπο φοβισμένο να τρέμει ολόκληρος λες και κάποια βαριά και ανίατη αρρώστια τον θέριζε. Δεμένος με χοντρές και βαριές αλυσίδες από τα κάγκελα του κελιού, τους κοίταζε κι έδειχνε να τους μισεί θανάσιμα. Κάτω από το δεξί του μάτι μια ματωμένη πληγή τον ταλαιπωρούσε κι από το αριστερό του πληγιασμένο χέρι του έλειπαν δυο δάχτυλα. Στο λαιμό του  μια μεγάλη πυορροούσα ουλή έφτανε ως στο κέντρο του στήθους του και χανόταν ως κάτω στην κοιλιά του. Που και που ο άνθρωπος αυτός  ξεσπούσε σε άναρθρες κραυγές και σταματούσε μόνο σαν  ένας  άντρας της φρουράς τον τρυπούσε μ’ ένα μακρύ κοντάρι.
          Στους καλεσμένους όπως ήταν λογικό τούτη η εικόνα του  πολιτικού κρατούμενου, προξένησε ψυχικές εντάσεις και ποικίλα συναισθήματα. Έτσι, όπως ομολόγησαν αργότερα, έπαθαν ένα είδος παραίσθησης και όση ώρα έβλεπαν τον φυλακισμένο, πονούσαν οι ίδιοι και ένιωθαν κόπωση και ναυτία.
          Ο Φαριγιάρ γνώστης των όσων συνέβαιναν στην ψυχή των καλεσμένων για να αποφύγει κι άλλες ψυχικές διαταραχές κι εντάσεις, τράβηξε το ενδιαφέρον τους, λέγοντάς τους σε αυστηρή, στρατιωτική γλώσσα: << Τέτοιοι εχθροί της χώρας, είναι εκατό χιλιάδες κλεισμένοι στις φυλακές Αλ - Μπα. Οι πιο επικίνδυνοι όμως βρίσκονται στην υπόγεια φυλακή ασφαλείας, Ντα - Μπαζί που θα στείλουμε κι αυτόν. Εκεί βρίσκεται και το νέο όργανο βασανιστηρίων, το ηλεκτρικό πριόνι. Η επίδειξη που θα γίνει ενώπιόν μου και θα του πάρει το κεφάλι, νομίζω πως θα είναι μια καλή είδηση για τη χώρα, αφού ένα ακόμη σύγχρονο εργαλείο βασανιστηρίων μπαίνει στην υπηρεσία για την εξόντωση των εχθρών της! Σαν επιστρέψω θα σας διηγηθώ με κάθε λεπτομέρεια αυτά που θα δω. Και τώρα για να μη νιώθετε την απουσία μου αισθητή όση ώρα θα λείπω, ένα ακόμη ποτήρι εύγεστο ποτό,  που θα σας σερβιριστεί αμέσως, ελπίζω να σας συντροφέψει! >>
          Και πριν κάνει μεταβολή να βγει από την αίθουσα με την ακολουθία του, οι άνθρωποί του, τους είχαν κιόλας σερβίρει με μια απερίγραπτα γρήγορη κι αιφνίδια έφοδο.

                                                * * *  
          Στη φυλακή υψίστης ασφαλείας δεν απέμενε παρά να δώσει την εντολή ο Φαριγιάρ και ν’ αρχίσει η εκτέλεση του φυλακισμένου με το ηλεκτρικό πριόνι. Για λόγους ασφαλείας ο κρατούμενος βρισκόταν ακόμη στο κλουβί και η στιγμή που θα ερχόταν αντιμέτωπος με τα δόντια του πριονιού ήταν ζήτημα λίγων λεπτών. Ένα όμως απρόβλεπτο γεγονός ήρθε να αποδώσει δικαιοσύνη. Αργότερα πολλοί το είπαν << συνωμοσία>> κι άλλοι << αδυναμία του καθεστώτος >>.  Ας δούμε όμως τι συνέβη. Από την είσοδο του κελιού που θα γινόταν η εκτέλεση ξεκινούσε ένας μακρύς διάδρομος με τα κελιά των κρατουμένων. Χοντρές και βαριές πόρτες τα έφραζαν και οπλισμένοι σαν αστακοί φύλακες τα φρουρούσαν. Η απόδραση έτσι γινόταν όχι μόνο δύσκολη αλλά και αδύνατη. Εν τούτοις όμως εκείνη την κρίσιμη στιγμή της εκτέλεσης, κανείς δεν ξέρει πως έγινε αυτό, στο κελί δεκατρία με τους πιο επικίνδυνους βαρυποινίτες, υποχώρησε η βαριά του σιδερένια καγκελόπορτα και οι κρατούμενοι βγήκαν έξω και ξεχύθηκαν στο διάδρομο, τρέχοντας προς την έξοδο. Οι τρεις φύλακες του κελιού αμύνθηκαν γενναία αλλά στο τέλος έπεσαν νεκροί μέσα σε μια λίμνη αίματος από τα δυνατά χτυπήματα των φυλακισμένων.
          Βλέποντας το φονικό ο ταγματάρχης από την πόρτα του κελιού που βρισκόταν, κινήθηκε εναντίον τους με το όπλο στο χέρι δίνοντας ταυτόχρονα εντολή να τον ακολουθήσουν και οι δυο οπλισμένοι άντρες που φρουρούσαν το μελλοθάνατο του κελιού.
          Έτσι σαν έφυγαν αυτοί το πρόσωπο του μελλοθάνατου φωτίστηκε μ’ ένα παράξενο θείο φως που έκανε το δήμιο να σαστίσει και να προβληματιστεί. Κι εκεί που ετοιμαζόταν ν’ ανοίξει το κλουβί και να τον βάλει στη σιδερένια καρέκλα, στέλνοντάς τον έτσι να συναντήσει το θάνατο στα αιχμηρά δόντια του πριονιού, άλλαξε γνώμη κι αμέσως με μια κίνηση αστραπής αρπάζει ένα σιδερένιο λοστό και χτυπά το Φαριγιάρ  στο κεφάλι. Ζαλισμένος εκείνος έγειρε να πέσει αλλά ο δήμιος υποβαστάζοντάς τον, τον έβαλε  στη σιδερένια καρέκλα του θανάτου. Αφού τον ασφάλισε  με τη χοντρή μεταλλική ζώνη, άπλωσε το χέρι του και ετοιμάστηκε να πατήσει το διακόπτη για να ενεργοποιήσει το πριόνι.    Τότε είδε το Φαριγιάρ ν’ αποκτά σιγά- σιγά τις αισθήσεις του και μέσα  από ένα βογκητό πόνου να προσπαθεί να κρατήσει το κεφάλι του όρθιο και να δοκιμάζει να λευτερωθεί τραβώντας με τα χέρια του τη ζώνη ασφαλείας.  Και σαν δεν το κατόρθωσε, έφερε ολοτρόγυρα το κεφάλι του να δει τι είχε συμβεί. Και τότε βλέποντας πως ήταν απροστάτευτος, τα κατάλαβε όλα και χωρίς  καμία αντίσταση παραδόθηκε στο μοιραίο.
          Ο δήμιος πάτησε με μια χορευτική κίνηση του χεριού του τον κόκκινο διακόπτη κι αμέσως ο μηχανισμός μπήκε σε λειτουργία. Το πριόνι άρχισε τις  παλινδρομικές  του κινήσεις  βγάζοντας ένα συνεχόμενο δαιμονισμένο σφύριγμα που έδειξε να μην τον άντεχε ο Φαριγιάρ, γιατί αμέσως έφραξε τ’  αυτιά του με τα χέρια.    Όσο ο αυτόματος μοχλός δεξιά του κανόνιζε τη θέση της καρέκλας που καθόταν και την έκανε να πλησιάζει λεπτό προς λεπτό τη λάμα τόσο κι ο τρόμος στο πρόσωπό του μεγάλωνε, οι αρτηρίες του στο λαιμό διογκώνονταν, οι χτύποι της καρδιάς του πολλαπλασιάζονταν και η  όρασή του ελαττωνόταν. Ταυτόχρονα και τα  χείλη του άρχισαν να ματώνουν, τα δάχτυλα στα χέρια του να μαυρίζουν και η αναπνοή του να επιταχύνεται.
          Έτσι πλησίασε τη λάμα για να φτάσει τώρα δύο εκατοστά από τα φοβερά της δόντια. Ο θόρυβος συνεχιζόταν το ίδιο εκκωφαντικός και μαζί με τις φωτιές που ξέφευγαν από τα τροχισμένα δόντια, έφεραν το Φαριγιάρ σε δεινή θέση και στα πρόθυρα της τρέλας. Ωστόσο έδειχνε σκληρός τι κι αν τα δόντια του πριονιού του άγγιζαν το λαιμό και οι πρώτες σταγόνες αίματος κύλησαν πάνω στο δέρμα του.
          Το πριόνι όμως πιο σκληρό απ’ αυτόν, προχωρούσε τώρα πιο βαθιά μέσα στην καρωτίδα του κι ο Φαριγιάρ κατάλαβε το τέλος του! Έτσι  έκλεισε τα μάτια, το πριόνι του ‘κοψε το λαιμό και το αιμόφυρτο κεφάλι του κύλησε μπρος στα πόδια του!
          Λίγοι ήταν εκείνοι που μίλησαν για το φριχτό θάνατό του. Πολλοί όμως  εκείνοι που χάρηκαν για την αποκεφάλισή του και την πτώση του!