13.8.16

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ - Ο μαύρος καλόγερος

Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου


         Μοσχοβολούσε ο κήπος μου γαρύφαλλα και δυόσμο, η γύρη έσμιγε με το ενεργειακό πεδίο των ωαρίων, οι φυλλωσιές θρόιζαν περνώντας μέσα τους ο ήρεμος Ζέφυρος. Η ζεστή μέρα με ύπνωνε, την ελεημοσύνη της ζητούσα   να  με ‘βρει το βράδυ   αναμάρτητο, οικοδομώντας το είναι μου μακριά από το μοιχεύσεις, το φονεύσεις και το κλέψεις. Ονειρευόμουν τα παλιά, τη μασταρού Ευρώπη που μας βρίζει ραγιάδες, το πρόστυχο  << GREXIT >> που έχει κολλήσει στη σάρκα μου, τη γυμνή πατρίδα που τρώει τις σάρκες της, τον κάθε πίθηκο της ξένης και της εγχώριας τρόικας  που μας πουλάει νερώνεια ψυχική βλάβη. Κοιτούσα τη σόλα μου την κολλημένη με UHU, το πορτοφόλι μου που σάπιζε άδειο, το ψίχουλο που μασούλιζε η ασήκωτη φτώχεια μου.
          Ώσπου ένας μαυροντυμένος καλόγερος, ασπρομάλλης, μαυροφρύδης με χέρια μακριά σαν κουπιά, σαν αστραπή πέρασε δίπλα μου και θρονιάστηκε στην καρέκλα. Ερχόταν από το Ιόνιο. Μου ‘φυγαν τα τσίσια μου, χλόμιασα, η καρδιά μου έπαιζε βαλσάκι τρελό.     
        << Ειρήνη τεκνό μου! >> ψιθύρισε.  << Σε ζηλεύω!  Δε σου ‘χει σφίξει το λαιμό το λουρί της κρίσης, λάμπεις σαν πολυέλαιος κάτω από τον ίσκιο, ο κήπος σου ζούγκλα στο λάπατο, τα δέντρα σου φίσκα στο φρούτο, οι κοκόροι σου κρεατωμένοι, τα κουνέλια σου τετράπαχα,  δείχνεις καπιταλιστής κρυφούλης >>.
      << Εξόχως ωραία τα λες, άγιε δέσποτά μου >> του ανταπάντησα, αλλά κοίτα με καλά.  << Το  παπούτσι μου ξεσολιασμένο, το τζιν μου μανταρισμένο, το κοντοπόλκι μου τρύπιο, άκουρος, το γένι βρώμικο, η σκόρτσα δυο δάχτυλα στο πετσί μου. Άφραγκος, θεονήστικος, τρέφομαι στα χάση και στη φέξη με ξερό ψωμί, και ωμή λαχανίδα. Ο καταπιώνας μου ξέχασε το κρέας, η συνταξούλα μου μέρα παρά μέρα τα τινάζει, δε μου μένει σέντσι, όλα μου τα παίρνει το πολιτικό φακλαναριό. Ζω στη μυλόπετρα, στυμμένος είμαι, λιώμα, χαμούρι, ένας Έλληνας λεχρίτης >>.
         Η συμβία ορθή στην πόρτα, φωνή λάλησε δυνατή: << Με ποιον μιλάς, άντρα μου; Λώλανες; >>  << Με τον   καλόγερο! Έλα  να  τον δεις! >>  << Καλόγερο  δε  βλέπω, αλλά έλα μου, έλα μου  και προσκύνα!  >>   Ξεδίπλωσε από το προσόψι το εικονισματάκι του άγιου Νόννου και μου  το  ‘βαλε στα χείλη. << Προσκύνα το, φίλα το και πες: Ιησούς  Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά! Έτσι θα ράψουν οι άγγελοι την τρυπούλα του μυαλού σου και δε θα μπαίνουν πια οράματα >>.
         Χρηματοδοτικό κενό μας μαστορεύει ο Σόιμπλε, με νευρωτικό παροξυσμό ξεσπάμε οι αξιολύπητοι!