26.8.16

Διήγημα - Ο γύπας με τα σιδερένια νύχια

Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου      

        
          Μέρες τώρα η πόλη έβραζε σαν ηφαίστειο και δεν έλεγε να ησυχάσει όσο κι αν ο καλός Θεός της υποσχόταν στις δυο αντίπαλες παρατάξεις, τους πλούσιους και τους φτωχούς, πως θα  μεσολαβούσε για άλλη μια φορά  να φέρει την ειρήνη ανάμεσά τους, για να πάψει πια να χύνεται τόσο αίμα άδικα στους δρόμους και ο τρόμος που φτερούγιζε σαν μαύρο φάντασμα από γωνιά σε γωνιά να έφευγε για πάντα.
          Τούτοι οι πλούσιοι ήταν για τους φτωχούς κατάρα και τίποτα άλλο. Κι αυτό γιατί τους όρκισαν στη Θεά Φτώχεια πιστούς οπαδούς της, τους στρίμωξαν στα ανήλιαγα σοκάκια και τους έβαλαν να ζήσουν με τους εφτά ανέμους στη στέρηση και στη υποταγή. Μετά τους ανάγκασαν να δουλεύουν όλη μέρα ανασφάλιστους και νηστικούς  μ’ όλες τις πληγές του Φαραώ να δέρνουν τα σώματα και τις ψυχές τους. Έτσι όσο περνούσε ο καιρός η συνοικία των πλουσίων αύξαινε, άστραφτε, μεσουρανούσε και γινόταν ισχυρή,  των φτωχών όμως βυθιζόταν όλο και πιο πολύ στη λάσπη, στην εγκατάλειψη και στις επιδημίες που άφηναν πίσω τους αρρώστους και νεκρούς.
          Μαύριζε το μάτι του επισκέπτη και σπαρταρούσε η καρδιά του  μ’ όσα έβλεπε  στη συνοικία των φτωχών. Η φήμη πως οι άνθρωποι που ζούσαν εδώ ήταν όλοι τους με πρησμένες κοιλιές από τα βρώμικα νερά που έπιναν, έκανε από τη μια μεριά το φόβο να μεγαλώνει, από την άλλη όμως αύξαινε την περιέργεια  να θες να τους δεις από κοντά, να αγγίξεις τις πληγές τους, να μάθεις πως η φτώχεια και η πείνα έσμιξαν τόσο ύπουλα  και έφτιαξαν ένα τέρας που λεγόταν αργός και φριχτός θάνατος.
          Η φήμη όμως δεν έμεινε εκεί. Απλωνόταν σαν μια επώδυνη επιδημία παντού και μεγάλωνε τη φαντασία του καθενός ως το άρρωστο και το παράλογο. Πολλοί μιλούσαν για τους ανθρώπους αυτούς με τις φουσκωμένες κοιλιές με τα χειρότερα λόγια και επέμεναν πως είναι αλήθεια αφού οι αδιάψευστοι μάρτυρες τα μάτια τους δεν τους ξεγελούσαν. Μιλούσαν  πως οι κοιλιές τους ήταν φουσκωμένες και πρησμένες γιατί το νερό που έπιναν είχε σκουλήκια, μικρά σκουλήκια στην αρχή, που μετά μεγάλωναν στο εύφορο περιβάλλον των εντέρων και του στομαχιού, φτάνοντας τα εξήντα εκατοστά! Κολυμπώντας μέσα εκεί καταβρόχθιζαν τους ιστούς, και, σε δυο μήνες άδειαζαν  το εσωτερικό του αρρώστου, που νικημένος πια περίμενε το θάνατο. Έτσι ο χάρος ανέμιζε το δρεπάνι του, η συνοικία των φτωχών πέθαινε,  πανικόβλητη ζητούσε τη σωτηρία της στη μεγαλοψυχία  της μοίρας της.
         Τελευταία  γινόταν πολύ συζήτηση για ένα σκελετωμένο από την πείνα παιδί που γυρνούσε αδέσποτο στους δρόμους  και έδειχνε με αυτό τον τρόπο της περιπλάνησης, όλη τη δυστυχία της φτωχογειτονιάς.  Όσοι  το έβλεπαν  παραληρούσαν από τρόμο, αηδία και φρίκη. Το μικρό του κεφάλι έσμιγε με το υπόλοιπο σώμα μ’ ένα λουρί, έτσι είχε γίνει ο λαιμός του, τα μάτια του θολά και κρυμμένα στις κόγχες σαν αφορμισμένα σπυριά, κοιτούσαν φοβισμένα και  θαρρούσες πως θα γίνονταν  φωτιά για να σε κάψουν.  Ολοτρόγυρα  ήταν γεμάτα με σάπιες και πυορροούσες φλύκταινες που έτρεχαν ασταμάτητα ένα υποκίτρινο γαλακτώδες υγρό που σαν μαζευόταν στα στεγνωμένα μάγουλά του έκαναν το αδύνατο προσωπάκι του τόσο αποκρουστικό στην όψη του, που, και να  ΄θελε κάποιος  να το πλησιάσει του ήταν αδύνατο. Και όπως  περπατούσε πάνω στα δυο αδύνατα και πληγιασμένα ποδαράκια του, έπεφτε, καθόταν για λίγο στα βρώμικα λασπόνερα  να συνάξει τις δυνάμεις του και μετά στηρίζοντας τα δυο του χέρια στο έδαφος, σηκωνόταν για ν’ αρχίσει  πάλι τη μαρτυρική του περιπλάνηση.  Στη φριχτή τούτη θέα του πεινασμένου παιδιού, ερχόταν άλλη μια να προστεθεί και να υποβάλλει στο θεατή  τα πιο αλλόκοτα συναισθήματα. Τούτη η θέα ερχόταν από τον ουρανό και έδειχνε ένα θεόρατο και άγριο γύπα να πετά πάνω του και να το παρακολουθεί! Και σαν ζυγιαζόταν πολλές φορές έχοντάς το από κάτω, θαρρούσες πως με μια του βουτιά θα το άρπαζε στα νύχια του!
          Οι πλούσιοι όποια πληροφορία ερχόταν από τη συνοικία των φτωχών και στρεφόταν εναντίον τους, κοιτούσαν να τη διαψεύσουν.  Έτσι άφηναν να  διαρρεύσουν οι δικές τους ψεύτικες πληροφορίες που μιλούσαν για γενναίες οικονομικές παροχές που έκαναν στους ανθρώπους της φτωχογειτονιάς  και πως με τον καιρό θα γίνονταν ευρωστότερες! Και για να σταματήσουν την εξέγερση των φτωχών που είχαν πληροφορίες πως θα την έκαναν σε λίγες μέρες, σκέφτηκαν να μαζευτούν στο πολυτελέστατο ξενοδοχείο της πόλης, στο τέλος του μήνα κι εκεί να μιλήσουν για τη Φτώχεια που τόσο γενναία την πολεμούσαν σαν αυτοκράτορες της Δύναμης και του Πλούτου που ήταν!
 
                                                * * *


            Σαν ήρθε η μέρα εκείνη το ξενοδοχείο στολισμένο και με ανοιχτή την πόρτα του δέχτηκε τους πλούσιους που πήραν τις θέσεις τους, αστράφτοντας όλοι τους από υγεία και χαρά μέσα στα ακριβά και καλοραμμένα ρούχα τους. Και μέχρι ο ομιλητής ν’ ανέβει στο βήμα και ν’ αρχίσει  να μιλάει ο επικεφαλής της αίθουσας συνέστησε στους καλεσμένους να θαυμάσουν τη διακόσμησή της, που, αλήθεια ήταν χάρμα οφθαλμών, αλλά μόνο για  γερά νεύρα!
          Στη δεξιά πλευρά ένας τεράστιος πίνακας απεικόνιζε την πόλη στη θλιβερή της μορφή, έτσι όπως ήταν πριν οι πλούσιοι την βάλουν στο χέρι και στην κατοχή τους.  Ο δαιμόνιος και πανούργος ζωγράφος είχε περιχύσει όλο του το δηλητήριο που είχε στην ψυχή του στο χρωστήρα του και είχε αγγίξει με πλήρη τελειότητα τη χυδαιότητα της τέχνης. Το κύριο φόντο  εστιαζόταν στα σπίτια που όλα τους ερειπωμένα, μισογκρεμισμένα και μαυρισμένα από τη σκόνη, φάνταζαν σαν να είχαν βομβαρδιστεί ανελέητα από κάποιον εχθρό. Από τα παράθυρά τους που έχασκαν  σαν πεινασμένα στόματα, κρέμονταν  πελώρια και χοντρά   φίδια, κρεμασμένα ως κάτω στους δρόμους, επάνω σχεδόν στα κεφάλια των περαστικών, διπλωμένα σε κλάδους και πυκνές φυλλωσιές. Οι περαστικοί στη θέα τους έδειχναν φοβισμένοι και  το  ‘βαζαν  στα πόδια να φύγουν μακριά από τους απρόσκλητους τούτους ιοβόλους διαβόλους. Στις στέγες των σπιτιών  σμήνη από κόρακες, αϊτούς και γεράκια ανελέητα σκορπούσαν τον τρόμο και το φόβο.
            Στην αριστερή πλευρά κρεμόταν άλλος  πίνακας  με  ζωηρά και φωτεινά  χρώματα. Εντυπωσίαζε το μάτι και το ‘κανε να σταθεί πάνω του και να τον προσέξει.  Έδειχνε δύο τραπέζια και ολοτρόγυρα παιδιά που έτρωγαν. Στο πρώτο όλα ήταν πλούσια σερβιρισμένα  ενώ στο δεύτερο λιτά. Και τα παιδιά του πρώτου τραπεζιού  πρόσφεραν ένα κομμάτι ψωμί στα πεινασμένα του δεύτερου. Κι αυτά κακοντυμένα, ρυπαρά και σκελετωμένα, άπλωναν τα λιγνά τους χεράκια,  την ελεημοσύνη τους να πάρουν.
          Πάνω  από το βήμα του ομιλητή ο ζωγράφος είχε θαυμάσια χρησιμοποιήσει το χρωστήρα του και είχε απεικονίσει τη γριά Φτώχεια σε όλο της το δυστυχισμένο μεγαλείο της.  Την έδειχνε όπως είναι αιώνια  με το καμπουριασμένο σκελετό της και τα τρύπια και βρώμικα κουρέλια της να γκρεμοτσακίζεται στο βάραθρο απ’ το μανιασμένο και πανίσχυρο Πλούτο.  Ορθόστητος αυτός δίπλα  από το χρυσό θρόνο του την έσπρωχνε και με περίσσια ηδονή και κομπασμό, χωμένος στα φανταχτερά του ρούχα και στολίδια, χαιρόταν για το κατρακύλισμά της στους κοφτερούς βράχους.
          Ο ομιλητής σαν ανέβηκε στο βήμα και μίλησε με στόμφο και κομπορρημοσύνη για την  έγνοια της πλούσιας τάξης απέναντι στη φτωχή, έκλεισε το λόγο του με τούτη τη φράση που έκανε όλους σαν την άκουσαν να τον χειροκροτήσουν θερμά: << Ψέματα είναι όσα λέγονται σε βάρος μας!  Εμείς τη Φτώχεια και την Πείνα δεν τις συναντήσαμε! Στην πόλη μας περπατούν μόνο η Ευμάρεια και ο Πλούτος! >>
          Στη στιγμή όμως μια σκιά φάνηκε να διαγράφεται στη μεγάλη τζαμαρία, το φως της αίθουσας λιγόστεψε και από το μέρος της φτωχής συνοικίας ακούστηκαν ανθρώπινες φωνές ανακατωμένες με ουρλιαχτά σκύλων. Ένας αέρας ύστερα δυνατός τράνταξε τα παράθυρα και μαζί με τον ισχυρό κρότο που ακούστηκε όταν κάποιο τζάμι έσπασε, ήταν ό,τι  χειρότερο για να σκορπίσει τον πανικό και το φόβο στους καλεσμένους, που, έντρομοι σηκώθηκαν από τις θέσεις τους και στράφηκαν προς τα εκεί που ξεκίνησε το κακό.
          Και τότε είδαν μέσα από τα θρύψαλα της τζαμαρίας να σχίζει τον αέρα της αίθουσας με δαιμονισμένη ορμή ο γύπας της φτωχής συνοικίας και να κρατά στα γαμψά του νύχια το πεινασμένο παιδί, που μέρες  το παρακολουθούσε από ψηλά να τριγυρνά στους δρόμους ανήμπορο και πεινασμένο. Οι καλεσμένοι φοβισμένοι, έχασαν τον κόσμο από μπροστά τους, ο γύπας φτερούγισε τρεις φορές πάνω από τα κεφάλια τους,  ζυγιάστηκε για λίγο στη μέση της αίθουσας, χαμήλωσε και άφησε το παιδί απ’  τα νύχια του να πέσει κάτω.   Αμέσως μ’ ένα γρήγορο φτερούγισμα έφτασε στην άλλη άκρη της αίθουσας. Εκεί κάθισε σ’ ένα μπρούτζινο αγαλματάκι  και μέχρι να συνέλθουν οι καλεσμένοι δεν άφηνε από πάνω τους ούτε λεπτό  το άγριο μάτι του.
            Στη νεκρική σιωπή που απλώθηκε μόνο το κλάμα του παιδιού ακουγόταν,  η βαριά ανάσα του κι ένας βήχας που έδειχνε να του πνίγει το λαιμό.  Καθισμένο στο αριστερό του αδύνατο πόδι, προσπαθούσε να σηκωθεί στηρίζοντας τα δυο του μελανά χέρια στο δάπεδο, ενώ το πεσμένο κάτω κεφάλι του, χωμένο μέσα στα μακριά και βρώμικα μαλλιά του, έδειχνε πως  θα αποκοβόταν, έτσι που κρατιόταν απ΄ το υπόλοιπο σώμα μ΄ ένα ισχνό λαιμό που έμοιαζε με λουρί!  Έκανε ακόμη μερικές προσπάθειες να σηκωθεί, δεν τα κατάφερε, κάθισε, άπλωσε τα δυο του πόδια, έβαλε τα χέρια του μπρος στους μηρούς του και σήκωσε το κεφάλι του αδύναμα, στυλώνοντάς το πάνω στους καλεσμένους. Με βλέμμα περιφρόνησης επέμενε να τους κοιτάζει, με θάρρος απαράμιλλο να τους προκαλεί.
          Αυτοί καρφωμένοι στις θέσεις τους τη μεταμόρφωσή του έβλεπαν τη μία σε Διάβολο την άλλη σε  Θεό. Και τρόμαζαν, το μάτι τους φοβισμένο έπαιζε, σε ξέφρενους αλαλαγμούς και ύβρεις ξεσπούσαν.  Το παιδί τους κοιτούσε, το ξεραμένο αίμα  έτρεχε από την πληγή  στο μέτωπό του,  μια κόκκινη γραμμή που έρεε το μάγουλό του έβαφε με πορφυρό σημάδι
           Αφού απόμεινε  αρκετή ώρα εκεί καθηλωμένο στη μέση της αίθουσας, σκέφτηκε πάλι να σηκωθεί και να φύγει. Τα κατάφερε, σηκώθηκε και σούρτα - φέρτα περπάτησε. Οδηγώντας αργά - αργά  το αδύναμο κορμί του πήγε στον τοίχο με τον πίνακα της Φτώχειας και του Πλούτου. Εκεί  σταμάτησε κι έκανε κάτι ασυνήθιστο. Ύψωσε το δεξί του χέρι, έδειξε τον πίνακα και γελούσε ασταμάτητα μ’  ένα  ενοχλητικό και ειρωνικό γέλιο που όσο το άκουγαν οι καλεσμένοι γίνονταν έξω φρενών.  Κι ενώ το γέλιο του παιδιού συνεχιζόταν αυτοί έντρομοι είδαν τον πίνακα να  ‘χει γίνει  μια μαύρη μουντζαλιά που όσο περνούσε η ώρα ξεχώριζαν αργά – αργά και πάλι οι δυο μορφές του Πλούτου και της Φτώχειας  να παλεύουν και να προσπαθούν η μια να ρίξει την άλλη στο βάραθρο. Κι εκεί που τη μία ο Πλούτος ήταν ο πιο ισχυρός, να ‘σου η Φτώχεια έπαιρνε τα πάνω της κι έδειχνε πως θα τον νικούσε. Όμως δε γινότανε αυτό κι όλο ο Πλούτος την έφερνε κοντά στο γκρεμό κι όλο εκείνη κρεμόταν στο χείλος του έτοιμη να τσακιστεί κάτω!
          Και πριν συνέλθουν απ΄ τη φριχτή μεταμόρφωση του πίνακα που νόμισαν πως είδαν, μια βραχνή στριγκιά κι ένα δυνατό φτερούγισμα του γύπα τους έκανε να βρεθούν στην κατάσταση της υστερίας. Και όταν στράφηκαν με ορθάνοιχτα μάτια να δουν τι συμβαίνει, είδαν το γύπα να ορμά στον ομιλητή σαν φλόγα φωτιάς και να του χώνει το ράμφος στο δεξί του μάτι.  Αμέσως ένα ουρλιαχτό πόνου ξέφυγε απ΄ το στόμα του, το αίμα σαν πίδακας πετάχτηκε, κύλησε ζεστό στο πρόσωπό του και του το πλημμύρισε.  Μ΄ ένα  δεύτερο ύστερα τσίμπημα που του κατάφερε στο αριστερό του μάτι, τον σώριασε κάτω, μέσα σε φωνές απόγνωσης και ξέφρενης υστερίας των καλεσμένων, που πανικόβλητοι σηκώθηκαν κι έτρεξαν στην έξοδο κινδύνου να σωθούν.
          Βλέποντας τη δειλία τους ο γύπας, άφησε  τώρα τον  πληγωμένο ομιλητή να βογκάει μέσα στους πόνους  και φέρνοντας τρεις γύρους πάνω απ΄ τα κεφάλια τους, τους επιτέθηκε μέσα σε δυνατά τσιρίγματα και συνεχείς κρωγμούς. Και σαν έπεσαν κάτω οι πρώτοι από τα ανελέητα χτυπήματα που δέχτηκαν στο κεφάλι πήγε και κάθισε πάλι στο μπρούτζινο αγαλματάκι με το μάτι  αγριεμένο, το στήθος του να χτυπά γρήγορα και τις φτερούγες του ανορθωμένες. Οι πιο κοντινοί στην πόρτα προσπάθησαν να την ανοίξουν και να πεταχτούν έξω, αλλά δεν τα κατάφεραν. Κάποιος την είχε ασφαλίσει και όσο κι αν επέμεναν δεν άνοιγε. Τότε σκέφτηκαν να την παραβιάσουν μ’ ένα λοστό που τους έφερε ο υπεύθυνος της αίθουσας. Αλλά και πάλι η πόρτα παρέμεινε κλειστή. Τότε λες και ο γύπας κατάλαβε πως ήταν εγκλωβισμένοι τους επιτέθηκε για να τους αποτελειώσει. Και η μανία του ήταν τόση σφοδρή που τα δυνατά χτυπήματα και οι πληγές που άνοιγαν στα σώματα των καλεσμένων, θαρρούσες πως ήταν από σιδερένια νύχια και ατσάλινο ράμφος.
          Οι εγκλωβισμένοι τώρα βρέθηκαν σε κατάσταση τρέλας. Άλλοι λιποθύμησαν, άλλοι έβγαλαν φωνές και στριγκιές και οι πιο πολλοί, όρμησαν στα παράθυρα και έπεσαν  με φόρα πάνω στα τζάμια, βρίσκοντας έτσι μια έξοδο απελπισίας προς την ελευθερία με τούτο τον αιματηρό και οδυνηρό τρόπο. Όσοι τώρα φάνηκαν ψύχραιμοι και νόμισαν πως γλίτωσαν, γρήγορα γελάστηκαν, γιατί  ένας δυνατός αέρας που εισέβαλε στην αίθουσα από τη σπασμένη τζαμαρία που είχε αφήσει πίσω της η αναπάντεχη εισβολή του γύπα, παρέσυρε τα πάντα  μέσα σ΄ ένα συνονθύλευμα από σκόνη, βοή, τριξίματα, βόγκους και φωνές που τίποτα δεν άφησε όρθιο.
          Κι όσο περνούσε η ώρα και η σιωπή μαζί με τη νύχτα απλώνονταν σε ολάκερη την πόλη, οι σπαραχτικές φωνές από το βάθος της αίθουσας συνεχίζονταν ν΄ ακούγονται και δεν έλεγαν να σταματήσουν και να πάρουν τέλος.