Του
Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Με το
πρώτο χαμόγελο της Αφροδίτης
στρωθήκαμε στην αυλή. Ο λύκος της αγέλαστης μέρας μας κρύφτηκε, η νύχτα
ανεδύθη, η πανσέληνος θάρρεψε, μια υγρονέφελη μαρμαρυγή φώτιζε την άνθινη γη. Η χαζοκούτα έπαιζε. Άγριοι πυροβολούσαν σε
σελήνια βουνά, πνιγμένοι στο λουτρό, μαυροντυμένοι τζιχαντιστές, παπαγάλοι
δημοσιογράφοι που σκόρπιζαν πούπουλα στο νου μας για δήθεν γνώση.
Έπεφτε η νύχτα, οι
αφτιασίδωτοι της λασπογειτονιάς αύξαιναν τη συντροφιά, οι ευνουχισμένοι και οι
ευπειθείς στα μνημόνια των φαγάνων μ’ ένα γρόθο θα αποτίναζαμε τις τέφρες του
οικονομικού Άουσβιτς με την κουβέντα.
Εκεί και η γριά Στάσα. Αρωματισμένη με το χώμα της γης της, παρφουμαρισμένη
με γύρη γιασεμιού, τσούλωσε τ’ αυτί της στη χαζοκούτα και είπε: << Τους
Μπαρουφάκηδες, ακούτε; Κλείστε την! Έχω
ιστορία να σας πω, παλιά, πολύ παλιά, από τότε που τρώγαμε ψωμί και αλάτι! Στήστε αυτί! >>
<< Πουτανουθήλ’ κου τ’ ανέμου
>> άρχισε ψιθυριστά. << Όμορφη, ένας σατανάς που
δεν ήθελε να γεράσει. Τούτη, είχε αγαπήσει ο Νικολούλιας ο σκαφτιάς, αλλά του
‘κανε σκέρτσα. Λέγανε πως τα δυο του
αγόρια δεν ήταν σπόρος του αλλά του αφέντη τσιφλικά που την είχε ψυχοπαίδα του.
Όταν την τσάκωσε μαζί του, έμεινε άφωνος, γύρισε σπίτι, ήπιε - ήπιε, σύντριψε
στη χούφτα του την κούπα με το κρασί κι έφυγε. Ήρθε εδώ, τον μαζέψαμε, έμπαινε
κι έβγαινε στα κτήματά μας, όλη μέρα κυλιόταν στη λάσπη και το νερό. Έξω από τη
δουλειά, ζούσε με το τσιγάρο στο ένα χέρι και στ’ άλλο το μπουκάλι. Μόνος στο
κρύο, μόνος στη ζέστη, καταμόνος
ξαπλωμένος στο ψαθί να σκέφτεται μαγκωμένος από το λουρί την κυρία του.
Κείνο το βαθύ μπλε στα μάτια της τον είχε τσακίσει το φιλάρα, παραλυμένος
άπλωνε τα δυο του χέρια να της πιάσει τις τετράξανθες μπούκλες της κι όλο τις
έχανε κι όλο το ‘ριχνε στο κλάμα.
Και ήρθε ένας Αύγουστος
δανειστής, ένα τοκογλύφος που σκέφτηκε να ψήσει το γυμνοσάλιγκα Νικολούλια.
Έπεσε κάτω με σαράντα δύο πυρετό κι όλοι οι τσάκαλοι, οι αλουπούδες και οι
ασβοί μαζεύτηκαν έξω από την καλύβα του κι αρχίσανε να τον κλαίνε.
Αυγή πέθανε, τον βρήκε η
νύχτα να τον μοιρολογάνε. Πάνω του δακρυσμένο το φεγγάρι είχε το φρύδι του σμιχτό, ένα τσακ από την ευτυχία του, του
‘στελνε με της νυχτερίδας το πέταγμα. Άξαφνα το μοιρολόι έπαψε, όλοι μαρμάρωσαν
και κοίταξαν στην πόρτα. Η Δάσω η γυναίκα του, μαυροντυμένη με τα δυο αντράκια,
κάθισαν στα πόδια του. Αμίλητη, σκυφτή, καταμόναχη, μαραζωμένη με μια σκέψη
ανάλαφρη σαν φύλλο χρυσού. Στο μπλε των ματιών της το δάκρυ κυλούσε φωτιά, στα
χείλη της το μοιρολόι, έλεγε: << Για δες καιρό που διάλεξες, χάρε μου, να
τον πάρεις, στο έβγα του καλοκαιριού,
στο έμπα του χειμώνα, να πάρεις τ’ άνθη
οχ τα βουνά, λελούδια από τους κάμπους, να πάρεις τον αμάραντο, να τον
μαράν’ η πλάκα >>.
Έπαψε. Μας κοίταξε
ανδρειωμένη λες και είχε απαγγείλει τον Εθνικό Ύμνο και συμπλήρωσε:<< Τι
με μέλλει μένανε για τη Βαρουφακιάδα που μας βαράει η χαζοκούτα. Τούτα που σας
είπα είναι η ζωή και τούτα είναι φυτεμένα μέσα μας. Κι όσο ο πεύκος έχει ρίζες
θα γίνονται… >>