Του
Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Βλέπω χρόνια το άπλυτο
τετράποδο αδελφάτο, αναμαλλιασμένο να γυρίζει στους δρόμους της πόλης, να
δαγκώνει, να κοπρίζει και να σέρνει τα ψοφίμια μέσα στα σφιχτά δόντια του.
Κι όλο κάνω πίσω, όλο πουρλακάει η ψυχή μου, μη με κυλήσει κάτω κανένας γασμούλος σκύλος, κανένας ψωριασμένος μπαλωματάρης και με στείλει φέτες στον άλλο κόσμο.
Κι όλο κάνω πίσω, όλο πουρλακάει η ψυχή μου, μη με κυλήσει κάτω κανένας γασμούλος σκύλος, κανένας ψωριασμένος μπαλωματάρης και με στείλει φέτες στον άλλο κόσμο.
Τυχερός ως τώρα, άτυχος όμως ο
πατριώτης μου που μια αγέλη του ‘στησε καρτέρι, τον πέταξε στο χώμα κι άρχισε
να τον λιανίζει στη μέση του δρόμου.
Ένας από μηχανής Θεός περαστικός τον γλίτωσε, τη ζωή του κράτησε στα χέρια του,
στέλνοντας με τις κλωτσιές τους παμχάφτιδες μπουλντόγκιδες στο σκυλίσιο καταφύγιό
τους.
Τέτοια περιστατικά με
αιμοβόρους μολοσσούς και λαθούρηδες κοτσαύτες να χιμούνε σε περαστικούς
γίνονται συχνά, με την πόλη όταν τελούνται να παίρνει ύφος αρχιδουκίσσης. Το
ίδιο και οι άρχοντες παίρνουν ύφος Νέρωνα και με τις τρίχες της κεφαλής
ανορθωμένες ψάχνουν να κάψουν τους
κουτσοπόδαρους και τους μονόφθαλμους, αλλά οι κύνες πονηροί, τα μπήγουν, τα
τσιμπούρια τους εξακοντίζουν απ΄ τ’ αυτιά και τους διώχνουν. Και νικούν τα
αδέσποτα, στους δρόμους σεργιανίζουν με τη γούνα χτενισμένη, έξω τα δόντια σαν
γύφτικα σκεπάρνια, πισινούς σχίζουν,
τζατ τζατ ψιχαλίζουν και νοτίζουν μπατζάκια και γάμπες γυμνές.
Αρσενικοί σκύλοι επιλοχίες
Ταλιμπάν, ρίχνονται στις σκύλες, πάνω τους το κάνουν ώρες με πολλά γαβ γαβ και
ουάου ουάου. Ψωραλέοι μαντρόσκυλοι την κρέμα της αφόδευσή τους εναποθέτουν στο
γρασίδι, λόχος ύστερα από μαύρα πεκινουά
την ποτίζουν με το ένα πόδι σηκωμένο. Ποιμενικά πάσης φύσεως με γλώσσες
σαλιωμένες ορμούν στους μπόμπιρες, κυνηγόσκυλα κολοβά τσαλαβουτούν στις σάλτσες
και αδειάζουν τις σακούλες στων κάδων τις εστίες. Μπουλντόγκ άγρια το
καταβρεχτήρι τους αμολάνε, φθόγγο σκυλιστεί σου απευθύνουν: <<πάνω σε
τούτο σε γράφω χαύνο μου παλιανθρωπάκι >>.
Θέλουνε το εωθινό της ορτύκας να τους
το παίξει στ’ αυτί για να τα μαζέψουν
οι άρχοντες; Ή έχουν κάποια άνθηση
φιλοζωίας στο μέσα τους, και, τους δίνουν χάδι συμπόνεσης, αφήνοντάς τα αμολητά
σαν ρουφιάνους να μας τρώνε τον ποπό μας!
Μαζέψτε τα κι αφήστε τις
εξυπναδούλες! Μπορεί εσείς να παίρνετε
τον υπνάκο σας αγκαλιά με ασπρόκωλα Δαλματίας και να μυρίζετε το χνώτο τους,
εμείς όχι. Τα σκυλιά τα ‘χουμε να διώχνουν τους κλέφτες και να φυλάνε τα
μαντριά και τα κοτέτσια. Αμόλα στην πλατεία, στα σοκάκια και στα πεζοδρόμια ποτέ. Δέστε τα! Σωροί τα << κρουασανάκια >> τους, σωροί
από όλους τους ξελιγωμένους οι κλείδες και τα βραχιόνια.