Του
Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Η ανάγνωση της
εφημερίδας στη χρυσή εφηβική ηλικία ήταν πνευματικό ψήλωμα, αχτίδα γνώσης
λαμπρόφεγγη που μας ακόνιζε του λογισμού το κοντάρι. Την έφερνε ο πατέρας από
την πόλη σε σακούλι μαζί με είδη
μπακαλικής, αρωματικό μπακαλιάρο, κονσέρβες και φρέσκους γαύρους ψαρεμένους στην αρμύρα
του Ιονίου.
Ψαλιδίζοντες το χρόνο της ραστώνης μας
το περίσσευμά του το ξοδεύαμε σκυμμένοι ώρες πολλές να διαβάζουμε και να
ξαναδιαβάζουμε τις στήλες και τις γραφές της. Και αυτό γιατί υποτασσόμαστε στην
πνευματική μας φιλοδοξία που μας ήθελε μεγαλειώδεις εγκυκλοπαιδιστές και
αδιόρθωτους εραστές του γνωστικού ρεαλισμού.
Όταν ξεπέζευε στην αυλή από τον ίππο μας την προσέφερε. Τη δεχόμαστε
όπως οι πάπες την τιάρα και κλεινόμαστε στο εφηβικό μας δωμάτιο. Αρχή της
ανάγνωσης ήταν η στήλη με τα ποδοσφαιρικά. Σκότος
η << Οδύσσεια >> του Ομήρου, ευτελέστατη η << Αντιγόνη >> του Σοφοκλή,
ρομάντζα για γέρους ο << Οιδίποδας τύραννος >> μπροστά στις τρίπλες
του Νεστορίδη, τους κεραυνούς του Παπαεμμανουήλ και τις αιλουροειδείς
αποκρούσεις στη γωνία του γάτου τερματοφύλακα Θεοδωρίδη! Ο Λινοξυλάκης μέγιστος
βιρτουόζος της στρογγυλής θεάς, η τριάρα της ομάδας μας πλέον ενθουσιώδης από
τη θεία Κλυταιμνήστρα του βιβλίου που μας γέμιζε τρόμο! Ο Οδυσσέας άντρας
πολύτροπος, όμως ο Δομάζος πορθητής ανίκητος του κάστρου του Ολυμπιακού.
Στη συνέχεια πηγαίναμε στη σελίδα με
την κλήρωση του λαϊκού λαχείου. Το προικιό μας ήταν μόνο το ένα πέμπτο της
πεντάδας, ικανό κατά τη ρήση του σοφού Νέστορα πατέρα να μας κάνει Κροίσους. Το μαγικό τούτο
χαρτάκι όταν έσμιγε με τα μαύρα σημαδάκια των αριθμών της κλήρωσης άφηνε ένα
μούδιασμα γλυκό στην ψυχή μας, μια μαγεία γέμιζε το στέρνο μας που έκανε το
ευσυγκίνητο μυοκάρδιό μας να χορεύει τρελά. Η ευχή μας ζεστή, ανέβαινε ψηλά σαν
καπνός του ονείρου, τον τυχερό αριθμό σε
ανοιχτό γιασεμί να μας στείλει.
Μετά οι στήλες με τις ειδήσεις ποικίλης
ύλης μας έμπαζαν στις ανοιχτές σελίδες του κόσμου. Και θαυμάζαμε στολισμένους
δικτάτορες, εμίρηδες, στρατηγούς, μεγιστάνες με ροδαλές συμβίες, φουσκωτούς
πετρελαιάδες με τη χαρά του πλούτου να φτερουγίζει σαν πεταλούδα στα σαρκώδη
χείλη τους. Πρωθυπουργούς της γηραιάς Ηπείρου με λαμέ κουστούμια,
πολυχρονεμένους βασιλιάδες της Ανατολής με λευκές κελεμπίες, θεόσταλτους
σωτήρες με μακριές γενειάδες και γύρω τους λαούς ματωμένους να κλαίνε με το θολό
δάκρυ τους να φτιάχνει ποτάμια αστείρευτα.
Σ’ άλλες σελίδες βλέπαμε τοπία πάσης
φύσεως, με άνυδρες ερήμους, με λίμνες και θάλασσες ήμερες και άγριες που
συντρίβονταν στις ράχες τους σκαριά και σκούνες. Χώρες πεινασμένες και
πατημένες από ξυπόλητα παιδιά, δρόμους γεμάτους νεκρούς, αλάνες φίσκα στους νηστικούς και στους άστεγους.
Αστείρευτο το κλάμα της μας έστελνε η
Αμπντούλ Βάντα από την Τυνησία σε ασπρόμαυρη φωτογραφία, τον έρωτά της έδειχνε
που πλήρωνε με λιθοβολισμό, αφρισμένο το αίμα της κυλούσε στο χώμα και έπνιγε
τους εχθρούς της. Μελαψές Ιρακινές στολισμένες με μπούρκες και φουστάνες
βουλιαγμένες σε σωρούς σκουπιδιών κέρδιζαν τον επιούσιο μαζεύοντας το σάπιο
αποφάγι. Δημοκράτες της Μποτσανούα να πέφτουν νεκροί με ριπές κατά ριπές από το
βόλια του λωλού δικτάτορά της.
Θαυμάζαμε και μέρη με αμάραντες
ομορφιές, στεριές με σκέλη γυμνά στον ήλιο, ήρεμες προκυμαίες, περιβόλια με
άπειρες χάριτες, κήπους που τα χάιδευε η αφή της λευκής μαργαρίτας. Σπίτια κάτω
από ωραία νέφη, καλύβες χορταρένιες των φτωχών, ιθαγενείς της ζούγκλας να
χορεύουν, λόγγους από δάση τροπικά να κρύβουν χρωματισμένους ψιττακούς και ροδαλά αυτάκια πανάκριβων ανθέων. Και
οργίαζε η φαντασία μας και γαργαλάγαμε τη σκέψη μας να στηθούν εμπρός μας οι λινοτύπες και οι
δημοσιογράφοι, οι σκιτσογράφοι και οι φωτογράφοι, όλοι εκείνοι οι εργάτες που
έστηναν το πολυσέλιδο τούτο σκηνικό, ανώνυμοι
για μας, που ξέραμε ελάχιστα για το δημοσιογραφείν και το τυπώνειν.
Και ως τις μέρες μας ακόμη που μας
γρούζουν οι λύκοι, η εφημερίδα έχει την όψη γόησσας που καταργεί τη μοναξιά
μας. Μας βρίσκει στην ασκητική ερημιά μας, μας δείχνει τις ζωές των άλλων, τον
ανάξιο κόσμο μας φωτογραφίζει και κάθε κύμβαλο αλαλάζον στον ψεύτικο ντουνιά
μας λοιδορεί. Και εμείς αναγνώστες της φίλιοι,
προσευχή πέμπουμε άνωθεν η πνοή του
ανέμου της να μη σιγήσει. Για να μας έρχεται
με τροχό ή ακόμη και με τετράποδο, και παραφόρως τη γραφή της να
κοινωνούμε.
Προσφιλής
ο περιπτεράς μ’ ένα γέλιο ανθού μας την προσφέρει. Σφίγγοντάς την στο χέρι μας
νιώθουμε ευτυχείς, το καμένο σώμα του
κόσμου στις στήλες της ψαύουμε, την ψυχή
του πλανήτη που χάνει το μύρο της με μακρόθυμη
καρδία συμπονούμε. Την πληρώνουμε με ύφος κατακτητή, τη θωπεύουμε ως σκλάβα από
ασιατικό χαρέμι, της καταχωρούμε ενδιαίτημα λαμπρό στη θαλπωρή της μασχάλης και
οδεύουμε στον καφενέ. Πιάνουμε θέση και την αναγιγνώσκουμε σαν ανέμελοι Τούρκοι
Σουλεϊμάνηδες. Ρουφάμε το μέτριο
ελληνικό, άγκυρα ρίχνουμε στην πρώτη σελίδα, ύστερα ξεφυλλίζουμε τις λοιπές
σελίδες ρίχνουμε τις άτακτες ματιές μας και αγνοώντας τον παίκτη του ζατρικίου
που θορυβεί επανερχόμαστε τάχιστα στην πρώτη σελίδα. Μια δεύτερη ματιά και
μπαίνουμε στο ψητό. Επισταμένως
στεκόμαστε σε κείμενα που ο εράσμιος δημοσιογράφος με τη χρυσή του πένα τους
έδωσε μέθεξη και οίστρο γραφής. Σκάζουμε μειδίαμα ευχαρίστησης στην
εφευρετικότητα του σπορέως της γραφής, μελαγχολούμε στους ισκιερούς
ακροβατισμούς μιας άλλης, πληγωνόμαστε από το στίγμα της κακής διάθεσης μιας
παγκόσμιας καταστροφής που αφήνει η πληγή της κοινωνικής στήλης. Και μελετούμε συνεχώς τις στήλες με έναν πόθο
ούριο για σκόρπιες πίκρες και ανθισμένες χαρές στον ευειδή πλανήτη μας.
Αλητάκι το γκαρσόνι σκύβει πάνω από
τα κεφάλια μας ν’ αρπάξει κάτι με μάτι έξαψης και ερωτισμού. Το ίδιο κάνει και
ο καφετζής ο αιωνόβιος τζαμπατζής, ο εξυπνάκιας σοβατζής από το διπλανό
τραπέζι, ο τρακαδόρος του σιγαρέτου, ο
πότης και όλοι οι άφραγκοι γραφικοί θαμώνες που λησμονημένοι σβήνουν το άγριο
δρολάπι της ζωής του στον πάτο του ποτηριού. Από την
άλλη άκρη του τραπεζιού, το γερόντιο νυσταγμένο
μας ψάχνει ανάερα, λαβωμένο απ’ του χρόνου το σπαθί, σηκώνεται και
γέρνοντας την κεφαλή μας πλησιάζει. Διαβάζει στα κλεφτά ό,τι βρει και αράζει
πάλι στη γωνιά του.
Ότι έμεινε αδιάβαστο στον καφενέ το
διαβάζουμε στο σπίτι. Κι αρχίζει πάλι ένα ξεφύλλισμα, ένα τρίξιμο των σελίδων,
μια πνευματική ερωτική συνεύρεση με στήλες, εικόνες και ανθούς γραφής.
Ξαπλωμένοι στην κλίνη, στον ίσκιο της κληματαριάς, στον αστικό καναπέ, στο
σοφρά της κουζίνας, όρθιοι ή περπατώντας
κάνουμε τα πάντα να αναγνώσουμε ό,τι παραλείψαμε στη συντροφική ατμόσφαιρα του
καφενέ.
Η κατ’ οίκον ανάγνωση επιμερίζεται σ’
όλη την οικογένεια. Συμβία, παιδιά, παππούδες, εγγόνια εναλλάσσονται το χάρτινο
σώμα της και κοινωνούν απνευστί τον πνευματικό της χυμό. Και το ταξίδι μέσα από
τις σελίδες της συνεχίζεται στο γείτονα που την δανείζεται, στο θείο, στον
περαστικό, στο φιλοξενούμενο, στον εργάτη, την παραδουλεύτρα, τον έφηβο, τον
ξένο.
Την παίρνουν στα χέρια τους, της ρίχνουν
μια ματιά, κρίνουν τα δρώμενα στις σελίδες της από τη δική τους σκοπιά. Και όσο
κλώθουν στα μυαλό τους τα γράμματα του Γουτεμβέργιου, η μαγεία της εφημερίδας
τους τρέφει με πνευματικό συμπόσιο, τους τυλίγει με υπέρμετρη πνευματική
ευτυχία.
Στις ισχνές μέρες μας ορεσίβιοι πουρναρίτες την έχουν σύντροφο. Τη
φωλιάζουν στη μέση τσέπη της κάπας της βουκολικής στολής τους και όταν τα γίδια
σταλίζουν κάτω από τις πανύψηλες αριές, τη διαβάζουν στο φουντωτό πουρνάρι και
την ξεκοκαλίζουν ως την τελευταία αράδα. Άλλοι αποκλεισμένοι στις τρώγλες των
χωριών, τη διαβάζουν όπου τη βρουν, λιόμαυρες λαμπήθρες τα γράμματά της
συνθέτουν το εγχειρίδιο της φιλοσοφίας τους. Και είναι πολλοί και άλλοι
αλιβάνιστοι εξωαστοί της υπαίθρου που τη
σέρνουν στην πισωτσέπη τους και τη διαβάζουν στη σχόλη και με το πνευματικό
προικιό της φωτίζουν τη σκοτεινή τους σκέψη.
Και πολλοί άλλοι αυτοδίδακτοι στην
αλφαβήτα που είχαν σχολείο το μαντρί, το
χωράφι, την οικοδομή και τη φάμπρικα
συνεχίζουν τη φιλομάθειά τους στην ανάγνωση της εφημερίδας. Και είναι λάτρεις
της πιστοί, θυελλώδεις υποστηρικτές της, ένθερμοι διαφημιστές της. Χαρισματικοί
και κομψοί στους τρόπους, κοσμούν με φιλόφρονα λόγια κάθε κριτική για το έντυπο
που διαβάζουν, αρέσκονται να συλλέγουν τον πνευματικό χρυσό από τις
αιχμαλωτισμένες προτάσεις στις σελίδες που σκύβουν.
Στις αγγελίες της βρίσκουμε το ζητούμενο, στη στήλη με τα κοινωνικά
αρθρώνουμε τις κρυφές συλλαβές των γάμων μας, στις ειδήσεις της χαιρόμαστε τους ηλιοπάτητους δρόμους της καριέρας του
συγγενή μας, μαθαίνουμε για το φίλο που έγινε τρίμματα σε τροχαίο, διαβάζουμε
το αγγελτήριο για το θάνατο του παππού και το τρισάγιο του αδερφού σε κείμενο
λιτό και κατανυκτικό. Σ’ άλλες αγγελίες,
ψάχνουμε για στέγη, για παλιό αυτοκίνητο, για ξύλα, για ραπτομηχανή της αδερφής
για αγορά χτήματος. Απ’ αυτές τις στήλες πουλήσαμε το ψιλικατζίδικο, το λάδι, το
χωράφι και την μεταχειρισμένη
εγκυκλοπαίδεια.
Σε χρόνους δίσεκτους με εφημερίδες
βουλώσαμε τις χαραμάδες της πόρτας να φράξουμε τον άγριο βοριά, με τα κομμάτια
της κάναμε ν’ αστράφτουν τα τζάμια του σπιτιού. Ξαπλώσαμε πάνω της σε κρύες
στιγμές να ζεσταθούμε, στη χειροποίητη σακούλα της δίπλωνε ο ψαράς το φρέσκο
γαύρο και σ’ ένα φύλλο της τύλιγε τη ρέγκα ο κύριος Γιώργος ο μπακάλης.
Η ελληνική δημοσιογραφία είδε το φως τα
τελευταία χρόνια του 18ου αιώνα. Το πρώτο ελληνικό ισχυρό και
εξακριβωμένο έντυπο ήταν η Εφημερίς που έβγαινε στη Βιέννη, δύο φορές τη
βδομάδα. Κυκλοφόρησε το πρώτο φύλλο στις 31 Δεκεμβρίου του 1790. Σκοπός της ήταν η δημοσίευση των <<
αξιοδιήγητων πραγμάτων >>. Δημοσίευε και λογοτεχνικά ή μορφωτικά άρθρα.
Ήταν συντηρητική. Όμως το 1796 ο εκδότης
υιοθέτησε το εθνεγερτικό κήρυγμα του εθνομάρτυρα Ρήγα. Η Υψηλή Πύλη, ζητούσε επανειλημμένα το
κλείσιμό της, γιατί όπως έγραφε, << τα φύλλα αυτά αναγιγνωσκόμενα από
ιερείς, εμπόρους, αργόσχολους και γενικώς από όλας τας τάξεις των Ελλήνων,
παρέχουν ύλην δια τας πλέον παραλόγους συζητήσεις επί της πολιτικής και θα ήτο
ευχής έργον δια την ησυχίαν της Ευρώπης να ελαμβάνοντο αυστηρότερα μέτρα
>>. Τα γεγονότα που ακολούθησαν είχαν σαν αποτέλεσμα το κλείσιμο της
εφημερίδας.
Σήμερα στην ερημιά και στο ξεθεμέλιωμα
του κοινωνικού περίγυρου η εφημερίδα μένει ζωντανός διαλαλητής των γεγονότων.
Διαδραματίζει λεπτό ρόλο στην πληροφόρηση, επεκτείνει την ακτίνα της δράσης της
με το φτερωτό ηλεκτρονικό κονδυλοφόρο της, αναστυλώνει το πεσμένο ηθικό του
κατατρεγμένου λαού, σκαμπιλίζει τους
δερβίσηδες πολιτικούς, τους στέρφους νομοθέτες μανδαρίνους, περιγελά τους
αρλεκίνους της κοινωνικής ζωής και χαστουκίζει τους καταστροφείς.