10.9.16

ΔΙΗΓΗΜΑ - Οι τρεις του βουνού

Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου


           Ήρθε και τούτο το καλοκαίρι μ’ άδεια τα αμπάρια του και  το κορμί του πληγωμένο και βαριά άρρωστο. Οι λόγγοι έδιωχναν τους κότσυφες, κάθε κρουσταλλένιο σφύριγμα στον κάμπο έσβηνε στη σιωπή και οι ψυχές μας αφανίζονταν φυλακισμένες στης τσίτσιδης φτώχειας το κλουβί.
            Ο άρτος σκαστός από την κόφα, το όσπριο λίγο, το κολοκύθι του κήπου  άγλυκο και διψασμένο. Προσμέναμε τα χειρότερα και για να μη έρθουν, έπαιρνα το φίλο μου τον Πορφυρίωνα και σκαρφαλώναμε στο βουνό. Αφανισμένοι εκεί ημερεύαμε τις Λερναίες Ύδρες, ξεγελούσαμε τις Χίμαιρες και τις νύχτες το πνεύμα μας ασκούσαμε να βρούμε το σωματίδιο του θεού που έφτιαξε τον ουρανό, τη γη και τον ωκεανό.
            Χωμένοι σε μια σπηλιά, διαβάζαμε απ΄ το τριμμένο μυθολογικό έντυπο τη μάχη που έδωσε ο γλεντζές  Δίας  με τον τρομερό εχθρό του Τυφωέα για το θρόνο, τη φυγή του Δία στην Αίγυπτο, τη μεταμόρφωσή του σε ζώο και το ταξίδι του Τυφωέα στη Συρία. Εκεί πιάστηκαν στα χέρια.  Άρπαξε τότε το δρεπάνι ο Τυφωέας και χρατς κόβει τα νεύρα απ’ τα χέρια και τα πόδια του Δία και τον κάνει ανίκανο και κουτσό. Ύστερα τον έκλεισε σε μια σπηλιά χωρίς νερό, χωρίς τίποτα. Ο Ερμής όμως βοήθησε και ο Δίας  ξαναγύρισε στον αγώνα και κεραυνοβολώντας τον Τυφωέα τον ανάγκασε να πάει στην Αίτνα. Εκεί ο Δίας τον συντρίβει κάτω από το βουνό.
           --- Ασυναρτησίες, έλεγε ο Πορφυρίωνας, έτσι τα γράφουν οι δολιχοκέφαλοι καλαμαράδες, οι τρανοί να συντρίβουν τους αχαμνούς!  Θα ‘ρθει όμως καιρός που και οι αχαμνοί θα τους μπήξουν το νύχι στο πετσί!
            Σε λίγο η συμμορία αύξαινε με την προσθήκη της Ευρυάλης. Αφήναμε τη σπηλιά και πηγαίναμε στο δάσος να μαζέψουμε κολεόπτερα.
Τα ήθελε η Ευρυάλη για το εργαστήρι της ανατομίας αφού θα γινόταν στο μέλλον ιατρός όπως έλεγε. Καταλήγαμε μετά στο ποτάμι το στολισμένο με τα φύλλα της κλαίουσας. Στεκόμαστε στην όχθη του και πετροβολούσαμε τα βατράχια μέχρι να πάθουν εντερορρηξία! Τα μαζεύαμε και τα καρφώναμε πάνω σε ξύλινους σταυρούς και με μια μικρή λιτάνευση τα θάβαμε στην άμμο. Τους μπήγαμε και τρία βούρλα για κεριά στον τάφο και χαράζαμε μ’ ένα ξύλο το επίγραμμα: << Ενθάδε κείτονται σφάρδακλοι πεσόντες  υπό άναρχης τριμελούς συμμορίας. Ως και η Ευρυάλη, αρόγιαστη ακόμη μέλλουσα ιατρός,  έβαλε  το  χεράκι της >>.
         --- Άσε μωρή, τα σφαρδάκλια! της έλεγε η μάνα της και διάβασε και κανένα βιβλίο να μπεις στο πανεπιστήμιο, μου θες και γιατρική κιόλανε, χάθηκε να γίνεις μαμή να ξεγεννάς τις γκαστρωμένες  και να κάνεις ένα μπόγο λεφτά!
        Την κοιτούσε παράξενα η Ευρυάλη και της απαντούσε:
         --- Γιατί ρε μάνα;
         --- Γιατί όξινος και ξερός…
         --- Τα ‘μαθα το ρέζους…
         --- Μένα μου λες! Να το μάθεις καλύτερα! Μυαλό είν’ αυτό, ξεχνάει!
         --- Δεν μπορώ να διαβάσω άλλο, κουράστηκα! Οι νευρώνες μου κλατάρισαν, θέλουν ανάπαυση! 
         Άπλωνε τα χέρια της να την καταχεριάσει μα η Ευρυάλη πουρλακούσε σαν όρνιθα και της ξέφευγε. Την έπαιρνε στα κοντά εκείνη, τη φοβέριζε και της φώναζε:
         --- Ου να μου χαθείς, αχαϊρευτη! Σερνίκωσες και γυρνάς με τον Πορφυρίωνα και τον Τροφώνιο στα ρέματα και στα ρουμάνια και δε νοιάζεσαι ρούπι μη σου βγάλουνε τα μάτια! Για μαζέψου, γύρνα σπίτι και πέσε στο διάβασμα για να μη ρίξεις κουτουλιά στον τοίχο μεθαύριο!

         Τα πρωινά κλεινόμαστε στη σπηλιά και οι τρεις. Θέλαμε να ρίξουμε την αστική τάξη και ροκανίζαμε το Μαρξ με τα εξώφυλλα.
         ---  Μαρξιστές μου εσείς! μας έλεγε η Ευρυάλη, αρχίζουμε: κι έβγαζε το μανιφέστο σε ξεθωριασμένο καφέ χρώμα απ’ τον τσιτωμένο κόρφο της.
         --- Να διαβάσω εγώ! ζητούσε ο Πορφυρίωνας να δω αν μου πάει για σύντροφος!
         --- Δεν έχει να διαβάσει κανένας, τον έκοβα και απλώνοντας το χέρι, έπαιρνα το βιβλίο. Θα διαβάσω εγώ γιατί σκοπεύω να ηγηθώ του αριστερού κινήματος και θέλω να κάνω τις πρώτες μου δοκιμές σε ακροατήριο!
         Άνοιγα το μανιφέστο διορθωμένο σε πολλά σημεία με δικές μας παρεμβάσεις και άρχιζα να διαβάζω το κεφάλαιο με την επικεφαλίδα: αστοί και προλετάριοι: << Η ιστορία κάθε κοινωνίας από την ίδρυσή της μέχρι σήμερα είναι ιστορία ταξικών αγώνων. Λεύτεροι και δούλοι, πατρίκιοι και πληβείοι, μάστορες και καλφάδες, βαρόνοι και δουλοπάροικοι, εν ολίγοις για να μη πολυλογούμε, καταπιεστές και καταπιεσμένοι, βρίσκονταν και βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ τους και σε αγώνα χωρίς τέλος για το ποιος θα επικρατήσει. Όφελος για όλους θα είναι να πάψει  η πάλη, να ‘ρθει η στιγμή του παράδεισου, φτωχοί, μοιραίοι και αδικημένοι το βάσανο να ξεχάσουν της ζωής >>.
           Τα λόγια με συνέπαιρναν, ύψωνα τη γροθιά μου, πολύ χαιρόμουν τους Μήδες και τους Κροίσους να συντρίψω, τη γριά τσίτσιδη φτώχεια σε βάραθρο δυσθεώρητο να γκρεμίσω.

             Τις Κυριακές  τα πίναμε στην ταβέρνα του γερο Μαρσύα. Άλλες φορές περνούσαμε καλά, άλλες όχι. Κάναμε όμως και κάτι πλάκες στην αστική τάξη που έμειναν αξέχαστες.
             Από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ερχόταν εδώ και τα ‘τσουζε  ο Λύγαρης. Ένας γέρος πλούσιος που ζούσε μόνος, σκορπούσε το χρήμα σαν άχυρο και ήταν δούλος και υπηρέτης του σκύλου του. Μια Κυριακή ήρθαν και οι δυο τους στην ταβέρνα κι έπιασαν θέση ο γερομπαμπαλής στην καρέκλα, ο σκύλος κοντά στον πάγκο. Ο Πορφυρίωνας βρήκε να κάνει το αστείο και του πάτησε την ουρά. Ούρλιαξε ο σκύλος και ανεμιστός βγήκε από την πόρτα και χάθηκε στο δρόμο.
            --- Άθεοι! Ποιος το  ’κανε! βρυχήθηκε ο μπαμπαλής.
            Εγώ και ο Πορφυρίωνας γελούσαμε και η Ευρυάλη τακτοποιούσε τα μοσχοβόλα κίτρα του αμάραντου κόρφου της.
             Σηκώθηκε και τινάζοντας το κορμί του σαν κουρέλι στον Γαρμπή, μας είπε φοβερίζοντας:
             --- Ντροπή σας πληβείοι!
             Η Ευρυάλη που ‘χε βυζάξει περισσότερο γάλα αντάρτικο, κόλλησε το μούτρο της στο δικό του, του έκανε ένα  << αϊ σιχτίρ  πόμολο >>  και αφήνοντας για λίγο τη φλόγα του κορμιού της να τον τσουρουφλίσει βγήκε από την πόρτα. Κι όταν η ομορφιά της βασίλεψε στη στροφή του δρόμου την ακολουθήσαμε κι εμείς.
            

             Με αυτά κι άλλα πολλά περνάγαμε τη ζωή μας, σκεφτόμενοι πάντα πώς να φέρουμε τη ισότητα πάνω στη γη. Κι όσο μαθαίναμε πως η καμπούρα της  ισχυρής τάξης  σγούμπαινε και στους φτωχομαχαλάδες μια ψυχή παρθένα αναστιόταν, χαιρόμαστε και το γλεντάγαμε διοργανώνοντας αθλητικούς αγώνες στα χωράφια και στις λάκκες. Ως και γιορτή βιβλίου ορίσαμε για τη μορφωτική επανάσταση του μέλλοντός μας.  Έτσι η μέλλουσα ιατρός Ευρυάλη συνέταξε μπροσούρα προς το λαό μας, να μας στείλει βιβλία. Υπέγραψε δε το κείμενο με γράμματα όρνιθας ως εξής: Για την οργάνωση: << Οι τρεις του βουνού >>. 

              ellinikoxronografima.blogspot.gr