13.9.16

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ - Εδώ Νότος

Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

                Μουντζουρωμένος με φούμο εδώ και καιρό ο Νότος μας. Οι πολύαρνοι και πολύμοσχοι κάποτε κάτοικοί του, ζούνε σε πικρία απέραντη. Τα ρόδινα της αυγής τους εγκατέλειψαν, τα ευρώ τους  σαρώθηκαν και το σχισμένο σακάκι τους κρέμεται μπαλωμένο στο καρφί.
               Στους καιρούς μας εδώ στο Νότο η ζωή είναι περιτομημένη. Η φτώχεια παίζει κρυφτούλι με την κοιλιά, οι νύχτες νηστικές ξαγρυπνούν με προσευχές, οι τρελοί πιάνουν κουβέντες με τα ξωτικά. Όσοι είναι ξεχασμένοι από το Θεό τρώνε ξερό ψωμί, όσοι είναι περιούσιοι  την τυλώνουν γιατί το Τάγμα των αγιογδυτών ευρωπροστυχοχριστιανών συνεχίζει να τους γεμίζει τα κατσαρόλια τους.
               Στους καιρούς μας εδώ στην άκρα γωνιά του Νότου  οι κούκοι κοιμούνται. Τα ουράνια τόξα βάφονται γκρίζα και οι μαύροι έποικοι θάβουν ζωντανούς τους γέρους και τις γριές. Οι νεράιδες κρύβονται στις ρωγμές των βράχων και οι ομπρέλες των μανιταριών το σούρουπο μοιάζουν με μπότες κατακτητή.
              Στο Νότο μας τα φεγγάρια του κόβουν τον ουρανό σαν δρεπάνια. Το γέλιο έχει σβήσει και ο αέρας του είναι ένας κρύος βρώμικος τραπεζίτης. Το κρασί μας το πίνουμε γουλιά- γουλιά, το λιγοστό μας κοψίδι το τρώμε καρβουνιασμένο και την μπουκιά μας λειψή και αλάδωτη την πάμε κάτω. Τις μέρες  μας τις περνάμε σπαρτιάτικα με κοτόπουλα Βουλγαρίας, σούπες αραιωμένες, σαρδέλα σάπια,  ληγμένες τυρόπιτες και τηγανισμένα συνθετικά εντόσθια.
           Το καφεδάκι μας κι αυτό πικρό, τα ούζα μας κομμένα,  άδεια τα τραπέζια και  οι πότες διψασμένοι. Δεν πίνουν πια τον περίδρομο, στέγνωσαν τα χείλη τους, η κουβέντα τους έγινε μουρμούρα και ξέχασαν τους πανηγυρικούς.
         Στο Νότο στη δική μας ρίζα και στη γη, δε βλέπεις κορίτσια με τη φούστα σηκωμένη. Ούτε γυναίκες με σώμα σκαλιστό να λιγώνονται στα γέλια στις αυλές και νεαρούς να κάνουνε εξομολογήσεις ερωτικές σε τρυφερά μανούλια. Στη λειτουργία τις Κυριακές οι εκκλησιές είναι άδειες και τα βράδια τα σκοτάδια μας πηχτά.
        Ο Νότος με τη δική του ιστορία γρατσουνάει μ’ ένα σουβλί τσαγκάρη τη μίζερη ζωή  του. Κι όσο τρυπιέται ψάχνει για το χαμένο του θησαυρό. Το θησαυρό που του ‘κλεψαν λυκάνθρωποι, καλικάντζαροι και δαίμονες φριχτοί πολιτικοί σαν του ‘φεραν την κρίση.


[ πολύαρνοι = με πολλά αρνιά ]
[ πολύμοσχοι= με πολλά μοσχάρια ]