23.9.16

Δ Ι Η Γ Η Μ Α - Καρέ της ντάμας

Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου 

           Ο άντρας υποκλίθηκε με ευγένεια στην κοπέλα της ρεσεψιόν κι αφού διόρθωσε με αποφασιστικές αδραξιές τα φουντωμένα του μαλλιά, τη ρώτησε με το βλέμμα του στραμμένο προς τα δεξιά του διαδρόμου απ’ όπου ακούγονταν φωνές:
          << Έχει αρχίσει το χαρτί; Είχε λίγο χιόνι ο δρόμος κι άργησα. Θα με συγχωρήσουν πιστεύω οι κύριοι…>>
         Η κοπέλα χαμογέλασε χαριτωμένα και του είπε με αυθόρμητη εγκαρδιότητα:
          << Η πόρτα της λέσχης είναι ανοικτή όπως πάντα, κύριε και σας περιμένει να την περάσετε!>>
         Ο άντρας σαν  φάνηκε να τη θαυμάζει για λίγο έτσι όμορφη που ήταν μέσα στο λευκό μεταξωτό και στολισμένο με κίτρινες δαντέλες φόρεμά της, την άφησε και κίνησε με αργό κι αυστηρό βηματισμό για το διάδρομο. Δεν προχώρησε πολύ γιατί η νεαρή γυναίκα που καθόταν μόνη της στο σαλόνι και ξεφύλλιζε ένα περιοδικό μόδας του κέντρισε το ενδιαφέρον και σταμάτησε. Έτσι άρχισε να την κοιτάζει με βλέμμα αχόρταγο και σοβαρό. Η γυναίκα σήκωσε το κεφάλι τον είδε κι αυτή αδιάφορα κι αφού φύσηξε τον καπνό και μετακίνησε το τσιγάρο στην άλλη γωνία του στόματος, ξανάπεσε στο περιοδικό, δείχνοντας να το απολαμβάνει μέσα στην απόλυτη σιγή της αίθουσας.
       Για μια στιγμή ο άντρας σκέφτηκε να την αφήσει στην ησυχία της και να φύγει πηγαίνοντας στη λέσχη, εκεί που μια κέντα φλος του άσσου θα του χάριζε πολλά χρήματα, αλλά τα στρογγυλά κι εκφραστικά μάτια της που περιπλανούσαν το βλέμμα τους ακάματα στιγμές - στιγμές τριγύρω κι έμοιαζαν να έχουν απορροφηθεί από ανήσυχους και βαθείς συλλογισμούς τον έκαναν ν’ αλλάξει γνώμη και να μείνει εκεί σιωπηλός μέχρι να αποφασίσει αν θα την πλησίαζε ή όχι.
        Έτσι εντυπωσιασμένος από την κομψότητά της έκανε δυο βήματα προς το μέρος της όπου με μια εύθυμη επιπολαιότητα τη χαιρέτησε καλόθυμα. Στη γυναίκα ο χαιρετισμός αυτός δεν έκανε καμιά εντύπωση και συνέχιζε να διαβάζει το περιοδικό, ενώ τα κατσαρωμένα μαύρα μαλλιά της που έπεφταν στο μέτωπο της έδιναν μια κατεργάρικη όψη.
      Η αποτυχία του αυτή να επικοινωνήσει μαζί της τον πείσμωσε και τον ανάγκασε να κάνει άλλα δυο βήματα για να την πλησιάσει. Κι ως στάθηκε κοντά της και την κοίταξε, αμέσως μια αίσθηση επιθυμίας τον κυρίεψε και μια παράφορη έλξη τον διαπέρασε για τη γυναίκα αυτή που συνέχιζε να διαβάζει στη σιωπή που αράθυμα είχε απλωθεί μέσα στην απέραντη αίθουσα.  Έτσι αν κι έμεινε για λίγο σαστισμένος από την ομορφιά και τη φροντισμένη εμφάνισή της, μπόρεσε και κράτησε το βλέμμα του πιο πολύ απ’ ότι έπρεπε πάνω της για να τη θαυμάσει περισσότερο, έτσι που έμοιαζε σαν μοντέλο μέσα στη λευκή της φούστα από ακριβό ύφασμα και στο καφέ δερμάτινο μπουφάν που τόσο υπέροχα έπεφτε στους φαρδείς και συμμετρικούς ώμους της.   
       << Κι αυτά τα κόκκινα χείλη της σαν το χρώμα του κερασιού>> σκέφτηκε << σε προκαλούν τόσο πολύ και σου φωνάζουν αμετάκλητα να τα φιλήσεις!>>
       Έτσι σαν κοίταξε με αγωνία τα λίγα μέτρα που τον χώριζαν από τη θέση της, πήρε την απόφαση να την πλησιάσει και να τακτοποιήσει μια και καλή τους λογαριασμούς μαζί της. Κι αμέσως φτάνοντας κοντά της ύστερα από μια αδέξια αλλά αποφασιστική κίνηση της είπε βιαστικά με μια διακριτική ματιά που απλώθηκε σε ολόκληρο το σώμα της:
          << Περίεργο που μια γοητευτική κυρία δεν πλήττει μόνη της! Τι θα έλεγε αν θα της χάριζα την ταπεινή μου συντροφιά! >>
         Η γυναίκα σήκωσε το κεφάλι απ’ το περιοδικό, τινάχτηκε, του ‘ριξε μια κλεφτή ματιά κι άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί πάνω του, λίγο άσκοπα σαν να μην της έκανε εντύπωση η ξαφνική παρουσία του. Αλλά μέσα της ζωντάνεψε κάτι, η αδιάφορη καρδιά της ζεστάθηκε και μια συγκρατημένη ευφορία τη διαπέρασε για τον άγνωστο και φιλικό άντρα. Έτσι αφού άφησε το περιοδικό από τα χέρια της πάνω στο τετράγωνο τραπέζι που ήταν μπρος της και τον παρατήρησε γοητευμένη και εξονυχιστικά με τα μεγάλα της μάτια, του είπε χαμηλόφωνα και παρακλητικά:
        << Θέλεις να επικυρώσω την επιθυμία σου και να σου ζητήσω να καθίσεις; >>
         Ο άντρας έστρεψε τότε τα λυπημένα του μάτια στα δικά της και με μια υπέρμετρη θέληση της αποκρίθηκε:
         << Πείτε μου το ναι κι εγώ θα καθίσω αμέσως δίπλα σου! >> Κι αμέσως έγειρε στον καναπέ με ανακούφιση βέβαιος πως δε θα της το αρνιόταν.
          Η γυναίκα θαύμασε την επιμονή του και ωθούμενη από τη λυσσασμένη περιέργειά της να μάθει περισσότερα πράγματα γι’ αυτόν τον ευγενικό τυχοδιώκτη, του είπε μ’ ένα αλαφιασμένο ύφος και μια νωθρή στάση:
         << Κάθισε! Αλλά όμως πριν πούμε οτιδήποτε ας έρθουμε στο προκείμενο: τι θέλεις από μένα; >>
         Τα λόγια της αυτά ήχησαν άσχημα στ’ αυτιά του που αν και τον αποθάρρυναν, εντούτοις ακούμπησε σιγά- σιγά το σώμα του στον καναπέ και κάθισε κοντά της. Έτσι θωρώντας την κατάματα με τα μικρά βαθιά του μάτια, της είπε με σπασμένη φωνή:
          << Θέλω η κομψή σου παρουσία να μου διαλύσει για απόψε το θολό τοπίο της ύπαρξής μου και να νιώσω μαζί σου ένας πολύ ευτυχισμένος άνθρωπος >>.
        << Ω, μα εσύ δεν κρατιέσαι!>> του έκανε με έμφαση αυτή και με τεντωμένο το κεφάλι δίπλα του σε απόσταση αναπνοής, πρόσθεσε: << Το τραβάς πολύ, κύριε και πρέπει να ξέρεις πως υπάρχουν και όρια… >> και δείχνοντας θυμωμένη τραβήχτηκε από κοντά του μ’ ένα θρηνητικό και ειρωνικό μακρόσυρτο γέλιο.  Γρήγορα όμως μαντεύοντας τη δυσάρεστη προοπτική που ανοιγόταν μπροστά της για την επικείμενη σχέση της μαζί του που από την αρχή όσο κι αν έδειξε προσποιούμενη να την υποβιβάσει, δεν το ήθελε, άλλαξε τη συμπεριφορά της για να του πει μ’ ένα καταδεκτικό τρόπο: << Δεν είμαι μόνη, είναι κι ο άντρας μου εδώ! Δε σου λέει τίποτα αυτό; >>
       Ο άντρας απόμεινε για τρία δευτερόλεπτα βουβός, ξερός κι αποσβολωμένος. Ωστόσο συνήλθε γρήγορα και της είπε με έμφαση σαν να ήθελε να την προκαλέσει και να την επιπλήξει μαζί:
       << Τι θέλεις να πεις μ’ αυτό; Πώς εγκαταλείπει μια όμορφη γυναίκα, δείχνοντας αδυναμία να την προστατέψει; >>
        << Όχι κι έτσι, όχι κι έτσι!>> ξεφώνισε τότε η γυναίκα και του γύρισε προκλητικά την πλάτη. << Περιφρονώ τις έξαλλες συκοφαντίες σου για τον άντρα μου γιατί θίγουν και μένα. Προσωπικά δεν έχω κανένα παράπονο απ’ αυτόν και νομίζω πως γελιέσαι αν σου έδωσα την εντύπωση  της κουρασμένης και της απογοητευμένης. Με αγαπά σαν θέλεις να μάθει σαν τρελός! >>
       << Χα!>> έκανε ο εκείνος και μ’ ένα τρυφερό άγγιγμα της πλάτης της, την γύρισε πάλι εμπρός. Και ύστερα με μια κυνική έκφραση λες και ήθελε να τα παίξει όλα για όλα, της είπε, αποφασιστικά: << Είσαι σε πολύ θλιβερή θέση κι ας μην το παραδέχεσαι! Και για να στο πω πιο ρεαλιστικά, μάλλον εσύ γελιέσαι που νομίζεις πως σε αγαπά!>>
        Ο ήχος της μουσικής εισέβαλε πιο έντονος και δυνατός στο χώρο της αίθουσας. Τυμπάνιζε σχεδόν, θρόιζε που και που, κι ακουγόταν σαν το νερό που κελάρυζε πέφτοντας από το βράχο. Αυτό μαζί με τα λόγια τού  άντρα ήταν αρκετό για να αλλάξει τη διάθεση τής γυναίκας που από λεπτό σε λεπτό μεταμορφώθηκε κι ένιωσε περιττή κι αδύναμη. Τα ανέκφραστα μάτια της έδειχναν πως ο ξένος είχε μαντέψει σωστά κι αυτό την έκανε να φοβηθεί και να πλήξει φοβερά. Πολύ θα ήθελε να το παραδεχτεί αλλά δεν ήταν εύκολο. Έτσι σιώπησε κι απόμεινε βουβή κι αμήχανη να τον κοιτάζει σαν να αφουγκραζόταν κάποιο τρομερό θόρυβο.
       Ο άντρας την ένιωσε που είχε απορροφηθεί από βαθείς κι ανήσυχους συλλογισμούς και για να τη βγάλει απ΄ αυτή τη δύσκολη θέση, της είπε με μια ωραιότητα στα λόγια του:
       << Δεν πάμε στη σουίτα μου να τα πούμε καλύτερα; Το ευφυές πνεύμα μας ίσως μας βοηθήσει εκεί να τα βρούμε με την άνεσή μας!>>
    << Αχ, θα έπρεπε να σε είχε πάρει τόση ώρα ο διάβολος!>> του είπε εξοργισμένη η γυναίκα κι έβγαλε ένα φίνο και παράξενο γέλιο. Και ύστερα με μια αλλόκοτη ευχαρίστηση πρόσθεσε δείχνοντας την αυτοκυριαρχία της: << Εγώ στη σουίτα σου, με τον  άντρα μου τριάντα μέτρα από  ‘δω! Τι γελοίος που είσαι! >>
      Ο άντρας ωστόσο δεν πτοήθηκε μ’ αυτό που άκουσε γιατί η πείρα του με τις γυναίκες των ξενοδοχείων τον είχε δασκαλέψει αρκετά ώστε να μπορεί ν’ αντιμετωπίζει τέτοιες συμπεριφορές, να μιλά με άνεση τη γλώσσα τους και να κρατάει μια γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ τους όσο κι αν τον δυσαρεστούσαν. Έτσι είπε ήρεμα στη γυναίκα:
        << Τριάντα μέτρα από ‘δω; Θαρρώ πως θα ‘χει πέσει με τα μούτρα στη δουλειά! >>
      << Παίζει χαρτιά δε δουλεύει!>>
      <<Αν σου ‘λεγα πως το είχα μαντέψει, τι θα ‘λεγες; >>
      << Θεέ μου! Σαν να αισθάνεσαι χαρούμενος!>>
      << Τους ξέρω καλά εγώ αυτούς τους χαρτοπαίκτες. Υποτάσσονται στο  πάθος του τζόγου και χάνουν την ικανότητα και τη σοβαρότητά τους. Σου λέω λοιπόν, πως καρφί δεν του καίγεται για σένα και πως δε θα ξεκολλήσει από τη μυρωδιά του χαρτιού πριν έρθει το πρωί >>.
       Η γυναίκα φάνηκε σαν να μην πίστευε τα λόγια του και του έκανε με ειρωνεία:
       << Υπερβάλλεις!>>
       << Θέλεις να δοκιμάσεις; Τόλμησε να έρθεις στη σουίτα μου και θα δεις τότε πως θα εκτιμήσεις τα λόγια μου >>.
       Δεν υπήρχε αμφιβολία πια, πως με όσα είχε ακούσει από το στόμα του, άρχισε να αναγνωρίζει την υπεροχή του. έτσι που χωρίς ενδοιασμούς αφέθηκε στη δίνη του απίστευτου αυτού άντρα και με ιδιαίτερη ευχαρίστηση παραδόθηκε στην ανεξήγητη έλξη και την ακαταμάχητη γοητεία του. Για να του πει ανήσυχη και φοβισμένη:
      << Η μέρα βλέπει τις δουλειές τής νύχτας και γελάει! Ωστόσο θα το τολμήσω να έρθω! >>
      << Μπράβο σου! Είναι αναγκαίο να το κάνεις! >> της έκανε με ενθουσιασμό εκείνος και μ’ ένα χαμόγελο στο ευφυές πρόσωπό του την έπιασε απ’ το χέρι για να την οδηγήσει στην πολυτελή σουίτα του.
       Στη σουίτα σαν κάθισαν ο άντρας της είπε με μια πρόθεση να της διώξει το φόβο:
       << Με γνωρίζουν όλοι καλά εδώ και με προσέχουν>> και της έδειξε το τραπέζι. Ένα μπουκάλι σαμπάνια με δυο άδεια κρυστάλλινα ποτήρια είχε σερβιριστεί πλουσιοπάροχα για την εξαιρετική στιγμή που θα ζούσαν.
       << Όχι, όχι! Δε θα πιούμε!>> ψέλλισε βιαστικά και φοβισμένη η γυναίκα κι έδειξε μια έντονη διστακτικότητα. << Με παρέσυρες δεν το καταλαβαίνεις;>>του είπε στη συνέχεια με τόσο ειλικρινή κι απελπισμένο τρόπο που φάνηκε να της έφερε μελαγχολία.
     Ο άντρας  τότε πλησίασε το τραπέζι και σαν πήρε με μια εξαιρετική απαλότητα το μπουκάλι στα χέρια του και το άνοιξε, γέμισε τα ποτήρια και με μια ενθουσιώδη κίνηση της προσέφερε το ένα, λέγοντάς της με κατανόηση που περιείχε πόθο:
       << Μη συνωμοτείς κατά του πεπρωμένου σου, δε θα σε βγάλει σε καλό! >> και τσούγκρισε με ένα ήρεμο άγγιγμα το ποτήρι της.
     Η κίνησή του αυτή αιχμαλώτισε τη γυναίκα και την έκανε ανυπεράσπιστη. Έτσι νιώθοντας ήρεμη σαν θάλασσα μετά την τρικυμία του είπε με μάτια που φανέρωναν ένα μείγμα προσμονής και θριάμβου:
      << Είναι περίεργο πως μαζί σου δεν μπορεί να πλήττει κανείς! >> και φέρνοντας το ποτήρι στα χείλη το ήπιε μονορούφι.
      Αυτός τότε ακολούθησε με τα μάτια την κατεύθυνση του χεριού της ως τα χείλη της και σαν είδε το άδειο της ποτήρι έκανε κι αυτός το ίδιο, αδειάζοντας και το δικό του. Έτσι παίρνοντας πάλι το μπουκάλι στα χέρια του ξαναγέμισε τα ποτήρια για να της πει μ’ ένα γλαφυρό τρόπο που αποκάλυπτε τα συναισθήματά του:
        << Θέλουμε και οι δυο την ελευθερία, δεν το νιώθεις;>>
        Η γυναίκα στα λόγια του ένιωσε σαν ταραγμένη θάλασσα. Μεγάλα κύματα την χτυπούσαν αδυσώπητα κι έπεφταν με βαρβαρότητα και με θόρυβο πάνω στο ανυπεράσπιστο κορμί της. Ανήμπορη ν’ αντισταθεί στην πίεση του εσωτερικού της κόσμου, περίμενε τον αιώνιο πάταγο της ενοχής να τη σκοτώσει μαζί με την αίσθηση του χρόνου εκείνης της στιγμής. Και απελπισμένη πλησίασε το τραπέζι να πάρει ένα τσιγάρο από το πολυτελές πακέτο που στόλιζε απίθανα το ντεκόρ του σερβιρίσματος. Και τότε τη ματιά της ζωντάνεψε η αίσθηση της τράπουλας που σκόπιμα θαρρείς πλανιόταν στο κέντρο του τραπεζιού πάνω σε μια πράσινη τσόχα με τις τέσσερις ντάμες της ελαφρώς τραβηγμένες μπροστά να προβάλουν την ισχύ τους μέσα από την κομψή τους εμφάνιση.
      Με έκφραση μιας κάποιας αγριότητας η γυναίκα τότε τον ρώτησε: << Τι βλέπω; Καρέ της ντάμας; Είσαι χαρτοπαίκτης; >> 
        << Μη με κατασπαράζεις! >> της αποκρίθηκε αυτός και σαν σηκώθηκε την πλησίασε τόσο κοντά που την άγγιξε σχεδόν με το σώμα του.
       << Και γιατί δεν πήγες να παίξεις;>> 
        <<Μαζί σου βρήκα τη θεία τάξη! Τι να ‘κανα στη λέσχη; Εκεί μόνο την αναρχία των αισθήσεων βρίσκει κανείς >> της είπε και την αγκάλιασε.
        << Παίζει ο άντρας μου εκεί!>> 
         << Ας παίζει!>> της ψιθύρισε με καλόθυμο χαμόγελο και μισοκλείνοντας τα μάτια έγειρε πάνω της να τη φιλήσει.
        << Όχι!>> του έκανε και τραβήχτηκε από κοντά του, << μπορεί να με αναζητήσει, ας είμαστε εγκρατείς>>.
        << Μόνο σαν του έρθει κέντα φλος του άσου και τους ξεπουπουλιάσει θα φύγει, πράγμα απίθανο >> της αποκρίθηκε σοβαρά εκείνος και την έπιασε απ’ τα χέρια, οδηγώντας την στην κρεβατοκάμαρα.
         << Μπορεί όμως!>>
         << Όχι! Αλλά το βρίσκω και υπερβολικά αστείο να σε θυμάται στον πυρετό του πάθους το για το τζόγο! Γι’ αυτό μην ανησυχείς κι έλα να υποκλιθούμε στις προσταγές του μεγάλου έρωτα>>.
         Στο κρεβάτι σαν έπεσαν η γυναίκα τον έσφιξε πάνω της και παραδόθηκαν στην υπέροχη γαλήνη των αισθήσεων. Κι όπως έλιωνε κάτω από την τρυφερότητα του κορμιού του, η υπέρτατη θέλησή της να την κάνει δική του τη συνάρπασε τόσο που ένιωσε δυνατά και για πολλά ώρα τις φλέβες της να καίγονται και μια συγκλονιστική ομορφιά να διαπερνά το σώμα της και να την οδηγεί σιγά- σιγά στον ίλιγγο της πλήρους εξουθένωση του είναι της.
         Και σαν πια η εισβολή του αντρικού κορμιού μέσα της ολοκληρώθηκε, γαντζώθηκε πάνω του και ανυπεράσπιστη αφέθηκε να παρασυρθεί από τη δίνη του ερωτικού τους πάθους.
          << Μου ‘ρχεται να γελάσω και να κλάψω μαζί ύστερα απ’ αυτό που μου συνέβη >> του εξομολογήθηκε στο τέλος τής πράξης  και σηκώθηκε γλιστρώντας  σαν χέλι από την αγκαλιά του. Κι αφού ντύθηκε κι άνοιξε την πόρτα για να φύγει, πρόσθεσε με μια ραφινάτη συμπεριφορά που έδειχνε πως έπλεε σε πελάγη ευτυχίας: << Νιώθω ένα αίσθημα αυτάρκειας κι αυτό μου αρέσει! Ελπίζω η μικρή μου αυτή περιπέτεια να μη μου βγει σε κακό! >>
         << Όλα θα πάνε καλά! >> τη διαβεβαίωσε ο άντρας και σηκώθηκε κι αυτός. Κι αφού την κατευόδωσε με δυο βήματα και της άνοιξε την πόρτα, την είδε σε λίγο να χάνεται σαν μια ξεθωριασμένη φιγούρα στο βάθος του διαδρόμου.
         Ύστερα ντύθηκε και κατέβηκε στη λέσχη. Σαν κάθισε ο σύζυγος τής γυναίκας που πριν από λίγο την είχε καλέσει στην σουίτα του, ετοιμαζόταν να μοιράσει την τράπουλα. Σαν τον είδε τον ρώτησε κοιτάζοντάς τον με μια ύποπτη ματιά:
          << Θέλεις χαρτί; >>
          << Τότε γιατί ήρθα; >> ψέλλισε με μια έκφραση απαλότητας εκείνος κι άπλωσε το χέρι του να το πάρει. 


             ellinikoxronografima.blogspot.gr