15.9.16

ΔΙΗΓΗΜΑ - Αχτίδα κίτρινη γλυκιά

Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου           

          << Αγαπημένε μου! Σ’ ευχαριστώ θερμά για το βιβλίο σου που μου έστειλες  και για τα ζεστά σου λόγια. Μα ακόμη σ’ ευχαριστώ πιο θερμά για την επικοινωνία που είχαμε. Αυτό μου ‘δωσε ζωή, μ’ έκανε πιο χαρούμενη και πιο γυναίκα! Ζωντανή, καυτή και ζωηρή όπως με θέλεις!
          Το βιβλίο σου, ναι, το διάβασα εν μια νυκτί, που λένε. Μου άρεσε! Οι περιγραφές του ζωντανές, ο διάλογος παραστατικός, εικόνες με έντονα χρώματα  κρατούν τον αναγνώστη σε αδιάπτωτο ενδιαφέρον ως την τελευταία του σελίδα.  Οι αναδρομές στα περασμένα, στολίδι και εμπλουτισμός του όλου έργου, αλατοπίπερο νοστιμιάς. Έχεις την τέχνη να κεντρίζεις την περιέργεια για το τι θα γίνει τελικά.
         Στο κείμενό σου κυριαρχεί το βιωματικό και τ’  ανθρώπινα μηνύματά σου συγκινούν βαθιά με τη νίκη της ηρωίδας γυναίκας του μυθιστορήματός σου που αν και κυλίστηκε στο βούρκο της ακολασίας, δάμασε την αγάπη της για να μείνει πιστή στο μοναδικό άντρα που της φέρθηκε με ανθρωπιά, από καθήκον κι ευγνωμοσύνη. Τι υπέροχο αυτό! Και μαζί της είναι τόσο υπέροχοι οι ήρωές σου, ζωντανοί και ανεπανάληπτοι, τόσο, που τους ζεις, τους αισθάνεσαι, τους γνωρίζεις και τους αγαπάς. 
         Για όλα αυτά τα ωραία που μου χάρισες, σ’ ευχαριστώ ολόψυχα και σε συγχαίρω.  Σου εύχομαι να είσαι πάντα γερός και δημιουργικός στην προσφορά σου στα γράμματα >>.
          Δίπλωσε το γράμμα σαν τελείωσε την ανάγνωση ο συγγραφέας και το έβαλε με μια επιπόλαιη βιασύνη στο αρχείο του. Κι αφού στάθηκε για λίγο να κοιτάζει  το φάκελο με την αποστολέα του, μουρμούρισε ενώ είχε γίνει χλωμός σαν πεθαμένος με μια έξαλλη περιφρόνηση για τη γυναίκα που του το έστειλε: << Ω, Θεέ μου! Ούτε μια ερωτική λέξη για τους δυο μας.  Ενώ τα τόσα φλύαρα και συνηθισμένα λόγια για το βιβλίο μου να περισσεύουν! Κρίμα! >>   Και με το πρόσωπό του κόκκινο από την ένταση, ετοιμάστηκε να σηκωθεί και να κάνει έναν περίπατο στον κήπο του, έτσι για να ξεφύγει από τη σκληρή της αχαριστία.
          Το δυνατό όμως χτύπημα του τηλεφώνου τον ξάφνιασε και τον έκανε να σταματήσει. Κι αφού το κοίταξε για λίγο αναποφάσιστος, το πλησίασε κι αφού σήκωσε το ακουστικό  το έφερε στο αυτί του.
           << Καλημέρα, αγαπημένε μου! >> η φωνή της που ακούστηκε σαν κελάηδημα πουλιού εκείνη τη στιγμή τον έβγαλε από τη μοναξιά και τη δυστυχία του. Κι εκτιμώντας πως έπρεπε μέσα στη χαρά του να της σερβίρει δυο τρεις όμορφες κουβέντες, της είπε  με  μια  μεγαλόφωνη  επιδοκιμασία:   << Τώρα μόλις τελείωσα το γράμμα σου! Χίλια ευχαριστώ για όσα μου γράφεις και για τη μαεστρία σου να συνθέτεις αξιαγάπητες και ζωντανές εκφράσεις που λειτουργούν σαν βάλσαμο στην κουρασμένη μου καρδιά. Ωστόσο με λύπη έχω να επισημάνω κάτι αξιοσημείωτο που έλειπε από τη μεγαλοπρέπεια του γράμματός σου >>.
           << Χωρίς αμφιβολία αυτό θα σου έκανε κακό αγάπη μου και θα πρέπει να μου το πεις >> του ψιθύρισε από την άλλη μεριά του τηλεφώνου η γυναίκα κι έδειξε μια υποχωρητικότητα που φανέρωνε φόβο.
          << Ωραία! >> έκανε εκείνος κι έβαλε πιο καλά το ακουστικό στ’ αυτί του. << Δεν είναι τίποτα σοβαρό, αλλά πρέπει να στο αναφέρω πριν δειλιάσω και σιωπήσω >>.
          Η φωνή του φάνηκε πως έσβησε λες και χάλασε η διάθεσή του.
         << Ακούω, αγάπη μου!  Τι είναι αυτό που σε πείραξε στο γράμμα μου και σ’ έκανε φαντάζομαι τόσο μελαγχολικό; >> επέμεινε  η γυναίκα δίνοντας μια παρακαλεστική χροιά στη φωνή της.
         << Ω, μα αυτά συμβαίνουν και θα συμβαίνουν ανάμεσα στους ερωτευμένους >> ψιθύρισε αυτός  σαν αισθάνθηκε την ανάγκη να ξεγλιστρήσει και να μην πει τίποτα.
        << Α, όλα κι όλα! Μη μου φέρεσαι έτσι;  Γιατί όσο με ερεθίζεις άλλο τόσο και με προβληματίζεις με την αμηχανία σου αυτή. Πες μου τέλος πάντων τι συμβαίνει; >>
        Ο συγγραφέας σιώπησε για λίγο και του φάνηκε πως την είδε κοντά του να περπατάνε βουβοί έξω στον κήπο του δίπλα στον πίδακα που κελάρυζε και την πανύψηλη καρυδιά. Και με μιας ετοιμάστηκε να κατεβάσει το ακουστικό ονειρεμένος στην απόμακρη αλλά γι’ αυτόν τόσο έντονη φωτεινή της ακτινοβολία. Ωστόσο δεν το έκανε γιατί η ανάσα της που ακούστηκε να ξεσπά σε λυγμούς τον έκανε να την ακούσει με όλο τον οφειλόμενο σεβασμό.
       << Μιλάς λυπημένα, αγαπημένε μου, πολύ! Γι’ αυτό άνοιξε την καρδιά σου σε παρακαλώ και πες μου τι ήταν αυτό που παρέλειψα να γράψω στο γράμμα μου και σε βασανίζει φριχτά; >>
       << Ναι, γλυκιά μου θα το κάνω, αφού τόσο το επιθυμείς. Να, δεν το φανταζόμουν πως θα ξεχνούσες το πιο σημαντικό. Τον έρωτά μας τον υψηλό θέλω να πω. Τίποτα γι’ αυτόν δεν αναφέρεις πουθενά >>.
       Η γυναίκα  τώρα ξέσπασε στα γέλια. Τίποτα απ’ ότι της έλεγε δεν ήταν σωστό. Έτσι με μια ελαφρά κι εύθυμη διάθεση που έδειχνε πως ήθελε να κάνει χιούμορ του αποκρίθηκε:
       << Κρίμα!  Σ’ έβαλα σε μπελάδες! Εγώ φταίω!  Εγώ με την απερισκεψία μου >>. << Εγώ >> επανέλαβε μ’  έναν αναστεναγμό << που ξέχασα να σου ταχυδρομήσω μαζί και τη δεύτερη σελίδα του γράμματός μου! Την έχω εδώ στο γραφείο μου! Αχ, αυτή η βλακεία μου! >>
       Ο άντρας   γέλασε κι αυτός με την καρδιά του και σαν σταμάτησε της είπε με ανάλαφρο τόνο: << Τότε δεν απομένει να μου την ταχυδρομήσεις. Δεν ξέρεις πόσο την περιμένω! >>
        << Την Κυριακή έρχομαι και θα στην φέρω! Θα διασκεδάσεις έτσι πιο πολύ σαν τη διαβάσεις εκεί μπροστά μου! >>
        << Ω! ευχάριστο! >> ξεφώνισε  και η φωνή του ακούστηκε σαν τραγούδι.
         << Ναι, ναι, μωρό μου >> του ψέλλισε  λίγο πριν κατεβάσουν και οι δυο  τα ακουστικά τους.

         Η Τάνια χωρίς να δημιουργεί σκάνδαλο, άφηνε το φίλο της κι έφευγε. Βέβαια της το επέτρεπε και ο ίδιος χωρίς να θεωρεί πως γελοιοποιούταν. Απεναντίας ήταν μια πρώτης τάξης ευκαιρία για να ανανεώσουν τον έρωτά τους και να ξυπνήσουν πιο πολύ τα αίματα της επιθυμίας του ενός για τον άλλον στις φλέβες τους. Έτσι η Τάνια εκμεταλλευόταν  θαυμάσια την ελευθερία της να κινηθεί άμετρα σαν γυναίκα με τις όσες προκλήσεις αλλά και να φροντίσει την γκαρνταρόμπα της στα πολυτελή κι ακριβά μαγαζιά της πρωτεύουσας.  Στον ίδιο δε το συγγραφέα δινόταν η ευκαιρία να ασχοληθεί πιο άνετα με το τελευταίο του μυθιστόρημα, που, σαν το θεωρούσε σαν ένα από τα πιο σπουδαία του,  ήθελε να είναι μόνος και μέσα στην απόλυτη μοναξιά του να έχει μια πιο αποτελεσματική διάρκεια απόσβεσης της προσωπικότητάς του.
        Βέβαια ήταν και τα βιβλία. Εκείνη ήξερε λογοτεχνία εξίσου καλά όπως κι αυτός. Μόνο που δεν έγραφε. Είχε διαβάσει τους πάντες και τα πάντα. Και η κριτική της γνώμη αρίστη. Έτσι όσο κι αν φαίνεται εξωφρενικό αυτή του αγόραζε τα βιβλία που διάβαζε! Τελευταία του είχε φέρει δυο κλασικά που με λύπη τής εξομολογήθηκε πως τα γνώριζε μεν αλλά δεν τα είχε διαβάσει.. Και ήταν καταπληκτικά. Το ένα ήταν το  << Αναζητώντας το χαμένο χρόνο > του Προυστ και το άλλο το << Ουτς >> του Τσάτουιν.
        << Πού πας και τα ξετρυπώνεις; >> της είχε πει με θαυμασμό εκείνος σαν τα διάβασε κι έδειξε από τότε μια άπειρη λατρεία στο πρόσωπό της και μια απροκάλυπτη εμπιστοσύνη στις επιλογές της.  

         Ο άντρας μετά το μεσημεριανό φαγητό της Κυριακής, φρόντισε το σπίτι. Ήθελε να το βρει << σινιαρισμένο στην πένα >> για να αποφύγει τυχόν δυσαρέσκειά της. Έτσι έπεσε με τα μούτρα στο συγύρισμα με μια ασυγκράτητη διάθεση και χωρίς να το καταλάβει η ώρα πέρασε κι έφτασε πέντε το απόγευμα. Τότε ήταν που κάθισε κοντά στο τζάκι για να ξεκουραστεί ενώ δεν έδιωχνε ούτε λεπτό τα μάτια του από τις φλόγες που ξεπηδούσαν σαν μικρές εκρήξεις μέσα από τα στόματα των ξύλων. << Ωραία! >> ψιθύρισε κάπόια στιγμή ευτυχισμένος. << Τώρα μπορώ να είμαι σίγουρος ότι σαν έρθει θα τα βρει όλα στην εντέλεια όπως της αρέσει >> και με μια ευθεία ματιά κοίταξε έξω από το μικρό ορθογώνιο παράθυρο. Κάποια μπόρα έδειχνε πως θα ξεσπούσε αλλά προς το παρόν αργούσε ακόμα. Μπορεί και καταιγίδα. Αλλά αυτό λίγο τον ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή. Η έλευση της γυναίκας ήταν στην προτεραιότητα της σκέψης του και μόνο.
          Και να που η πόρτα άνοιξε και η γυναίκα πέρασε μέσα. Πέταξε σαν πουλί μ’ ένα ανάερο πήδημα κοντά του σαν τον είδε μπροστά της κι έπεσε στην αγκαλιά του με μια τρυφερή κίνηση. Κι αμέσως εκείνος την έσφιξε πάνω του σαν κάποιο μακρινό κι άπιαστο όνειρο. Κι αφού τη γέμισε με τα φιλιά του, της ψιθύρισε με μια απερίγραπτη συγκίνηση που τον έκανε να τρέμει: << Αχ, λαγουδάκι μου πόσο σε ποθώ! Έλα μου, κάθισε >> και πιάνοντάς την τώρα από τα όμορφα λευκά της χέρια  την έβαλε να καθίσει δίπλα του.
         Φορούσε ένα κοντό κομψότατο μπλε φουστάνι που της έδινε μαζί μια αρχοντιά και μια πρωτοφανή φρεσκάδα σε όλη της την εμφάνιση. Τα πλούσια κατάμαυρα μαλλιά της έπεφταν με χάρη στους ώμους της κάνοντας την έκφρασή της πιο σοβαρή απ’ ότι στην πραγματικότητα ήταν. Τα βλέφαρά της πυκνά διέγραφαν δυο τοξοτές γραμμές πάνω από τα όμορφα μάτια της κι έμοιαζαν σαν δυο αιωρούμενα καλλίγραμμα μεταλλικά κομψοτεχνήματα. Και τα χέρια της μακριά και καλοσχηματισμένα μέσα στα ρεβέρ των μανικιών κινούνταν  με τόση μαεστρία και χάρη που δε χόρταινες να τα κοιτάζεις.
         << Σε βρίσκω πολύ λαμπερή! >> της ψιθύρισε ο άντρας ύστερα από λίγο και την κοίταξε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια με θαυμασμό.
         << Ευχαριστώ! >> του είπε εκείνη με ανάλαφρη φωνή κι άφησε μ’ ένα φτερούγισμα το μπράτσο της να πέσει στον ώμο του.
         Στη θαλπωρή του τζακιού είπαν πολλά και διάφορα κι άφησαν ελεύθερες τις σκέψεις τους για να φανεί η λιακάδα στις συννεφιασμένες τους ψυχές εξαιτίας της πολύμηνης μοναξιά τους. Και σ’ εκείνο το σημείο της κουβέντας τους ο άντρας σηκώθηκε και αφήνοντας ένα χαριτωμένο << συγγνώμη >> απ΄ τα χείλη του τράβηξε για το μπαρ.  << Ένα ποτό είναι ότι πρέπει για να κάνει την ατμόσφαιρα πιο θερμή >> συμπλήρωσε κι έβαλε πάνω σ’ ένα  αργυρό δίσκο ένα μπουκάλι ουίσκι και δυο κρυστάλλινα ποτήρια. Κι αφού τα έφερε και τα ακούμπησε μπροστά τους στο μικρό οβάλ τραπεζάκι της ψιθύρισε τρυφερά σαν να   συνωμοτούσε   με  τον εαυτό του: << Θέλουμε την ελευθερία μας δε θέλουμε; ε, τότε ας πιούμε να την αποκτήσουμε! >> και  πιάνοντας το μπουκάλι γέμισε με μια κίνηση γεμάτη νόημα τα ποτήρια.
         Το ένα ποτήρι έφερε τ’ άλλο κι όλα έδειχναν πως σε λίγο θ’ άρχιζε η διάλυση. Κι αυτό φαινόταν στα μάτια και των δυο που είχαν πάρει το χρώμα μιας υπνηλίας λάμψης και μιας απροκάλυπτης ανταρσίας. Έξω ο χειμωνιάτικος ήλιος είχε δύσει και το χλομό βυσσινί του δειλινού στόλιζε με μια γλυκιά απαλότητα τη θάλασσα, τον κάμπο και το βουνό.  Οι άνθρωποι στους δρόμους και τα χωράφια λιγοστοί ενώ τα πουλιά στα σύρματα με ανασηκωμένα τα φτερά τραμπαλίζονταν βιαστικά και αποχαιρετούσαν τη μέρα πότε με ρυθμικά και πότε με φάλτσα σφυρίγματα.
         Η Τάνια μέσα σ’ εκείνη τη χειμωνιάτικη στιγμή ήταν εκπληκτικά όμορφη. Τρυφερή σαν γαζέλα και με πρόσωπο φωτισμένο από απαλές ανταύγειες κι ελαφρά σκιώδη παιχνιδίσματα από τις φλόγες της φωτιάς. Και τα χέρια της τόσο λεπτά και τόσο εξαιρετικά όμορφα.
         Την κοιτούσε ο άντρας και τη θαύμαζε. Και θα την κοιτούσε ακόμη αν δε σηκωνόταν εκείνη να πάει μ’ ένα θορυβώδες βήμα προς  τον ταξιδιωτικό της σάκο και να βγάλει  από μέσα δυο βιβλία με κίτρινα εξώφυλλα και να του πει σαν του τα έδινε: << Είναι το αριστούργημα του Γκαρσία Μάρκες, Έρωτας στα χρόνια της χολέρας, σε δυο τόμους >>.
         Εκείνος σαν τους πήρε στα χέρια του, έλαμψε από χαρά και ξεφυλλίζοντας τον ένα τόμο, της ψιθύρισε με φωνή  τρομακτική: << Το έχω διαβάσει πιο μικρός και με συνεπήρε. Κι εκείνο το τέλος του τι υπέροχο και συναρπαστικό!  Για όλη τους τη ζωή, ηλικιωμένοι όντες ο  Φλορεντίνο Αρίσα και η Φερμίνα Δάσα θα μπορούσαν να συνεχίσουν τον έρωτά τους!  Αυτό το πήγαινε έλα του διαβόλου! >>
         Γέλασε η γυναίκα και κάθισε δίπλα του. Εκεί λίγο ανήσυχη και με μια υπέρμετρη ένταση έψαξε την τσάντα της και αφού βρήκε αυτό  που ήθελε του πρότεινε το χέρι της δείχνοντάς του το λευκό ορθογώνιο φάκελο. << Να  και το υπόλοιπο γράμμα! >> του είπε σιωπηλή και πρόσθεσε: << Μου έρχεται να βάλω τα κλάματα γι’ αυτό που έκανα η ανόητη! Ακούς να σου στείλω μισό γράμμα! Φαντάζομαι τι θα σκέφτεσαι για μένα! >> και πλησιάζοντάς τον έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του.
          << Τίποτα! >> της είπε εκείνος και άπλωσε το χέρι του. << Απλώς προσεύχομαι για σένα >> και με μια απονήρευτη διάθεση, ετοιμάστηκε ν’ ανοίξει το φάκελο.
          << Μόνο που θα το διαβάσεις μόνος σου! >> του είπε μ’ ένα τρυφερό γελάκι και σηκώθηκε. << Θέλω να κάνω ένα μπάνιο και να φρεσκαριστώ για να νιώσω καλύτερα >> συνέχισε και χάθηκε σαν οπτασία στο βάθος του διαδρόμου.
         << Ας είναι έτσι >> ψέλλισε εκείνος και σκίζοντας το φάκελο πήρε από μέσα το χαρτί και άρχισε να διαβάζει:   << Σου έρχομαι την Κυριακή σαν αχτίδα κίτρινη και γλυκιά.   Θα μπω από τη σχισμάδα του παραθύρου σου και θα σταθώ στο κρεβάτι σου σαν ένας ζωντανός οργασμός ενθυμήσεων. Εκεί θα έρθεις κι εσύ ξωτικός Θεός με το κοφτερό σου ξυράφι να κόψεις και να πετάξεις ότι άχρηστο και σάπιο έχω πάνω και μέσα μου! Κι αφού γυμνωθούμε και οι δυο χαμένοι στη νυχτερινή σιωπή θα αγκαλιαστούμε σφιχτά μέσα στη θέρμη των κορμιών μας και θα παίξουμε με τη φωτιά τους, την αιώνια κι ασίγαστη φωτιά του πάθους και της ηδονής τους. Κι αφού περάσει στις φλέβες μας και οι ευαίσθητες ζώνες των κορμιών μας πυρποληθούν θα αποζητήσουμε την πλήρη εξουθένωσή τους από τον ίλιγγο που θα μας συνεπάρει σαν έρθει  εκείνη η γλυκιά κι έντονη ηδονή.  Κι αυτό θα γίνει όταν  μπεις μέσα στους ζεστούς γλουτούς μου και θα μείνω ανυπεράσπιστη στη δύνη του ερωτικού σου νήματος και της πλήρους εξαφάνισής μου.   Και ύστερα γλυκέ μου σαν φοβισμένο κουνελάκι από την καταιγίδα θα σου ψιθυρίσω στ’ αυτί με την τρομερή εισβολή της φωνής μου: << Το βέλος που μου τρύπησε την καρδιά, φταίει για όλα! Αυτό μ’ έκανε ανυπεράσπιστη και τρελή!  Καλή αντάμωση! >>
          Δίπλωσε το χαρτί και το έβαλε στο φάκελο. Ύστερα μ’ ένα χαμόγελο που έδειχνε τη θετική επίδραση που είχε στην ψυχή του το γράμμα, κοίταξε στο βάθος του διαδρόμου να δει τη γυναίκα. Και τότε με το πνεύμα του δυναμωμένο την είδε να στέκεται μέσα στο ολόλευκο διάφανο νυχτικό της στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας.
          Ανατρίχιασε ως το κόκαλο. Και ύστερα μ’ ένα σπασμωδικό κούνημα του κεφαλιού του και μ’ ένα χαριτωμένο << αχά >> που έβγαλε απ’ τα χείλη του για να δείξει την καλή του διάθεση στη γυναίκα, φτερούγισε κι έφτασε κοντά της.