5.10.16

Δ Ι Η Γ Η Μ Α - Το άρωμα του ρόδου

Του Παν. Αντωνόπουλου 
 
           Όπως κάθε μέρα έτσι και σήμερα ο διηγηματογράφος της πόλης, πέρασε την ξύλινη πόρτα του καφέ  cuore  και κάθισε στο μαύρο καναπέ με το οβάλ τραπέζι. Έβαλε ύστερα μπρος του το βιβλίο του Τόμας Μαν << Η απατημένη >> κι αφού το κοίταξε λίγο και θαύμασε την ομορφιά του εξωφύλλου του, άρχισε με τρυφερότητα να το φυλλομετρά και να ρίχνει ματιές αγωνίας κι έπαρσης στα καλογραμμένα και φροντισμένα κεφάλαιά του.  << Θα εναλλάσσεται το φως με το σκοτάδι όπως σε όλα του τα βιβλία >> σκέφτηκε ο διηγηματογράφος σαν έφτασε και στην τελευταία σελίδα και το ‘κλεισε με τον προσήκοντα σεβασμό που απόδιδε σε κάθε βιβλίο που έπεφτε στα χέρια του.
        Έφερε ύστερα τα λυπημένα μάτια του ολοτρόγυρα στο χώρο του καφέ και με την περιέργεια που τον διέκρινε, άρχισε να κοιτάζει την αξιαγάπητη αισθητική του που με περίσσεια αποδοτικότητα είχαν φιλοτεχνήσει ο νους και το χέρι του διακοσμητή. << Υψηλή τεχνική με υπέρμετρη επινοητικότητα στη χρήση των χρωμάτων τα ατού του καλλιτέχνη >> σκέφτηκε γοητευμένος στο τέλος του ταξιδιού του πάνω στην αστραφτερή πορεία της διακόσμησης και μ’ ένα ευγενικό παρακάλεσμα κάλεσε το γκαρσόνι και παρήγγειλε το μέτριο ελληνικό του. Έτσι στη συνέχεια μη έχοντας να κάνει τίποτα άλλο για λίγα λεπτά, αφέθηκε αιχμάλωτος στη θαλπωρή της πολύ ζεστής ατμόσφαιρας  και στη λαμπρότητα της ρομαντικής μοναξιάς του.
        Η είσοδος όμως της γυναίκας που μπήκε εκείνη τη στιγμή μέσα και διέγραψε με το υπέροχο σώμα της ένα ημικύκλιο στο απέναντι τραπέζι, τον έβγαλε απ’ αυτή του τη βουβή σιωπή και τον έκανε να ημερέψει τη μανία του για μοναξιά και περισυλλογή. Έτσι θεωρώντας σπουδαία τη στιγμή αυτή, σκέφτηκε με νωχελικό αναστεναγμό: << Φαίνεται, υπέροχη γυναίκα!  Θα εκμεταλλευτώ την καλοσύνη της και θα της μιλήσω! Η εξομολόγησή μου πρέπει να γίνει! Το βρίσκω ανόητο σε μια τέτοια παπαρούνα να μην αρέσουν οι αμαρτίες μου! >> και με μια ασυνήθιστη ταχύτητα  στην απόφασή του, της είπε με στομφώδη σοβαρότητα:
           << Τι σύμπτωση! Τώρα αποζητούσα μια συντροφιά και να που τη βρήκα! Έχεις την καλοσύνη να ’ρθεις στο τραπέζι μου και να μοιραστείς τους ήρεμους συλλογισμούς μου; >> κι αμέσως την κοίταξε με ικετευτική τρυφερότητα. 
        Η γυναίκα ακούγοντας τα λόγια του, ξαφνιάστηκε και δείχνοντας παρεξηγημένη, έκανε μια κίνηση απελπισίας προς την πόρτα λες και ήθελε να το σκάσει, λέγοντάς του ταυτόχρονα με έπαρση στη φωνή της:
         << Θεός φυλάξοι! Τι ανοησίες είναι αυτά που λες! Να καθίσω μαζί σου; Με γνωρίζεις; >>
        << Δε θέλω να σε προσβάλλω! >> της είπε ήρεμα ο άντρας και με αποφασιστικό τρόπο πρόσθεσε, ύστερα από λίγο: << Θέλω να σε κερδίσω! >>
         << Και πάλι δε σε καταλαβαίνω! >> του είπε με έντιμο αλλά απελπισμένο τρόπο αυτή και συγχυσμένη πλησίασε το τραπέζι.
         << Ο φόβος σου είναι ειλικρινής κι αυτό με κάνει να σου ζητήσω να είσαι η εξομολογήτριά μου! >> της παρατήρησε σχεδόν πατρικά και σηκώθηκε από τη θέση του. Ύστερα σαν την πλησίασε, άπλωσε το χέρι του, έπιασε τρυφερά το δικό της και της το φίλησε.
           << Θέλω να με ακούσεις! Θέλω να εξομολογηθώ σε σένα! >> της εκμυστηρεύτηκε επιπροσθέτως και την τράβηξε με ευχάριστη διάθεση στο τραπέζι του.
        Στη γυναίκα άρεσε η συμπεριφορά του και χάρηκε πολύ γι’ αυτή την υπερβολική κι επικίνδυνη προσέγγισή του. Έτσι άφησε για λίγο να παριστάνει την κακιά και του είπε, κουνώντας συγκαταβατικά το κεφάλι της:
         << Τι γοητευτικό κι αυτό που κάνεις! Αλλά με φέρνεις σε δύσκολη θέση! Το εκτιμώ αλλά και το θεωρώ πολύ τραχύ να καθίσω μαζί σου! >>
         << Ωω! Αυτό μην το λες! >> της έκανε εκείνος και δείχνοντας δυσαρεστημένος την έσπρωξε τρυφερά να καθίσει.
          << Θα πρέπει να νιώθεις πολύ ανιαρά μόνος σου για να θέλεις τόσο πολύ να καθίσω >> του ψέλλισε και λυγίζοντας με κομψότητα το σώμα της, κάθισε δίπλα του στη δερμάτινη αναπαυτική καρέκλα που της πρόσφερε.
           << Ναι! >> της είπε με σφιγμένα χείλη  και σήκωσε τα δασιά του φρύδια. Κι αφού πήρε μια βαθιά ανάσα της ψέλλισε εύθυμα: << Θέλω να πιούμε ένα ποτό και μετά να σου ανοίξω την καρδιά μου! Τι λες είσαι για μια τέτοια γενναιοδωρία;>> και φωνάζοντας το γκαρσόνι του ζήτησε να φέρει δυο περιποιημένα ποτά.
          << Είναι ότι πρέπει! >> του έκανε ειρωνικά και χαρούμενα  και η ψιθυριστή φωνή της του χάιδεψε απαλά τ’ αυτιά.
        << Ξέρω πως θα σε κουράσω >> άρχισε ο άντρας σαν τα λαμπερά μάτια της έπεφταν αδέξια και με ντροπαλότητα πάνω του, αλλά θα δεις πόση μεγαλοπρέπεια κι απεραντοσύνη κρύβουν μέσα τους αυτά που θα σου πω!>>
            << Εντάξει τότε σου επιτρέπω ν’ αρχίσεις ! >> τον παρότρυνε με μια παρωχημένη παράκληση και πλησίασε κοντά του όσο γινόταν.
        << Τούτες τις μέρες σκέφτομαι να λείψω από την τοπική εφημερίδα και να μη γράφω τα διηγήματά μου γιατί πιστεύω πως δεν έχουν αναγνώστες και το υψηλό τους περιεχόμενο δε φτάνει στο νου και την ψυχή τους για να τους γοητεύσει και να τους δώσει τη μεγαλοπρεπή ανάταση του πνευματικού θριάμβου. Έτσι αφού είναι αδιάφοροι και δεν αντιμετωπίζουν θαρραλέα την ελευθερία και τον ενθουσιασμό μου να γράφω γι’ αυτούς, γιατί να χάνω άδικα τον καιρό μου και να ασχολούμαι μαζί τους;  Ξέρω πως οι άνθρωποι δε διαβάζουν με ενδιαφέρον ότι γράφεται αλλά θα περίμενα μια ιερότερη σοβαρότητα στην αξιοπρεπή γραφή μου. Κι αφού αυτή η σοβαρότητα δεν υπάρχει αποφάσισα ν’ αφήσω στην άκρη τη δραστηριότητά μου να δημοσιεύω τα διηγήματά μου και να ενδώσω σε μια αξιοπρεπή αποχή. Ίσως έτσι μ’ αυτή την απόφασή μου να οδηγήσω και τους ελάχιστους αναγνώστες μου στην εγκράτεια της ανάγνωσης! >>
        Η γυναίκα ακούγοντας όλα αυτά τα παράξενα απ’ τον άντρα που τυχαία είχε απέναντί της, ένιωσε ένα συναίσθημα συμπάθειας γι’ αυτόν και η καρδιά της χτύπησε γιορτινά. Έτσι νιώθοντας και κάποιο δέος για το έντονο αίσθημα της προσωπικότητας που διέγνωσε στον ομιλητή της, τον ρώτησε μ’ ένα δυναμωμένο πνεύμα στον τόνο της φωνής της:
         << Είσαι συγγραφέας; >>
          Εκείνος γέλασε και χωρίς περιστροφές της ψέλλισε με μια ζωηρότητα στα μάτια του:
      << Ναι, διηγηματογράφος! >>
         Τώρα ήταν η σειρά της  να γελάσει και να τον κοιτάξει για αρκετά δευτερόλεπτα γοητευμένη. Ύστερα μ’ ένα αυθορμητισμό και με μια φωνή απαλή σαν μετάξι του είπε με  συναισθηματική έκρηξη:
        << Είσαι δημιουργός! Τι υπέροχο! >> κι αμέσως τον αγκάλιασε με τρυφερό βλέμμα θαυμασμού κι εκτίμησης.
           << Τι ευχάριστα, ακούγεται απ΄ το ωραίο στόμα σου >> της είπε με απροκάλυπτη ευαισθησία ο διηγηματογράφος για να προσθέσει με μια κρυφή συγκίνηση: << Όμως κανένας δεν προσεύχεται για μένα και ούτε αποταμιεύει τα μαργαριτάρια των διηγημάτων μου, εάν υπάρχουν σ’ αυτά >>.
         Η γυναίκα  τον παρακολουθούσε με έντονο ενδιαφέρον και για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν είχε τη δύναμη να τον βοηθήσει έτσι που τον έβλεπε ταραγμένο από τη σκληρή βία της περιφρόνησης και της αδιαφορίας. Έτσι ενθουσιασμένη για την ελευθερία της εξομολόγησής του, του είπε με μεγάλη επιδεξιότητα:
          << Γράφεις σε αξιοθρήνητη εποχή! Έτσι δεν είσαι για τους ανθρώπους της παρά μια ευθεία γραμμή! Τι να πω, κρίμα! Πάνε οι εποχές που ένα μπουκέτο αγριολούλουδα κι ένας στίχος από ένα ποίημα του Παλαμά δημοσιευμένα στην εφημερίδα  ήταν αρκετά για να ελκύσουν τους αναγνώστες και να τους προκαλέσουν γνωστική έλξη! Σήμερα είναι άκομψο κι ασυνήθιστο αυτό, να χαίρεται κανείς το άρωμα και τη φρεσκάδα των λογοτεχνικών λέξεων >>.
        Αυτός φάνηκε να συμφωνεί μαζί της και με τα μάτια του καρφωμένα πάνω της, απάντησε με μια ιδιαίτερη λεπτότητα στα λόγια του:
        << Δε θέλω να βγαίνουν απ’ τα σπίτια τους οι άνθρωποι και να με χαιρετούν όπως έκαναν παλιά με το Βιζυηνό, αλλά μια αναγνώριση της προσφοράς μου τη θεωρώ σαν επιβεβλημένη, κομψή χειρονομία, τουλάχιστον από τους συμπολίτες μου >>.
         << Δε θέλω να σε στενοχωρήσω αλλά μην περιμένεις ν’ ανακαλύψουν οι άνθρωποι κάποια αξία στα έργα σου και να σε διαβάσουν! Είδες που το είπες και μόνος σου. Κάποτε σ’ άλλες εποχές κάποιοι λιγοστοί χειροκροτούσαν τους δημιουργούς, σήμερα δυστυχώς είθισται να τους αγνοούν! Κι αυτό γιατί η αθώα κι αγαθιάρα παλιά εποχή μεταμορφώθηκε σήμερα σε μια τυφλή, αμόρφωτη και πεισματάρα!>>
            << Πραγματικά! >>   αναφώνησε εκείνος κι έδειξε να χάρηκε για την αλήθεια και τη λαμπρότητα των λόγων της και μ’ ένα   αναστεναγμό, πρόσθεσε: << Τι κρίμα! Έτσι είναι!>>  και θώρησε με έκσταση την ομορφιά που εξέπεμπε το γεμάτο με απαλές ανταύγειες πρόσωπό της.
            Αφού απόμεινε για λίγο εκστατικός να τη θαυμάζει, της είπε μ’ ένα αρχοντικό γούστο στα λόγια του: << Είσαι γνώστης πολλών πραγμάτων! Τι σημαίνει αυτό;>>
            << Τι να σημαίνει; >> έκανε  χαμηλόφωνα εκείνη και τον αγκάλιασε με το βλέμμα της ευγενικά. << Απλά διαβάζω πολύ κι εμπνέομαι από τα ελκυστικά πράγματα!>>
            Ο άντρας έβηξε ελαφρά σαν να ήθελε να της πει: << Μπράβο σου, αν τα κάνει αυτά, είσαι υπέροχη >> και συνέχισε: << Στο διήγημά μου << Η επικήρυξη του ποιητή >> που δημοσιεύτηκε στον τοπικό τύπο είχα γράψει επί λέξει για τους αδιάφορους συμπολίτες μας που δε διαβάζουν τους στίχους των ποιητών της πόλης: <<… πάνω στη σάπια κοιλιά της πόλης που θα βλέπετε για χρόνια έτσι η στρατιά των μαύρων σκουληκιών που θα τρέχει σαν λασπόνερο στα σαρκικά κουρέλια της, όλο θα τρέχει και θ’ αυξάνει, όλο και θα πολλαπλασιάζεται και θα της τρώει τη σάρκα! Έτσι το ψοφίμι αυτό το φουσκωμένο που θα ΄χει για ζωή μέσα τους εσάς, άχρηστο θα μυρίζει εκεί στου χώρου την απλωσιά!>>  Και όμως ούτε ένας δεν καταδέχτηκε να στείλει κάποιο e-mail και να μου πει πως τον καταγοήτευσαν αυτά που έγραψα! Αλλά ούτε και το ανάλαφρο κουδούνισμα του τηλεφώνου άκουσα από οποιοδήποτε ποιητή της πόλης  που ξεχνώντας για λίγο πως είναι ασυνήθιστα μεγάλος θα έδειχνε με το λόγο του τη βαθιά του ευλάβεια σε όσα αληθινά έβρισκε στο διήγημά μου!>>
       Η γυναίκα απορροφημένη απ’ τα λόγια του και γοητευμένη από τη φρεσκάδα των ιδεών του, άπλωσε αυθόρμητα το δεξί της χέρι και με μια ανεπαίσθητη και συγκρατημένη κίνηση, άγγιξε το δικό του. Εκείνος λες και το περίμενε, της ψιθύρισε κοιτάζοντάς την με μια δυνατή και θερμή ματιά:
        << Σ’ ευχαριστώ αλλά δε θέλω ν’ απομακρυνθώ από τις σκέψεις μου >> κι αφήνοντας να του ξεφύγει ένα σκαστό χαμόγελο, συνέχισε: <<αλλά και το διήγημά μου << Άρωμα γυναίκας >>  την ίδια τύχη είχε! Κανείς δεν ασχολήθηκε μαζί του και κανείς δεν το διάβασε! Και ήταν τόσο ερωτικό κι ανθρώπινο!>> 
       Έκανε ένα μορφασμό με το στόμα σαν να ήθελε να δηλώσει: έχω κι άλλα να πω όχι μόνο αυτά και σιώπησε αφού συγκέντρωσε όλη την προσοχή του, πάνω της.
        <<Κι αυτό σε κάνει να μη δημοσιεύσεις άλλα σου διηγήματα;>>
        << Είναι κι αυτό στη σκέψη μου >>.
        << Και τι θα κάνεις τα διηγήματά σου; >>
        << Θα τ’ αφήσω στον ουρανό να φτερουγίζουν σαν σκισμένα σύννεφα! >>
       << Μα έτσι θα χαθούν!>>
       << Το ξέρω!>> της ψιθύρισε συγκινημένος και σφίγγοντας τώρα αυτός το χέρι της απόμεινε για πολλή ώρα να την κοιτάζει βαθιά μέσα στα μάτια σαν χαμένος. 
       Τότε η γυναίκα με μια αυθόρμητη μεγαλοπρέπεια σηκώθηκε και αφού τον παρότρυνε να κάνει κι αυτός το ίδιο του είπε με προστατευτική κι αδελφική διάθεση:
        << Πάμε στο σπίτι μου σε θέλω!>>
        Στη διστακτικότητά του να την ακολουθήσει της πρόσθεσε με τρυφερότητα:
        << Όχι! δεν μπορείς να βασίζεσαι σε μένα! Φύγε! Δεν έρχομαι!>>         
        Η γυναίκα επέμενε λέγοντάς του μέσα σε απέραντη καλοσύνη:
       << Έλα θα σε βοηθήσω να γράψεις ένα διήγημα! Ξέρω πόσο το θέλεις! >>
         << Με κολακεύει αυτό >> αλλά νομίζω πως είναι παγίδα! Δύσκολο ν’ αποφασίσω!>>
         << Είμαι σίγουρη πως το θες αλλά ο εγωισμός σου δε σ’ αφήνει!>>
         << Νομίζω πως έχεις δίκιο… >> τραύλισε τότε και σύρθηκε πίσω της ανάερος και ανάλαφρος.
         << Θα ΄ναι μια αληθινή ιστορία ένα πάθος έρωτα >> του είπε γελαστή και τον παρέσυρε έξω από την πόρτα.
         << Τότε και ο τίτλος θα είναι δικός σου; >>
         << Δικός μου, ναι! >>
         << Θέλω να τον ακούσω! >>
         << Το άρωμα το ρόδου! >> του ψιθύρισε πανευτυχής  τονίζοντας μια-μια τις λέξεις.
         << Όμορφος τίτλος! >> είπε συγκινημένος  και γέρνοντας τη φίλησε γλυκά στο στόμα.