16.10.16

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ - Ήλιοι χλωμοί

Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου


         Αλήθεια που διαβήκαν οι μέρες μας οι αυγινές; Στον κήπο μας η κερασιά έχασε το χαμόγελό της. Στου βάλτου τα νερά ο βάτραχος πνίγεται στα λύματα. Το βρεκεκέξ κουάξ κουάξ, μιλά τη γλώσσα του θανάτου και μουσκεύεται σε δροσοσταλίδες ωχρές.  Το πεύκο ξεραίνεται ρουφώντας τις οδύνες μας. Ο έναστρος ουρανός σωπαίνει τη μελωδία των άστρων για να ακουστεί ο τενεκεδένιος ήχος της ξυλιασμένης μας ζωής.
        Ο χρόνος μας χωρίς αύρα μυρτιάτικη.  Η νιότη μας χωρίς έρωτα. Η έπαρσή μας χωρίς μέτρο. Εκεί που αρχίζει μια άνοιξη στις ψυχές μας ένας κρύος χειμώνας την ακολουθεί.  Η ζωή μας κρεμασμένη κάτω από την τέντα της καφετέριας. Ακολουθεί ρημαγμένη και μίζερη τον κακοτράχαλο δρόμο που χαράζει ο καπνός των τσιγάρων. Στο σύννεφο του καπνού και στον ESPRESSO τα χείλη αγκυλώνονται και οι λέξεις βγαίνουν στυφές, χλωμές, κίτρινες, νεκρές. Δεν φτιάχνουν το θησαυρό της πρότασης. Δε συγκροτούν λόγο ποιητικό και στίχο ψαλμού εύηχο.  << Ρε, μ….α, οι π……..δες, σκάσε, απαράτα μας, βούλωσ’ το, οι σκ…δες πολιτικοί, το αρχ..ι ΔΝΤ, ο πορ.....γερος ο Σόιμπλε  >> τέτοιες λέξεις σαν πένθιμη πομπή ή βρώμικο αερισμό, φτάνουν στ’  αυτιά μας και στο διπλανό πάρκο της πλατείας που ανατριχιάζει.
        Αυτό κάνει τρυφερό κρινάκι το βλέφαρό του και μας κλείνει το μάτι. << Ανακαλύψτε με >>  μοιάζει να μας λέει << κι ελάτε στον κόρφο μου,  να γευτείτε το γλυκομέθυστο ανασασμό μου. Να δείτε τον κότσυφα να ξεπηδάει από τις άγριες τουλίπες, τα κεφαλάκια των περιστεριών να βόσκουν στο χόρτο, τις ομορφούλες αγριελιές να αρωματίζονται με λάδι, τις λεύκες τις μαγευτικές που στέκονται σαν ακόρεστες γυναίκες, τα πράσινα φύλλα της αλόης που ανταλλάσουν αχόρταγα τις ματιές τους, τις δάφνες με την αύρα του ανέμου να κυλάει σαν γλυκός αναστεναγμός στους κλώνους τους, τα μελαγχολικά κλαδάκια της ξεμαλλιασμένης ξυλοκερατιάς που αναδεύουν στις φυλλωσιές του χρόνου.
       Εμείς σταλάζουμε δάκρυ πικρό στους χλωμούς ήλιους μας. Λιώνουμε σαν σκεφτόμαστε το ακριβό μας τζιπ, τον άνεμο που παίζει με τις νεροσταγόνες στο παράθυρο σαν κοιτάζει τα ακριβά μας έπιπλα, τη διάχυτη λάμψη των ρούχων μας που φωτίζει τα δόντια της φίρμας, τα ερπετά ευρώ που σαπίζουν στα Α.Τ.Μ. Κι αν δεν έχουμε απ’ αυτά σαλεύουμε σαν τις σαύρες τις κρύες μέρες, πάνω στα ξερόφυλλα να ζεσταθούμε από την απαλοσύνη των αχτίνων του ήλιου.
     Όπως όμως και να ‘χει Κροίσοι και Πληβείοι τις μέρες μας τις αυγινές τις έχουμε χάσει. Κι όσο και να λέμε << θα πάμε σ’ άλλη γη, θα πάμε σ’ άλλη θάλασσα η πόλις θα μας ακολουθεί >>.
    Σ’ εκείνο όμως το βουβό χαμόγελο της φύσης, ίσως των χειλιών μας το μαραμένο αγκάθι γίνει ρόδο. Στο απλό βλέμμα της συντροφιάς η λύπη κάνει μπρατ. Στο φλοίσβο του κύματος, που ξέρεις, η ζωή μας να γλιτώσει να σπάσει σαν το γυαλί. 

            ellinikoxronografima.blogapot.gr