Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Τον
τρίβει η σκόνη και κάθεται στο παγκάκι. Είναι λαθρομετανάστης, μαύρος, με σκλάβα
ψυχή κι ένα σώμα βαπτισμένο στη δυσοσμία των λασπόνερων της χώρας του. Τα μάτια του είναι σταχτιά όπως η σκόνη της
ερήμου. Τον ζώνει ένας μίσχος θρήνου από αιώνιο δάκρυ. Στο τέρμα του δρόμου του
τα σκουπίδια της χωματερής που άφησε στην Ανατολή. Ο κόμπος της εξομολόγησης
σαλεύει στα σάπια του σωθικά. Βγάζει την πρώτη λέξη βαμμένη στο αίμα. Δείχνει
να πονά. Βγάζει και τη δεύτερη και λιποθυμά. Συνέρχεται. Μπαίνει στο χορό κι
αρχίζει με λέξεις σαν σουβλερά καρφιά :
<< Οι μονάρχες μας πιστεύουν στο Θεό
της Συμμορίας. Γύρω από τους χρυσούς θρόνους τους, η δόξα ξεψυχά με δάκρυ
έμπυο. Στις εμπύρετες βραδιές λένε
παραμύθια καθισμένοι σε σωρούς μαργαριτάρια.
Ο λαός δεν έχει ούτε ένα αγιασμένο όνειρο. Σε τενεκεδένια μπρικάκια
κατρακυλάει τη ζωή του. Σε κομμάτια γυαλιού εναποθέτει το άχραντό του σώμα. Σε
γήπεδα με βαμμένες λεπίδες από αίμα, ροκανίζει τους σβίγκους με τη μουχλιασμένη
ζύμη. Στους σωρούς από τα ροκανίδια
κηδεύει τη σιωπή του. Στο μουγκρητό της χαλασμένης γεννήτριας αναδύεται το φως
που τον φωτίζει. Στον πυκνό καπνό του Αμερικάνικου φουγάρου αποκτάει τον
καρκίνο του πνεύμονα. Στις άρρωστες μαϊμούδες τον ιό του ΑΙDS.
Στο
χωριό μου τα σπίτια δεν έχουν μπάνιο. Πλενόμαστε στη λεκάνη. Το νερό είναι
βούρκος, γεμάτο σκουλήκια. Σαπίζουν το σώμα μας και το πληγιάζουν. Το κάνουν
φουσκωτό ψοφίμι. Οι δρόμοι του γεμάτοι, άμμο και ιούς, Παιδιά γυμνά τους
περπατούν, ξυπόλητα με βλέμμα δαγκωμένο από τα φίδια. Σπουδάζουν στις αλάνες
και στις αποθήκες γλείφουν τις ξερές πίτες. Γυναίκες με μαντίλες βόσκουν
κατσίκια. Μαυροντυμένες γριές, με σαρίκια απλώνουν τις ανοιχτές παλάμες τους
για ένα κόκκο ψωμιού. Μεσόκοπες παρθένες κάθονται ανακούρκουδα σαν κουρούνες
τραυματισμένες και χαζολογούν με το άστρο τους το σκοτεινό. Πρόβατα νεκρά στους δρόμους. Πρησμένα σκυλιά
σέρνονται με σάβανο από μύγες. Κι ως εκεί που σταματά ο δρόμος του, αρχίζει η έρημος,
και η άμμος και ύστερα κι άλλη άμμος και σωροί ο ένας πάνω στον άλλο.
Τα
δικαιώματα φτερουγίζουν σαν κοράκια. Οι νόμοι αιωρούνται σαν ανάπηροι γύπες. Και οι ψυχές που
αντιστέκονται σκοτώνονται στα ματωμένα σώματα. Αγόρια και κορίτσια γλυκά σαν
αγγελάκια θάβονται στο τραγούδι της ερήμου.
Στην
πατρίδα μου φυσάει ο ριχ. Ένας τρελός αέρας που μας φυλακίζει στις σάπιες
παράγκες. Η ανεμοθύελλα, τρομακτική μας στραβώνει. Τον λέμε Μαύρο άνεμο. Μας
χαράζει το πρόσωπο με οργισμένες ριπές μίσους.
Όλο το χωριό μου υποτάσσεται σ’ αυτόν. Όπως και στους αφέντες. Όταν
κλείνει ο κύκλος του αφήνει πίσω του τα σκισμένα σάρκινα κουρέλια του. Ένα
ατέλειωτο χαλί από σαπίλα που την ψήνει ο ήλιος της ερήμου. Όταν ο ριχ ματώνει με γυαλόχαρτο τις
φιλοδοξίες μας, έρχεται η ακινησία. Θα ‘χεις ακούσει για το Ραμαζάνι. Τότε
φτάνουμε στο αιφνίδιο τέρμα. Τριάντα μέρες, ήλιο με ήλιο χωρίς νερό με νηστεία
και προσευχή. Προσευχή την προσευχή και πάλι προσευχή. Όσες φορές μας καλεί ο
μουεζίνης. Και μετά πάλι μπροστά μας η έρημος, που μας φωνάζει: ότι η φτώχεια
μας είναι ελευθερία, μπισμιλλάχ. ( Στο
όνομα του Αλλάχ! ) >>.
Τελείωσε.
Τα λόγια του γέμισαν τον ουρανό με φλόγες. Το πρόσωπό του έμεινε νεκρό,
ασάλευτο. Κι ο ίδιος παγωμένος, ακίνητος. Το υγρό βλέμμα του βασίλευε προς την
πατρίδα. Με κοίταξε και το δάκρυ του έσταζε ένα κόμπο λύπης. Κι όσο ο κόμπος
μεγάλωνε η εξομολόγησή του λοξοδρομούσε, χτυπώντας πάνω μου, προς τ΄ άστρα.