28.10.16

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ - Στ’ άρματα, στ’ άρματα!

Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

                       Σε τούτο τον καιρό που καίει και καίγεται ένα κεφάλι ακουμπάει στον ώμου μου και μου λέει να τραγουδήσω, μέρα που ξημερώνει σαν την 28η Οκτωβρίου 1940 που ένας λιοψημένος ξυλοκόπος πόλεμος έκανε με το τσεκούρι του κόκαλα τον κόσμο. 
Κι εγώ αρχίζω με τον περασμένο άνεμο του πολέμου να ‘ρχεται και να μου σκονίζει τις λέξεις: << …Σπάμε την άτιμη την αλυσίδα που μας εμάραινε θανατερά θέλουμε ελεύθερη εμείς πατρίδα και πανανθρώπινη τη λευτεριά >>.
                      Ενθουσιάζομαι και συνεχίζω, το << Χάρη >> του Αναγνωστάκη να ψιθυρίζω: << … Μια μέρα μας σφύριξε κάποιος στ’ αυτί: << Πέθανε ο Χάρης >>  << Σκοτώθηκε  >> ή κάτι τέτοιο. Λέξεις που τις ακούμε κάθε μέρα. Κανείς δεν τον είδε. Ήταν σούρουπο. Θα ‘χε σφιγμένα τα χέρια όπως πάντα. Στη ματιά του χαράχτηκε άσβηστη η χαρά της καινούριας ζωής μας >>.
                        Η ματιά μου νικημένη, η ανηφόρα απρόσιτη και πώς να την ανέβω; Ήρθε το θάρρος, ο χαμένος ανθυπολοχαγός του Ελύτη από το Αλβανικό μέτωπο στήθηκε μπροστά μου. Απάγγειλα:   << Κάτω απ΄ τα πέντε κέδρα χωρίς άλλα κεριά κείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη. Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα, στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο κι ανάμεσ’  απ’  τα φρύδια μικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας, μικρό πικρό πηγάδι, κοκκινόμαυρο πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση! >>
                Ύστερα θυμάμαι το συμμαθητή μου το Λευτέρη, που ‘χε πατέρα αντάρτη στο βουνό και βρέθηκε στη φυλακή. Μόλις απολύθηκε, άκουρος, αξούριστος και γενναίος ήρθε να τον δει στην παρέλαση.
 Στάθηκε στο δρόμο, δάκρυσε όταν ο λιογέννητός του πέρασε από μπροστά του, του ‘ριξε δυο κλωνιά δάφνης στις πλάτες του και ευχήθηκε όταν τον χρειαστεί κι αυτόν η πατρίς να μην της αρνηθεί στο λαιμό να της κρεμάσει ένα  μενταγιόν από μέταλλο του φεγγαριού.
              
             Στο καφενείο μετά μας μίλησε για την πατρίδα που είχε από παντού φωτιά. Για τη νομιμοποίηση της αυθαιρεσίας των δοσίλογων να τον ρίξουν στη φυλακή, το μίσος των εχθρών του να τον κυνηγούν, για τους απάτριδες να τον βασανίσουν, να τον ξευτελίσουν και να τον εξοντώσουν. 
Τυλιγμένος σ’ ένα ανυποληψίας χαρτί,  με φίλο του το μαύρο σύννεφο θα διαβεί τη ζωή, γι’ αυτόν καθημερινό θάνατο και χολή, μια  αβάσταχτη πληγή από αίμα κα δάκρυ ποτισμένη.

             ellinikoxronografima.blogspot.gr